ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Έρχομαι, δοξασμένε βασιλιά της Θήβας,
40ξεδιαλυμένα φέρνοντάς σου από τα κείθε
νέα του στρατού, που ο ίδιος με τα μάτια μου είδα.
Εφτά καπετανέοι, πολεμόχαροι άντρες,
σφάζοντας μες σε μαυροσίδερην ασπίδα
ταύρο και στο αίμα του τα χέρια τους βουτώντας
στον Άρη, Ενυώ και Φόβο, που σφαγές διψούνε,
όρκο δώσανε: ή αφού με βια τη διαγουμίσουν
την πόλη τέλεια των Καδμείων να ξολοθρέψουν,
ή με το γαίμα τους νεκροί τη γης ν᾽ αργάσουν.
50κι απής στου Άδραστου τ᾽ άρμα κρέμαγαν σημάδια
θυμητικά για τους γονιούς των στην πατρίδα,
χύνοντας δάκρυ, μ᾽ απ᾽ τ᾽ αχείλι τους ούτ᾽ άχνα
παράπονου δεν έβγαινε· γιατ᾽ η ατσαλένια
καρδιά τους λάβριζε απ᾽ αντρειά και φυσσομάναε
σα λιονταριώ, που πόλεμο σπιθάει η ματιά των.
Και δε θ᾽ αργήσει ώραν την ώρα να το δείξουν·
κλήρους τους άφησα να ρίχτουν, σε ποιά πύλη
θα λάχει καθενός να φέρει το στρατό του.
Λοιπόν και συ διαλέγοντας τους πιο σου αντρείους
πολεμάρχους γοργά, τάξε τους μπρος στις πύλες·
γιατί, όπου να ᾽σαι, ολάρματοι κοντοζυγώνουν
60οι Αργίτες, κορνιαχτό σηκώνουν και τους κάμπους
χραίνει ο άσπρος στάζοντας αφρός απ᾽ των αλόγων
το λεχομάνισμα· μα εσύ, σαν τιμονιέρης
άξιος του καραβιού, το κάστρο να στεριώσεις
πριν να μανίσει η μπόρα του πολέμου· κι άκου!
κύμα το στεριανό βρουχιέται του στρατού των.
Άδραξε τον καιρό που πρέπει χέρι χέρι,
και γω για τ᾽ άλλα πιστό μάτι ημεροσκόπου
θενα ᾽χω, κι όταν μ᾽ όλη την αλήθεια ξέρεις
τί τρέχει έξω απ᾽ τα τείχη μας, φόβο δε θα ᾽χεις.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Ω Δία και Γη και Θεοί προστάτες της πατρίδας,
70κι ω Κατάρα, τρανή Ερινύα του πατέρα,
μη μου απ᾽ τη ρίζα σύγκορμα ξεθεμελιώστε
αφανισμένη απ᾽ τους εχθρούς μια πολιτεία
που κραίνει γλώσσα Ελληνικιά, μηδέ τα σπίτια
που τις εστίες σας έχουνε, και μην αφήστε
μια χώρα ελεύτερη, την πόλη αυτή του Κάδμου,
να πέσει σε σκλαβιάς ζυγό, μα σώσετέ μας,
που ᾽ν᾽ και δικό σας διάφορο· γιατί μια χώρα
μόν᾽ όταν ευτυχεί, τιμά και τους θεούς της.
|