Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἀγαμέμνων (160-191)


Ζεύς, ὅστις ποτ᾽ ἐστίν, εἰ τόδ᾽ αὐ- [στρ. β] 160
τῷ φίλον κεκλημένῳ,
τοῦτό νιν προσεννέπω.
οὐκ ἔχω προσεικάσαι
πάντ᾽ ἐπισταθμώμενος
165 πλὴν Διός, εἰ τὸ μάταν ἀπὸ φροντίδος ἄχθος
χρὴ βαλεῖν ἐτητύμως.

οὐδ᾽ ὅστις πάροιθεν ἦν μέγας, [ἀντ. β]
παμμάχῳ θράσει βρύων,
170 οὐδὲ λέξεται πρὶν ὤν·
ὃς δ᾽ ἔπειτ᾽ ἔφυ, τρια-
κτῆρος οἴχεται τυχών.
Ζῆνα δέ τις προφρόνως ἐπινίκια κλάζων
175 τεύξεται φρενῶν τὸ πᾶν,

τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώ- [στρ. γ]
σαντα, τὸν πάθει μάθος
θέντα κυρίως ἔχειν.
στάζει δ᾽ ἀνθ᾽ ὕπνου πρὸ καρδίας
180 μνησιπήμων πόνος· καὶ παρ᾽ ἄ-
κοντας ἦλθε σωφρονεῖν.
δαιμόνων δέ που χάρις βίαιος
σέλμα σεμνὸν ἡμένων.

καὶ τόθ᾽ ἡγεμὼν πρέ- [ἀντ. γ]
185 σβυς νεῶν Ἀχαιικῶν,
μάντιν οὔτινα ψέγων,
ἐμπαίοις τύχαισι συμπνέων,
εὖτ᾽ ἀπλοίᾳ κεναγγεῖ βαρύ-
νοντ᾽ Ἀχαιικὸς λεώς,
190 Χαλκίδος πέραν ἔχων παλιρρό-
χθοις ἐν Αὐλίδος τόποις·


160Ο Δίας —όποιος κι αν είναι— αν μ᾽ αυτό
τ᾽ όνομ᾽ αρέσει να τον λένε,
μ᾽ αυτό κι εγώ τον ονομάζω·
όλα στη στάθμη τ᾽ απεικάζω
κι έξω απ᾽ το Δία δε βρίσκω κι άλλο
για να μπορέσω αν πρέπει αλήθεια
μες απ᾽ τα στήθια
το βάρος της αμφιβολίας να βγάλω.

Ούδ᾽ όποιος ήτανε μεγάλος πριν
κι ακατανίκητος θρασομανούσε,
170ούτ᾽ αν υπήρξε θα μνημονευτεί·
κι όποιος κατόπιν ήρθε, βρήκε
τον τρεις φορές του νικητή και πήγε·
μα όποιος απ᾽ όλη την καρδιά
του Δία τα επινίκεια ψάλλει,
της γνώσης τον καρπό τρυγά.

Αυτός στον άνθρωπο άνοιξε το δρόμο
της φρόνησης κι έβαλε νόμο: πάθος μάθος·
αυτός, ως και στον ύπνο, στην καρδιά μας
180στάζει τον πόνο, που θυμίζει
με τρόμο τα παθήματά μας
κι αθέλητα μας συνετίζει.
μα αλήθεια, χάρη ᾽ναι και μόνο
που κυβερνούν μ᾽ αυστηροσύνη
οι θεοί τον κόσμο απ᾽ το ψηλό τους θρόνο.

Λοιπόν και τότε ο πιο μεγάλος ο αρχηγός
του Αχαϊκού του στόλου, δίχως να τα βάλει
με μάντη του κανένα, πήγε σύμφωνος
μ᾽ όπου η ανάντια μοίρα του τον βγάλει
— όταν καιροί αταξίδευτοι άρχισαν
αδειάζοντας τ᾽ αμπάρια
να τυραγνούνε των Ελλήνων το στρατό
190και στη Χαλκίδα εμπρός, μες στο στενό
κρατούσαν της Αυλίδας τα καράβια.