Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ

Ὕμνοι (4.160-4.214)

160 ὠγυγίην δἤπειτα Κόων Μεροπηίδα νῆσον
ἵκετο, Χαλκιόπης ἱερὸν μυχὸν ἡρωίνης.
ἀλλά παιδὸς ἔρυκεν ἔπος τόδε· «μὴ σύ γε, μῆτερ,
τῇ με τέκοις. οὔτ᾽ οὖν ἐπιμέμφομαι οὐδὲ μεγαίρω
νῆσον, ἐπεὶ λιπαρή τε καὶ εὔβοτος, εἴ νύ τις ἄλλη·
165 ἀλλά οἱ ἐκ Μοιρέων τις ὀφειλόμενος θεὸς ἄλλος
ἐστί, Σαωτήρων ὕπατον γένος· ᾧ ὑπὸ μίτρην
ἵξεται οὐκ ἀέκουσα Μακηδόνι κοιρανέεσθαι
ἀμφοτέρη μεσόγεια καὶ αἳ πελάγεσσι κάθηνται,
μέχρις ὅπου περάτη τε καὶ ὁππόθεν ὠκέες ἵπποι
170 Ἠέλιον φορέουσιν· ὃ δ᾽ εἴσεται ἤθεα πατρός.
καί νύ ποτε ξυνός τις ἐλεύσεται ἄμμιν ἄεθλος
ὕστερον, ὁππότ᾽ ἂν οἳ μὲν ἐφ᾽ Ἑλλήνεσσι μάχαιραν
βαρβαρικὴν καὶ Κελτὸν ἀναστήσαντες Ἄρηα
ὀψίγονοι Τιτῆνες ἀφ᾽ ἑσπέρου ἐσχατόωντος
175 ῥώσωνται, νιφάδεσσιν ἐοικότες ἢ ἰσάριθμοι
τείρεσιν, ἡνίκα πλεῖστα κατ᾽ ἠέρα βουκολέονται,
φρούρια καὶ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
καὶ πεδία Κρισσαῖα καὶ ἤπειροι . . . . . . . . . . . .
ἀμφιπεριστείνωνται, ἴδωσι δὲ πίονα καπνόν
180 γείτονος αἰθομένοιο, καὶ οὐκέτι μοῦνον ἀκουῇ,
ἀλλ᾽ ἤδη παρὰ νηὸν † ἀπαυγάζοιντο φάλαγγας
δυσμενέων, ἤδη δὲ παρὰ τριπόδεσσιν ἐμεῖο
φάσγανα καὶ ζωστῆρας ἀναιδέας ἐχθομένας τε
ἀσπίδας, αἳ Γαλάτῃσι κακὴν ὁδὸν ἄφρονι φύλῳ
185 στήσονται· τέων αἳ μὲν ἐμοὶ γέρας, αἳ δ᾽ ἐπὶ Νείλῳ
ἐν πυρὶ τοὺς φορέοντας ἀποπνεύσαντας ἰδοῦσαι
κείσονται, βασιλῆος ἀέθλια πολλὰ καμόντος
ἐσσόμεναι· Πτολεμαῖε, τά τοι μαντήια φαίνω.
αἰνήσεις μέγα δή τι τὸν εἰσέτι γαστέρι μάντιν
190 ὕστερον ἤματα πάντα· σὺ δὲ ξυμβάλλεο, μῆτερ·
ἔστι διειδομένη τις ἐν ὕδατι νῆσος ἀραιή,
πλαζομένη πελάγεσσι· πόδες δέ οἱ οὐχ ἑνὶ χώρῳ,
ἀλλὰ παλιρροίῃ ἐπινήχεται ἀνθέρικος ὥς,
ἔνθα νότος, ἔνθ᾽ εὖρος, ὅπη φορέῃσι θάλασσα.
195 τῇ με φέροις· κείνην γὰρ ἐλεύσεαι εἰς ἐθέλουσαν.»
αἳ μὲν τόσσα λέγοντος ἀπέτρεχον εἰν ἁλὶ νῆσοι·
Ἀστερίη φιλόμολπε, σὺ δ᾽ Εὐβοίηθε κατῄεις,
Κυκλάδας ὀψομένη περιηγέας, οὔ τι παλαιόν,
ἀλλ᾽ ἔτι τοι μετόπισθε Γεραίστιον εἵπετο φῦκος·
200 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . φλεξας ἐπεὶ περικαίεο πυρί,
τλήμον᾽ ὑπ᾽ ὠδίνεσσι βαρυνομένην ὁρόωσα·
«Ἥρη, τοῦτό με ῥέξον ὅ τοι φίλον· οὐ γὰρ ἀπειλάς
ὑμετέρας ἐφύλαξα· πέρα, πέρα εἰς ἐμέ, Λητοῖ.»
205 ἔννεπες· ἣ δ᾽ ἀρητὸν ἄλης ἀπεπαύσατο λυγρῆς,
ἕζετο δ᾽ Ἰνωποῖο παρὰ ῥόον, ὅν τε βάθιστον
γαῖα τότ᾽ ἐξανίησιν, ὅτε πλήθοντι ῥεέθρῳ
Νεῖλος ἀπὸ κρημνοῖο κατέρχεται Αἰθιοπῆος·
λύσατο δὲ ζώνην, ἀπὸ δ᾽ ἐκλίθη ἔμπαλιν ὤμοις
210 φοίνικος ποτὶ πρέμνον, ἀμηχανίης ὑπὸ λυγρῆς
τειρομένη· νότιος δὲ διὰ χροὸς ἔρρεεν ἱδρώς·
εἶπε δ᾽ ἀλυσθμαίνουσα· «τί μητέρα, κοῦρε, βαρύνεις;
αὕτη τοι, φίλε, νῆσος ἐπιπλώουσα θαλάσσῃ·
γείνεο, γείνεο, κοῦρε, καὶ ἤπιος ἔξιθι κόλπου.»

