[2] Αφού ορίσαμε με ακρίβεια το περιεχόμενο των εννοιών «εκούσια πράξη» και «ακούσια πράξη», το αμέσως επόμενο θέμα μας είναι η προαίρεση· γιατί θεωρείται ότι βρίσκεται σε πολύ στενή σχέση με την αρετή και βοηθάει στο να διακρίνεται ο χαρακτήρας των ανθρώπων περισσότερο από ό,τι το κάνουν οι πράξεις τους. Η προαίρεση λοιπόν φαίνεται ότι δηλώνει ότι το άτομο ενεργεί εκούσια, στην πραγματικότητα όμως οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται: το περιεχόμενο της έννοιας «εκούσιο» είναι ευρύτερο. Πραγματικά, το εκούσιο υπάρχει και στα παιδιά και, γενικά, στα ζώα, η προαίρεση όμως όχι· έπειτα, ενώ για τις πράξεις που τις κάνουμε ξαφνικά, κάτω από την επιβολή της στιγμής, λέμε ότι τις κάνουμε εκούσια, δεν λέμε ότι είναι αποτέλεσμα διαδικασίας επιλογής και προτίμησης. Από την άλλη, όλοι αυτοί που λένε ότι η προαίρεση είναι επιθυμία ή θυμός ή βούληση ή ένα είδος γνώμης δεν φαίνεται να έχουν δίκαιο, γιατί η προαίρεση δεν είναι κάτι που το μοιράζονται με τον άνθρωπο τα διάφορα άλογα όντα, ενώ είναι κοινά στον άνθρωπο και σ᾽ αυτά τα όντα η επιθυμία και ο θυμός. Επίσης: Ο ακρατής άνθρωπος ενεργεί με την επιθυμία του, όχι με την προαίρεση του, ενώ, αντίθετα, ο εγκρατής ενεργεί με την προαίρεσή του, όχι με την επιθυμία του. Επίσης: Η επιθυμία μπορεί να είναι αντίθετη με την προαίρεση, επιθυμία όμως με επιθυμία όχι. Ακόμη: Η επιθυμία σχετίζεται με το ευχάριστο και με το δυσάρεστο, ενώ η προαίρεση ούτε με το δυσάρεστο ούτε με το ευχάριστο. Πολύ λιγότερο μπορεί η προαίρεση να είναι θυμός· κατά την κοινή, πράγματι, αντίληψη τίποτε δεν έχει τόσο λίγη σχέση με την προαίρεση όσο οι πράξεις που οφείλονται στον θυμό. Φυσικά, ούτε και βούληση μπορεί να είναι η προαίρεση, παρόλο ότι φαίνεται να βρίσκεται πολύ κοντά της: η προαίρεση δεν έχει καμία σχέση με τα αδύνατα, και αν βρισκόταν κανείς να πει ότι επιλέγει και προτιμάει τα αδύνατα, θα τον θεωρούσαμε ανόητο· βούληση όμως έχουμε και για τα αδύνατα, π.χ. για την αθανασία. Η βούληση έχει, επίσης, να κάνει με πράγματα που με κανέναν τρόπο δεν θα μπορούσε κανείς να τα κάνει με τις δυνάμεις που έχει, π.χ. ο τάδε ηθοποιός ή ο τάδε αθλητής να κερδίσει τη νίκη· αντίθετα, κανένας δεν έχει την προαίρεση να κάνει τέτοια πράγματα, παρά μόνο πράγματα που θεωρεί ότι θα μπορούσαν να γίνουν με τις δυνάμεις του. Επίσης: Η βούληση σχετίζεται πιο πολύ με το τέλος, ενώ η προαίρεση με τα μέσα που οδηγούν στο τέλος· π.