Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἀγαμέμνων (1617-1648)


AI. σὺ ταῦτα φωνεῖς νερτέρᾳ προσήμενος
κώπῃ, κρατούντων τῶν ἐπὶ ζυγῷ δορός;
γνώσῃ γέρων ὢν ὡς διδάσκεσθαι βαρὺ
1620 τῷ τηλικούτῳ, σωφρονεῖν εἰρημένον.
δεσμοὶ δὲ καὶ τὸ γῆρας αἵ τε νήστιδες
δύαι διδάσκειν ἐξοχώταται φρενῶν
ἰατρομάντεις. οὐχ ὁρᾷς ὁρῶν τάδε;
πρὸς κέντρα μὴ λάκτιζε, μὴ παίσας μογῇς.
1625 ΧΟ. γύναι, σὺ τοὺς ἥκοντας ἐκ μάχης νέον—
οἰκουρὸς εὐνήν ‹τ᾽› ἀνδρὸς αἰσχύνουσ᾽ ἅμα,
ἀνδρὶ στρατηγῷ τόνδ᾽ ἐβούλευσας μόρον;
AI. καὶ ταῦτα τἄπη κλαυμάτων ἀρχηγενῆ.
Ὀρφεῖ δὲ γλῶσσαν τὴν ἐναντίαν ἔχεις.
1630 μὲν γὰρ ἦγε πάντα που φθογγῆς χαρᾷ,
σὺ δ᾽ ἐξορίνας νηπίοις ὑλάγμασιν
ἄξῃ· κρατηθεὶς δ᾽ ἡμερώτερος φανῇ.
ΧΟ. ὡς δὴ σύ μοι τύραννος Ἀργείων ἔσῃ,
ὃς οὐκ, ἐπειδὴ τῷδ᾽ ἐβούλευσας μόρον,
1635 δρᾶσαι τόδ᾽ ἔργον οὐκ ἔτλης αὐτοκτόνως.
AI. τὸ γὰρ δολῶσαι πρὸς γυναικὸς ἦν σαφῶς,
ἐγὼ δ᾽ ὕποπτος ἐχθρὸς ἦ παλαιγενής.
ἐκ τῶν δὲ τοῦδε χρημάτων πειράσομαι
ἄρχειν πολιτῶν· τὸν δὲ μὴ πειθάνορα
1640 ζεύξω βαρείαις, οὔτι μὴ σειραφόρον
κριθῶντα πῶλον· ἀλλ᾽ ὁ δυσφιλὴς σκότῳ
λιμὸς ξύνοικος μαλθακόν σφ᾽ ἐπόψεται.
ΧΟ. τί δὴ τὸν ἄνδρα τόνδ᾽ ἀπὸ ψυχῆς κακῆς
οὐκ αὐτὸς ἠνάριζες, ἀλλὰ σὺν γυνὴ
1645 χώρας μίασμα καὶ θεῶν ἐγχωρίων
ἔκτεινε; Ὀρέστης ἆρά που βλέπει φάος,
ὅπως κατελθὼν δεῦρο πρευμενεῖ τύχῃ
ἀμφοῖν γένηται τοῖνδε παγκρατὴς φονεύς;


ΑΙΓΙΣΤΟΣ
Συ, καθισμένος στα κουπιά κάτω στο αμπάρι,
έτσι μιλάς, ενώ άλλοι απάνω εξουσιάζουν;
θα μάθεις στα γεράματα πόσο βαρύ ᾽ναι
1620να βάζουνε με το στανιό του γέρου γνώση·
μα οι αλυσίδες και τα βάσανα της νήστειας
είναι πρωτοδάσκαλοι κι ένα γέρο ακόμα
να συνετίσουν· έχεις μάτια και δε βλέπεις;
στα κέντρα μη λαχτίζεις μήπως και την πάθεις.
ΧΟΡΟΣ
Γυναίκα εσύ, πὄμεινες σπίτι καρτερώντας
τους άντρες απ᾽ τον πόλεμο, αφού την κλίνη
ενός γενναίου ατίμασες, κι αυτόν ακόμα
το φόνο εσύ εσχεδίασες πολέμαρχου άντρα;
ΑΙΓΙΣΤΟΣ
Για κλάματ᾽ αφορμή κι αυτά σου θα ᾽ν᾽ τα λόγια
κι έχεις μια γλώσσα αντίθετη με τον Ορφέα·
1630κείνος τα πάντα γήτευε με τη φωνή του,
ενώ με μάταια γαυγητά εσύ ερεθίζεις,
ως που δεμένος, θες δε θες, θενα ημερώσεις.
ΧΟΡΟΣ
Τάχα πως θα μου γίνεις βασιλιάς μες στ᾽ Άργος
εσύ, που ενώ εσχεδίασες το θάνατό του,
δεν είχες θάρρος μόνος σου να τον σκοτώσεις;
ΑΙΓΙΣΤΟΣ
Γιατί ο δόλος δουλειά ήταν, βέβαια, της γυναίκας,
ενώ ο παλιός εγώ ο εχθρός ύποπτος θα ήμουν.
Τώρα με τ᾽ αγαθά του αυτού θα προσπαθήσω
να εξουσιάσω το λαό, κι όποιος μου κάνει
το δύσκολο, βαρύ ζυγό θα του φορτώσω,
1640όχι σα λεύτερο καλόθρεφτο πουλάρι·
μα η νήστεια, κακός σύντροφος, και το σκοτάδι
θα δείξει μια φορά πως πέφτουνε τ᾽ αυτιά του.
ΧΟΡΟΣ
Γιατί μ᾽ αυτή σου την κακιά ψυχή μονάχος
δεν τόνε σκότωσες λοιπόν; μα μια γυναίκα
της χώρας όλης κάθαρμα και των θεών μας
τον σκότωσε· Μα έγνοια σου κάπου ζει ο Ορέστης
για να τον φέρει ώρα καλή εδώ μια μέρα
και σας των δυο να χύσει εκδικητής το γαίμα.