160Έπειτα στην αρχαία Κω, του Μέροπα τη νήσο
έφτασε, στον ιερό μυχό της ηρωίδας Χαλκιόπης.
Μα του παιδιού ακούστηκεν ο λόγος τούτος: «Μάνα
εδώ μη με γεννάς. Δε μέμφομαι ούτε θέλω το κακό
ετούτου του νησιού, αφού και πλούσιο είναι, και βοσκή έχει καλύτερη από τ᾽ άλλα,
165όμως σε κάποιον άλλονε θεό οι μοίρες το ᾽χουν τάξει
απ᾽ των Σωτήρων τη λαμπρότατη γενιά. Κάτω απ᾽ το στέμμα του
θα έρθουνε, όχι χωρίς τη θέλησή τους, να κυβερνιούνται από Μακεδόνα
οι ήπειροι κι οι δυο και όσες χώρες περιβάλλονται από θάλασσα,
μέχρι τα πέρατα της γης απ᾽ όπου γρήγορ᾽ άλογα
170τον ήλιο σέρνουνε. Και θα ᾽χει του πατέρα του τους τρόπους.
Και θα ᾽ρθει ώρα που κοινόν θα ᾽χουμε αγώνα
όταν σηκώσουνε μαχαίρι κατά των Ελλήνων
βαρβαρικό, τον Κελτικόν τον Άρη ξεσηκώνοντας,
οι τελευταίοι Τιτάνες απ᾽ την εσχατιά της Δύσης
175με τις νιφάδες όμοιοι του χιονιού και ισάριθμοι
με τ᾽ άστρα, που είναι πάμπολλα μες στο λιβάδι τ᾽ ουρανού,
φρούρια και . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
και το Κρισαίο πεδίο και χώρες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
και θα χτυπιούνται από παντού, κοιτώντας τον πηχτό καπνό
180από το σπίτι που θα καίγεται του γείτονα, κι όχι σαν φήμη μοναχά,
μα δίπλα στο ναό μου πια θ᾽ αστράφτουνε οι φάλαγγες
οι εχθρικές, ήδη πολύ κοντά στον τρίποδά μου,
ακόμη και σπαθιά και ζώνες ξεδιάντροπες και μισητές
ασπίδες, που θα πούνε στους Γαλάτες, τον άφρονα τούτο λαό, κακό πως πήραν δρόμο.
185Άλλες θα είναι απ᾽ αυτές βραβείο μου, άλλες στο Νείλο θα σταλούν
όπου θα ιδούνε απάνω στην πυρά αυτούς που τις φορούσαν
και θα ᾽ναι λάφυρα του πολυνίκη βασιλιά.
Πτολεμαίε, τούτη είναι η προφητεία που σου δίνω.
Πολύ θα υμνήσεις τον μάντη που είναι ακόμα στην κοιλιά της μάνας του,
190στα χρόνια που θα ᾽ρθουν. Κι εσύ μητέρα μου βάλε καλά στο νου σου αυτό που θα σου πω:
Υπάρχει ένα μικρό νησί, όπου κανείς το βλέπει
να περιπλανιέται στα πελάγη, χωρίς θεμέλια σ᾽ ένα χώρο,
και να επιπλέει στα ρεύματα ωσάν ασφόδελος,
κατά νοτιά, κατά βοριά, όπου το σπρώχνει η θάλασσα.
195Φέρε με εκεί, εκεί θα σε δεχτούνε».
Και τούτα καθώς έλεγε τ᾽ άλλα νησιά στη θάλασσα απομακρύνονταν από κοντά του.
Κι εσύ, Αστερία φιλόμουση, τότε κατέβαινες από την Εύβοια,
το χορό των Κυκλάδων για να δεις μετά από λίγες μέρες.
Και τα Γεραίστια σ᾽ ακολουθούσαν φύκια·
200. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . και η καρδιά σου καίγονταν πάνω σε φλόγα
βλέποντας τη δύστυχη (Λητώ) από της λεχωνιάς τους πόνους να υποφέρει.
«Ήρα, εκείνο πράξε ενάντια μου όπου σ᾽ αρέσει· τις φοβέρες σου
ούτε τις λογαριάζω· έλα, έλα σε μένανε, Λητώ».
205Είπες, και η Λητώ βρήκε το επιθυμητό τέλος των σκληρών περιπλανήσεών της.
Και κάθισε στου Ινωπού την όχθη, όπου από τα πολύ βαθιά
της γης πηγάζει, όταν με πλημμυρισμένα ρείθρα
ο Νείλος από της Αιθιοπίας κατεβαίνει τους γκρεμούς.
Κι αφού τη ζώνην έλυσε, με την πλάτη στηρίχτηκε
210σε φοινικόδεντρου κορμό, απ᾽ τη μεγάλη λύπη της
βασανισμένη. Νοτισμένο ήταν το δέρμα της απ᾽ τον ιδρώτα που ᾽τρεχε.
Κι είπεν εξαντλημένη: «Γιατί, γιε μου, τη μάνα σου παιδεύεις;
Νά το, καλέ μου το νησί που επιπλέει στη θάλασσα.
Γεννήσου εδώ, γεννήσου τέκνο μου κι ήσυχα βγες απ᾽ την κοιλιά μου».