χ. η βούλησή μας είναι να είμαστε υγιείς, η προαίρεσή μας όμως αναφέρεται στα μέσα που θα μας κάνουν υγιείς· η βούλησή μας είναι, επίσης, να είμαστε ευδαίμονες και είναι κάτι που το λέμε, δεν ταιριάζει όμως να λέμε ότι «έχουμε την προαίρεση να είμαστε ευδαίμονες»· γιατί, γενικά, η προαίρεση φαίνεται ότι αναφέρεται σε πράγματα που βρίσκονται στη δύναμή μας. Τέλος η προαίρεση δεν μπορεί επίσης, όπως πιστεύω, να είναι γνώμη· γιατί η γνώμη έχει για αντικείμενό της, όπως όλοι το δεχόμαστε, τα πάντα, το ίδιο και τα αιώνια και τα αδύνατα πράγματα σε όχι μικρότερο βαθμό από ό,τι τα πράγματα που είναι στη δύναμή μας. Έπειτα γίνεται διάκριση της γνώμης με κριτήριο το αν είναι λαθεμένη ή αληθινή, όχι με κριτήριο το αν είναι κακή ή καλή· αντίθετα, η προαίρεση διακρίνεται κυρίως σε κακή και καλή. Κανείς επίσης, θαρρώ, [1112a] δεν λέει ότι η προαίρεση ταυτίζεται γενικά με τη γνώμη. Δεν ταυτίζεται, επίσης, με κάποιο επιμέρους είδος γνώμης· απόδειξη: επιλέγοντας και προτιμώντας τα καλά ή τα κακά, είμαστε άτομα με μια ορισμένη ποιότητα χαρακτήρα, κάτι που δεν συμβαίνει, αν το κριτήριο είναι οι γνώμες που έχουμε. Επίσης: στη μια περίπτωση «επιλέγουμε και προτιμούμε» να κάνουμε ή να αποφύγουμε κάτι καλό ή κάτι κακό, ενώ στη δεύτερη «έχουμε τη γνώμη» ότι το τάδε πράγμα είναι έτσι ή έτσι, ότι συμφέρει στον τάδε ή ότι τον συμφέρει με τον εξής τρόπο — καθόλου όμως δεν αποτελεί αντικείμενο της γνώμης η επιτέλεση ή η αποφυγή ενός πράγματος. Επίσης: Η προαίρεση επαινείται πιο πολύ γιατί σχετίζεται με το σωστό πράγμα παρά γιατί σχετίζεται με αυτό σωστά, ενώ η γνώμη γιατί σχετίζεται με το αντικείμενό της στη βάση της αλήθειας. Επίσης: Επιλέγουμε και προτιμούμε αυτά που ξέρουμε με πολλή σιγουριά ότι είναι καλά, ενώ, αντίθετα, γνώμη έχουμε για πράγματα που δεν τα γνωρίζουμε και τόσο καλά. Όλοι, τέλος, δέχονται ότι οι καλύτερες προαιρέσεις και οι καλύτερες γνώμες δεν συνυπάρχουν στα ίδια πρόσωπα, αλλά ότι υπάρχουν άνθρωποι που εκφράζουν τις καλύτερες γνώμες, λόγω του κακού τους όμως χαρακτήρα επιλέγουν και προτιμούν να κάνουν πράγματα που δεν πρέπει. Αν, τώρα, μια γνώμη προηγείται από την προαίρεση ή την ακολουθεί, αυτό δεν έχει για μας καμιά σημασία: δεν είναι αυτό το θέμα μας, αλλά το αν η προαίρεση ταυτίζεται με κάποιο είδος γνώμης. Τί είναι λοιπόν η προαίρεση ή τί είδους πράγμα είναι, αφού δεν είναι τίποτε από αυτά που μνημονεύσαμε; Φαίνεται λοιπόν ότι είναι κάτι το εκούσιο, καθετί όμως το εκούσιο δεν είναι αντικείμενο προαίρεσης. Μήπως είναι λοιπόν η εκούσια ενέργεια που επιλέχθηκε και προτιμήθηκε ύστερα από σκέψη; Και βέβαια, αφού η προαίρεση προϋποθέτει λόγο και σκέψη. Και η ίδια η λέξη φαίνεται να το υποδηλώνει: είναι κάτι που επιλέγεται και προτιμάται πριν από άλλα. |