[3.5.1] Έξω απ᾽ την αυλή του Δρύα, πολύ κοντά της, φύτρωναν δυο μεγάλες μυρτιές κι ένας κισσός. Οι μυρτιές ήταν πλάι-πλάι· ο κισσός, ανάμεσά τους, άπλωνε και στις δυο τα κλωνάρια του σαν κληματαριά, πλέκοντας τα φύλλα του έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα είδος σπηλιάς όπου κρέμονταν άφθονα τα τσαμπιά του, μεγάλα σα σταφύλια. [3.5.2] Εκεί γύρω μαζεύονταν του κόσμου τα χειμωνιάτικα πουλιά, που έξω δεν έβρισκαν τροφή: πολλά κοτσύφια και τσίχλες, φασοπερίστερα και μαυροπούλια, κι όσα άλλα πουλιά τρώνε τον κισσό. [3.5.3] Καμώθηκε λοιπόν ο Δάφνης πως έβγαινε να κυνηγήσει τούτα τα πουλιά, γέμισε το ταγάρι του με γλυκά και ξεκίνησε, παίρνοντας μαζί του κόλλα και βρόχια για να γίνει πιστευτός. [3.5.4] Μόλο που η απόσταση δεν ήταν πάνω από δύο χιλιόμετρα, τον κούρασε πολύ το χιόνι, που δεν είχε ακόμα λιώσει· ωστόσο τίποτα δεν είν᾽ αδιάβατο για τον έρωτα — μήτε φωτιά, μήτε νερό, μήτε τα χιόνια του βοριά. [3.6.1] Έφτασε κάποτε τρεχάτος στην αυλή, τίναξε το χιόνι από τα σκέλια του, έστησε τα βρόχια κι άλειψε βέργες μακρουλές με την κόλλα· κατόπι κάθισε, έχοντας το νου του συνάμα στα πουλιά και στη Χλόη. [3.6.2] Πουλιά τού ήρθαν πολλά κι έπιασε κάμποσα, τόσο που κουράστηκε να τα μαζεύει, να τα σκοτώνει και να τα μαδάει. Από την αυλή όμως δεν ξεμύτισε κανένας — ούτε άντρας, ούτε γυναίκα, ούτε καν όρνιθα· έμεναν όλοι κλεισμένοι μέσα, κοντά στη φωτιά. Ο Δάφνης βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία: έμοιαζε να του βγαίνουν γρουσούζικα τα πουλιά. Άρχισε να γυρεύει πρόσχημα για να σπρώξει θαρρετά την πόρτα, κι αναρωτιόταν ποιό θα ᾽ταν πιο πιστευτό. [3.6.3] «Ήρθα να πάρω φωτιά. ―Γειτόνους δεν έχετε στα διακόσια μέτρα;» «Ήρθα να ζητήσω ψωμί. ―Μα το ταγάρι σου είναι γεμάτο φαΐ». «Χρειάζομαι κρασί. ―Μα μόλις χτες ή προχτές είχες τρύγο». «Με κυνηγούσε λύκος. ―Και πού είναι τ᾽ αχνάρια του;» «Ήρθα να κυνηγήσω πουλιά. ―Γιατί δε φεύγεις μετά το κυνήγι;» «Θέλω να δω τη Χλόη. [3.6.4] ―Αλλά ποιός τ᾽ ομολογεί αυτό στον πατέρα και τη μητέρα κοριτσιού;» Όλο και κάποια δυσκολία έβρισκε. «Μπα!» σκέφτηκε, «τίποτα απ᾽ όλ᾽ αυτά δεν είναι πειστικό. Καλύτερα λοιπόν να μην πω λέξη. Τη Χλόη θα τη δω πια την άνοιξη, μιας κι ως φαίνεται δεν ήτανε γραφτό μου να τη συναντήσω το χειμώνα». [3.6.5] Με τέτοιους στοχασμούς μάζεψε το κυνήγι του σιωπηλά κι ετοιμάστηκε να φύγει, όταν —λες και τον λυπήθηκε ο Έρωτας— έγινε τούτο: [3.7.1] Ο Δρύας κι οι δικοί του κάθονταν στο τραπέζι με το κρέας κομμένο, με ψωμιά μπροστά τους και κρασί στο κανάτι. Ένα τσοπανόσκυλο παραφύλαξε μια στιγμή που δεν πρόσεχαν, βούτηξε ένα κομμάτι κρέας και το ᾽σκασε από την πόρτα. [3.7.2] Ο Δρύας, έξω φρενών —ήταν η δική του μερίδα— άρπαξε ένα ξύλο και βάλθηκε να τον κυνηγάει από τ᾽ αχνάρια, σα σκύλος κι αυτός. Πάνω στο κυνηγητό βρέθηκε κοντά στον κισσό κι είδε τον Δάφνη με το κυνήγι του στους ώμους, έτοιμο να φύγει. [3.7.3] Στη στιγμή ξέχασε και το κρέας και τον σκύλο, και βγάζοντας δυνατή φωνή «Γεια σου, παιδί μου!» τον αγκάλιασε, τον φίλησε και τον πήρε από το χέρι να τον πάει μέσα στο σπίτι. Λίγο έλειψε να λιποθυμήσουν τα παιδιά όταν είδαν το ένα το άλλο· ωστόσο μπόρεσαν να κρατηθούν ορθά, χαιρετήθηκαν και φιλήθηκαν — και τούτο τους χρησίμεψε για στήριγμα, να μην πέσουν. |