ΒΙΒΛΙΟ Β’[2.1.1] Το φθινόπωρο είχε κιόλας προχωρήσει, κι όλος ο κόσμος στα υποστατικά ρίχτηκε στη δουλειά για τον τρύγο που σίμωνε. Ένας ετοίμαζε τα πατητήρια, άλλος καθάριζε πιθάρια, τρίτος έπλεκε κοφίνια· [2.1.2] άλλοι πάλι φρόντιζαν να βρουν μικρά δρεπάνια για να κόψουν τα τσαμπιά, ή κατάλληλα λιθάρια για να λιώσουν τις ζουμερές ρώγες, ή ξερή λυγαριά ξεφλουδισμένη, να φέγγει τη νύχτα στη μεταφορά του μούστου. [2.1.3] Παράτησαν λοιπόν κι ο Δάφνης κι η Χλόη τα γιδοπρόβατα, και βοηθούσαν ο ένας τον άλλον στις δουλειές. Εκείνος κουβαλούσε καλαθιές σταφύλια, τα ᾽ριχνε στα πατητήρια, τα πατούσε κι έχυνε το κρασί στα πιθάρια· εκείνη ετοίμαζε φαγί για τους τρυγητές, τους έδινε παλιότερο κρασί να πιουν και τρυγούσε τα χαμηλότερα αμπέλια. [2.1.4] (Σ᾽ όλη τη Λέσβο φυτρώνει ένα χαμηλό είδος αμπελιού, που μήτε ρίχνει ανάστημα μήτε σκαρφαλώνει στα δέντρα, παρά απλώνει τα κλαριά του χάμω να σέρνονται σαν τον κισσό, τόσο που ακόμα και μωρό παιδί με τα χέρια μόλις βγαλμένα απ᾽ τα φασκιά να μπορεί να φτάσει τα τσαμπιά.) [2.2.1] Όπως ήταν φυσικό σε γιορτή του Διονύσου και του νέου κρασιού, οι γυναίκες που ᾽χαν έρθει από γειτονικά υποστατικά να βοηθήσουν στον τρύγο έριχναν ματιές του Δάφνη, παινεύοντάς τον ότι έμοιαζε με τον Διόνυσο στην ομορφιά. Μία μάλιστα, πιο τολμηρή, τον φίλησε — μ᾽ αποτέλεσμα ο Δάφνης να ερεθιστεί, αλλά η Χλόη να πειραχτεί. [2.2.2] Οι άντρες πάλι που ᾽ταν στα πατητήρια, βλέποντας τη Χλόη, πηδούσαν μανιασμένοι σα Σάτυροι μπροστά σε Βάκχα και της φώναζαν διάφορα, πως τάχατες θέλουν να γίνουν πρόβατα για να τους βόσκει εκείνη· τούτο πάλι ευχαριστούσε τη Χλόη, αλλά στενοχωρούσε τον Δάφνη. [2.2.3] Εύχονταν λοιπόν τα παιδιά να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα ο τρύγος για να γυρίσουν πίσω στα γνώριμα λημέρια τους κι αντί για τον παράφωνο θόρυβο ν᾽ ακούνε τη φλογέρα ή το βέλασμα των κοπαδιών τους. [2.2.4] Κι όταν ύστερα από λίγες μέρες τρυγήθηκαν τ᾽ αμπέλια, μπήκε ο μούστος στα πιθάρια και δε χρειάζονταν πια τόσα πολλά χέρια στη δουλειά, οδήγησαν ξανά τα κοπάδια στον κάμπο και προσκύνησαν χαρούμενα τις Νύμφες, πηγαίνοντάς τους γι᾽ αφιέρωμα αμπελόκλαδα με σταφύλια, τα πρώτα του τρύγου. [2.2.5] (Και πρωτύτερα ωστόσο ποτέ δεν τις προσπερνούσαν αδιάφορα: πάντα σταμάταγαν κοντά τους πριν απ᾽ τη βοσκή, και στο γυρισμό ξανά τις προσκυνούσαν, και κάθε φορά τους πήγαιναν κι από κάτι — είτε λουλούδι, είτε καρπό, είτε φρέσκια φυλλωσιά, είτε σπονδή από γάλα. [2.2.6] Για τούτο κι ανταμείφτηκαν αργότερα από τις θεές.) Για την ώρα ωστόσο έμοιαζαν, όπως λένε, με σκυλιά που μόλις λύθηκαν: πηδούσαν, έπαιζαν φλογέρα, τραγουδούσαν, πάλευαν με τους τράγους και τα πρόβατα. [2.3.1] Ενώ διασκέδαζαν, τους παρουσιάστηκε ένας γέρος με κάπα, τσαρούχια και ταγάρι στον ώμο — και μάλιστα παλιό. Κάθισε κοντά τους κι είπε: [2.3.2] «Παιδιά, είμ᾽ ο γέρο₋Φιλητάς. Πολλά τραγούδια έχω τραγουδήσει σε τούτες δω τις Νύμφες, πολλή φλογέρα έχω παίξει για κείνον κει τον Πάνα, και μεγάλο κοπάδι αγελάδες έχω οδηγήσει με μόνο το τραγούδι μου. Ήρθα να σας πω τί είδα, να σας διηγηθώ τί άκουσα. [2.3.3] Έχω έναν κήπο που ᾽χω φτιάξει με τα ίδια μου τα χέρια, από τότε που παραγέρασα για να κάνω το βοσκό. Εκεί μέσα έχω όλα όσα φέρνει η κάθε εποχή, το καθένα στον καιρό του: [2.3.4] την άνοιξη ρόδα, κρίνα, ζουμπούλια και μενεξέδες δυο λογιών· το καλοκαίρι παπαρούνες, αγριάπιδα και μήλα κάθε λογής· τώρα, αμπέλια, συκιές, ροδιές και πράσινες μυρτιές. [2.3.5] Σ᾽ αυτό τον κήπο μαζεύονται με τα χαράματα κοπάδια πουλιά, άλλα για να φάνε κι άλλα για να κελαηδήσουν — γιατί ο κήπος είναι σύδεντρος, πολύ σκιερός, και τον ποτίζουν τρεις πηγές· αν βγάλεις τον τοίχο νομίζεις πως βλέπεις άλσος. |