[234a] ΣΩ. Απ᾽ την αγορά έρχεσαι, Μενέξενε, ή από πού αλλούθε; ΜΕΝ. Απ᾽ την αγορά, Σωκράτη, και μάλιστα από το βουλευτήριο. ΣΩ. Και τί δουλειά έχεις εσύ στο βουλευτήριο; Ή στα σωστά σού περνάει απ᾽ το νου πως είσαι πια φτασμένος στην κορυφή της παιδείας και της φιλοσοφίας, και κρίνοντας βέβαια ώριμο πια και ικανό τον εαυτό σου στοχάζεσαι ν᾽ αφοσιωθείς στα υψηλότερα προβλήματα της ζωής, κι επιχειρείς, αξιοθαύμαστέ μου, [234b] αν και τόσο νέος, να κυβερνήσεις εμάς τους μεγαλύτερούς σου στην ηλικία, για να μην πάψει ποτέ η γενιά σας να μας χαρίζει έναν από τους άρχοντές μας αφιερωμένο στα κοινά της πολιτείας; ΜΕΝ. Με την άδειά σου, Σωκράτη, κι αν με συμβουλεύσεις ν᾽ αφοσιωθώ στην πολιτική για να κυβερνήσω την πολιτεία, θα το κάμω με μεγάλη μου χαρά και μ᾽ ενθουσιασμό. Αλλιώς όχι. Ωστόσο επήγα σήμερα στο βουλευτήριο, γιατί άκουσα πως η βουλή μας έμελλε να εκλέξει το ρήτορα που θ᾽ απαγγείλει τον επιτάφιο λόγο της τελετής του εγκωμιασμού των νεκρών του πολέμου· γιατί ξέρεις δα, πως η πολιτεία μας μέλλει να οργανώσει προς τιμή τους πάνδημη κηδεία. ΣΩ. Βεβαιότατα. Αλλά ποιόνε εκλέξανε ως ρήτορα της ημέρας; ΜΕΝ. Κανένα, αλλ᾽ αναβλήθηκε η εκλογή γι᾽ αύριο. Πιστεύω όμως εγώ πως θα εκλέξουν τον Άρχίνο ή το Δίωνα. [234c] ΣΩ. Στ᾽ αληθινά, Μενέξενε, για πολλούς λόγους είναι ωραίος ο θάνατος του ανθρώπου στον πόλεμο για την πατρίδα του. Γιατί και ωραία και μεγολόπρεπη πάνδημη κηδεία απ᾽ όλη την πολιτεία γίνεται του ήρωα που πέφτει στη μάχη πολεμώντας τους εχτρούς της πατρίδας του, κι αν ακόμα πεθάνει πάμφτωχος, κι εγκωμιάζεται, έστω κι αν είναι και ο πιο άσημος, από σοφούς άντρες, που απαγγέλλουν τους πανηγυρικούς επιτάφιους λόγους τους όχι αυτοσχεδιάζοντάς τους στη στιγμή της απαγγελίας τους, αλλ᾽ έχοντάς τους προπαρασκευάσει από πολύν καιρό. Τα εγκώμια των αντρών τούτων είναι τόσο ωραία, ώστε κι όλες [235a] τις αρετές εξυμνούν καθενός από τους ήρωες που επέθαναν για την πατρίδα τους, πραγματικές ή φανταστικές, και με ωραιότατα λογής λογής στολίδια της γλώσσας και της τέχνης του λόγου μαγεύουν τις ψυχές όλων των ανθρώπων, εγκωμιάζοντας μ᾽ όλους τους τρόπους κι όλες τις χάρες της τέχνης και την πόλη μας και τους ήρωες που δώσανε τη ζωή τους στον πόλεμο κι όλους τους προγόνους μας κι όλους εμάς που ζούμε ακόμα, ώστε ακούγοντας εγώ, Μενέξενε, να εγκωμιάζομαι από τους σοφούς αυτούς άντρες νιώθω βαθιά μέσα μου τα πιο υψηλά και πιο ωραία αισθήματα, και γοητεμένος στέκομαι κάθε φορά [235b] και τους ακροάζομαι μ᾽ ανοιχτό το στόμα από θαμασμό κι αναγαλλιάζει όλη η ψυχή μου απ᾽ τα εγκώμιά τους και τη μαγεία των λόγων τους και συνεπαρμένος απ᾽ τον ενθουσιασμό μου θαρρώ τις στιγμές αυτές, πως έχω κιόλας ανέβει σε υψηλότερες σφαίρες της ζωής κι έχω γίνει πιο δυνατός, πιο μεγαλόψυχος και πιο ωραίος. Και στ᾽ ακροάσματά μου αυτά, όπως συμβαίνει πάντα κατά τη συνήθειά μου, με συντροφεύουν και πολλοί ξένοι π᾽ ακροάζονται κι αυτοί μαζί μ᾽ έμενα τους ρήτορές μας κι αυτό με κάνει να παίρνω αμέσως έναν αέρα θριάμβου απέναντί τους και βαθιάς περηφάνειας, γιατί έχω το αίσθημα πως στις στιγμές αυτές νιώθουν μέσα στις ψυχές τους τα ίδια αισθήματα θαυμασμού και για μένα και για το μεγαλείο της πόλης μας, που με τη γοητεία των εγκωμίων των ρητόρων μας φαντάζει μπρος στα μάτια τους πιο αξιοθαύμαστη από πρωτύτερα. Και το αίσθημα αυτό της αξιοσύνης και του θριάμβου μου κρατάει μέσα μου περισσότερο [235c] από τρεις ημέρες. Και τα εγκώμια των ρητόρων και η μουσική των λόγων τους ηχούν τόσο ωραία μέσα μου και μαγεύουν τόσο βαθιά την ψυχή μου, ώστε μόλις την τέταρτη ή πέμπτη ημέρα κατορθώνω να συνέρχομαι και ξαναβρίσκω τον εαυτό μου κι αισθάνομαι τότε πού γης βρίσκομαι· ως τη στιγμή αυτή έχω το αίσθημα πως δε ζω παρά μονάχα στα νησιά των μακάρων. Τόσο φοβεροί και τρομεροί και αξιοθαύμαστοι είναι οι ρήτορές μας. ΜΕΝ. Πάντα εσένα, Σωκράτη, σ᾽ αρέσει να ειρωνεύεσαι τους ρήτορες. Τώρα όμως εγώ έχω την ιδέα, πως ο εκλεκτός μας ρήτορας, που θ᾽ απαγγείλει τον πανηγυρικό λόγο των νεκρών του πολέμου, δε θα ᾽ναι και τόσο καλότυχος και θα δυσκολευτεί πάρα πολύ στο λόγο του, γιατί η εκλογή του έγινε ολωσδιόλου ξαφνικά, ώστε ίσως αναγκαστεί ν᾽ αυτοσχεδιάσει τον επιτάφιο λόγο του.
|