Ίσως όμως το να λέμε ότι το υπέρτατο αγαθό φέρει το όνομα ευδαιμονία, είναι —ολοφάνερα— κάτι το αυτονόητο, κάτι στο οποίο βρίσκονται σύμφωνοι όλοι· μια πιο ξεκάθαρη, ωστόσο, απάντηση στο ερώτημα «Ποιά είναι η ουσία του υπέρτατου αγαθού;», εξακολουθεί να είναι επιθυμητή. Αυτό θα πετυχαινόταν ίσως, αν πρώτα προσδιοριζόταν το έργο του ανθρώπου. Όπως δηλαδή στην περίπτωση του αυλητή, του γλύπτη, του κάθε τεχνίτη, γενικά σε κάθε περίπτωση που υπάρχει κάποιο έργο και κάποια πράξη, το αγαθό και το τέλειο ενυπάρχει, κατά την αντίληψη όλων, σ᾽ αυτό το έργο, το ίδιο θα πρέπει να γίνει αποδεκτό και για τον άνθρωπο, αν φυσικά είναι αλήθεια ότι έχει και ο άνθρωπος το δικό του έργο. Αλήθεια, τί θα πούμε; πως ο μαραγκός και ο τσαγκάρης έχουν κάποιο δικό τους έργο και κάποιες δικές τους πράξεις, αυτό όμως δεν ισχύει για τον άνθρωπο, και ότι η φύση τον έκανε ένα ον δίχως έργο; Ή μήπως θα πούμε ότι, όπως το μάτι, το χέρι, το πόδι και γενικά κάθε μέλος του σώματος έχει —ολοφάνερα— κάποιο δικό του έργο, έτσι και ο άνθρωπος έχει, πέρα από όλα αυτά, κάποιο δικό του έργο; Ποιό θα μπορούσε λοιπόν να είναι άραγε αυτό το έργο; Φυσικά όχι η ζωή, αφού είναι φανερό ότι αυτή αποτελεί κοινό γνώρισμα του ανθρώπου και των φυτών — και εμείς ζητούμε να βρούμε αυτό που προσιδιάζει μόνο στον άνθρωπο. Πρέπει, επομένως, να αποκλεισθεί [1098a] η θρεπτική και η αυξητική ζωή. Αμέσως μετά θα ερχόταν αυτή που θα τη λέγαμε «αισθητική» ζωή, είναι όμως φανερό ότι και αυτή αποτελεί κοινό γνώρισμα του ανθρώπου, του αλόγου, του βοδιού και γενικά του κάθε ζώου. Μένει λοιπόν αυτή που θα τη λέγαμε «πρακτική», αυτή δηλαδή που εκδηλώνεται ως ενέργεια του λογικού μέρους του ανθρώπου. Αυτό όμως πρέπει να εκληφθεί με διπλό νόημα: αφενός με το νόημα ότι υπακούει στον λόγο και αφετέρου με το νόημα ότι είναι κάτοχος του λόγου και λειτουργεί νοητικά. Αφού λοιπόν και αυτή η ζωή εκλαμβάνεται με διπλό νόημα, πρέπει να θεωρήσουμε ότι αυτό που εμείς εννοούμε είναι η ζωή ως ενέργεια· γιατί αυτό είναι, κατά την κοινή παραδοχή, το κυριότερο νόημα της λέξης «ζωή». Αν όμως το έργο του ανθρώπου είναι κάποια ενέργεια της ψυχής σύμφωνη με τον λόγο ή, εν πάση περιπτώσει, που τον προϋποθέτει, και αν το έργο του τάδε όντος και του τάδε εξαίρετου όντος (ενός κιθαριστή π.χ. και ενός εξαίρετου κιθαριστή — και έτσι γενικά σε όλες τις περιπτώσεις) είναι ίδιο ως προς το γένος, με την υπεροχή ως προς την αρετή/δεξιότητα απλώς να προστίθεται στο έργο (γιατί έργο του κιθαριστή είναι το να παίζει κιθάρα, ενώ έργο του εξαίρετου κιθαριστή είναι το να παίζει το όργανο αυτό καλά), αν έτσι έχει το πράγμα και αν έργο του ανθρώπου θεωρούμε έναν ορισμένο τρόπο ζωής, που το περιεχόμενό του είναι ενέργεια και πράξεις της ψυχής βασισμένες στον λόγο, και έργο του εξαίρετου ανθρώπου θεωρούμε ότι είναι το να κάνει τα πράγματα αυτά τέλεια και ωραία· τέλος, αν το καθετί γίνεται τέλεια και ωραία αν εκτελείται κατά τη δική του αρετή· αν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, το ύψιστο, τότε, για τον άνθρωπο αγαθό καταντάει να είναι ενέργεια της ψυχής σύμφωνη με την αρετή, και αν υπάρχουν περισσότερες αρετές, τότε σύμφωνη με την καλύτερη και πιο τέλεια από αυτές. Με μια προσθήκη ακόμη: «σε μια τέλεια ζωή». Ένα, πράγματι, μόνο χελιδόνι δεν κάνει την άνοιξη, ούτε και μια μόνο μέρα· έτσι ακριβώς δεν φτάνει να κάνει ευτυχισμένο και ευδαίμονα τον άνθρωπο μια μόνο μέρα ή μια μικρή περίοδος χρόνου. Ας είναι λοιπόν αυτό ένα πρώτο —σε γενικές γραμμές— σχεδίασμα ορισμού του υπέρτατου αγαθού· γιατί είναι ίσως απαραίτητο πρώτα να κάνουμε ένα πρόχειρο χοντρικό σχεδίασμα και ύστερα πια να προχωρούμε στην προσθήκη των επιμέρους λεπτομερειών. Φαίνεται, άλλωστε, ότι ο καθένας είναι ικανός να προωθήσει και να οργανώσει ό,τι έχει πρωτοσχεδιαστεί καλά, και ότι ο χρόνος είναι ένας καλός ευρετής ή συνεργός σ᾽ αυτού του είδους τις δουλειές· έτσι έγινε και των επιμέρους τεχνών η πρόοδος· γιατί ο καθένας, πράγματι, μπορεί να προσθέσει αυτό που λείπει. Πέρα από όλα αυτά πρέπει να θυμηθούμε και όσα είπαμε παραπάνω, και να μη ζητούμε την ακρίβεια σε όλα τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο, αλλά ξεχωριστά στην κάθε περίπτωση ανάλογα με το συγκεκριμένο υλικό και, πάντως, στον βαθμό που επιτρέπει το θέμα που αποτελεί αντικείμενο της έρευνάς μας. Ο ξυλουργός π.χ. και ο γεωμέτρης ασχολούνται με την ορθή γωνία με διαφορετικό ο καθένας τους τρόπο: ο πρώτος στον βαθμό που η ορθή γωνία τού είναι χρήσιμη στη δουλειά του, ενώ ο δεύτερος διερευνά την ουσία της ή τις ιδιότητες που τη χαρακτηρίζουν· γιατί αυτός ο δεύτερος είναι ένας άνθρωπος αφοσιωμένος στη θέαση του αληθινού. Το ίδιο λοιπόν πρέπει να κάνουμε και σε όλα τα άλλα, αν δεν θέλουμε τα πάρεργα να γίνουν πιο πολλά από τα κύρια έργα μας. Και ούτε πρέπει να ζητούμε [1098b] σε όλα τα θέματα με τον ίδιο τρόπο την αιτία· σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αρκετό να αποδειχθεί και να παρουσιαστεί με σωστό τρόπο το ότι, όπως π.χ. στην περίπτωση των πρώτων αρχών — το ότι είναι η αφετηρία, η πρώτη αρχή. Από τις πρώτες, τώρα, αρχές άλλες τις αντικρίζουμε με την επαγωγή, άλλες με την αντιληπτική μας ικανότητα, άλλες με ένα είδος εθισμού και άλλες με κάποιον άλλο τρόπο. Την κάθε, πάντως, κατηγορία τους πρέπει να προσπαθούμε να τη συλλάβουμε με τον τρόπο που προσιδιάζει στη φύση της· πρέπει, επίσης, να κάνουμε κάθε προσπάθεια να τις ορίζουμε σωστά, γιατί έχουν μεγάλη σημασία για ό,τι έρχεται μετά. Όλοι το ξέρουν ότι η αρχή είναι κάτι παραπάνω από το μισό του συνόλου, και πολλά από τα ερωτήματα που θέτουμε διαφωτίζονται και λύνονται με τη βοήθειά της. |