Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (18.1-18.31)


18. ΕΛΕΝΗΣ ΕΠΙΘΑΛΑΜΙΟΣ


Ἔν ποκ᾽ ἄρα Σπάρτᾳ ξανθότριχι πὰρ Μενελάῳ
παρθενικαὶ θάλλοντα κόμαις ὑάκινθον ἔχοισαι
πρόσθε νεογράπτω θαλάμω χορὸν ἐστάσαντο,
δώδεκα ταὶ πρᾶται πόλιος, μέγα χρῆμα Λακαινᾶν,
5 ἁνίκα Τυνδαρίδα κατεκλᾴξατο τὰν ἀγαπατάν
μναστεύσας Ἑλέναν ὁ νεώτερος Ἀτρέος υἱῶν.
ἄειδον δ᾽ ἅμα πᾶσαι ἐς ἓν μέλος ἐγκροτέοισαι
ποσσὶ περιπλέκτοις, ὑπὸ δ᾽ ἴαχε δῶμ᾽ ὑμεναίῳ·

Οὕτω δὴ πρωιζὰ κατέδραθες, ὦ φίλε γαμβρέ;
10 ἦ ῥά τις ἐσσὶ λίαν βαρυγούνατος; ἦ ῥα φίλυπνος;
ῥα πολύν τιν᾽ ἔπινες, ὅκ᾽ εἰς εὐνὰν κατεβάλλευ;
εὕδειν μὰν σπεύδοντα καθ᾽ ὥραν αὐτὸν ἐχρῆν τυ,
παῖδα δ᾽ ἐᾶν σὺν παισὶ φιλοστόργῳ παρὰ ματρί
παίσδειν ἐς βαθὺν ὄρθρον, ἐπεὶ καὶ ἔνας καὶ ἐς ἀῶ
15 κἠς ἔτος ἐξ ἔτεος, Μενέλαε, τεὰ νυὸς ἅδε.
Ὄλβιε γάμβρ᾽, ἀγαθός τις ἐπέπταρεν ἐρχομένῳ τοι
ἐς Σπάρταν ἅπερ ὧλλοι ἀριστέες, ὡς ἀνύσαιο·
μῶνος ἐν ἡμιθέοις Κρονίδαν Δία πενθερὸν ἑξεῖς.
Ζανός τοι θυγάτηρ ὑπὸ τὰν μίαν ἵκετο χλαῖναν,
20 οἵα Ἀχαιιάδων γαῖαν πατεῖ οὐδεμί᾽ ἄλλα·
ἦ μέγα κά τι τέκοιτ᾽, εἰ ματέρι τίκτοι ὁμοῖον.
ἄμμες δ᾽ αἱ πᾶσαι συνομάλικες, αἷς δρόμος ωὑτός
χρισαμέναις ἀνδριστὶ παρ᾽ Εὐρώταο λοετροῖς,
τετράκις ἑξήκοντα κόραι, θῆλυς νεολαία,
25 τᾶν οὐδ᾽ ἅτις ἄμωμος ἐπεί χ᾽ Ἑλένᾳ παρισωθῇ.
Ἀὼς ἀντέλλοισα καλὸν διέφανε πρόσωπον,
πότνια Νύξ, τό τε λευκὸν ἔαρ χειμῶνος ἀνέντος·
ὧδε καὶ ἁ χρυσέα Ἑλένα διεφαίνετ᾽ ἐν ἁμῖν.
πιείρᾳ μεγάλα ἅτ᾽ ἀνέδραμε κόσμος ἀρούρᾳ
30 ἢ κάπῳ κυπάρισσος, ἢ ἅρματι Θεσσαλὸς ἵππος,
ὧδε καὶ ἁ ῥοδόχρως Ἑλένα Λακεδαίμονι κόσμος.


18. ΕΛΕΝΗΣ ΕΠΙΘΑΛΑΜΙΟΣ


Όταν ο γιος ο πιο στερνός του Ατρέως, ο ξανθομάλλης
Μενέλαος, με την όμορφη κι αγαπημένη Ελένη,
την κόρη του Τυνδάρεου, παντρεύτηκε στη Σπάρτη,
δώδεκ᾽ ανθοστεφάνωτα κι απάρθενα κοράσια,
οι πρώτες και καλύτερες στη χώρα αρχοντοπούλες,
5έστησαν όλες το χορό κι εχόρευαν αντάμα
απ᾽ έξω από την κάμαρα τη μυριοστολισμένη.
Κι έπλεκαν τα ποδάρια των και ρυθμικά εκροτούσαν
κι αντικροτούσε δυνατά κι η κάμαρα του γάμου·
κι όλες ετραγουδούσανε κι έλεγαν τέτοια λόγια:

(ΥΜΕΝΑΙΟΣ)
Τί τόσο βιάστηκες, γαμπρέ, στον ύπνο να το ρίξεις;
10δεν σου βαστάν τα γόνατα ή μη αγαπάς τον ύπνο;
ή μήπως ήπιες πιο πολύ πριν πέσεις στο κρεβάτι;
Αν ήθελες να κοιμηθείς, ας διάλεγες την ώρα
κι ας άφηνες την κορασιά με τ᾽ άλλα τα κοράσια
να παίζει ως τα χαράματα στης μάνας της το πλάγι,
15αφού δική σου θα ᾽ναι αυτή και σήμερα και πάντα.

Καλότυχε γαμπρέ, οιωνός καλός θα ᾽χε πετάξει
όταν στη Σπάρτη ερχόσουνα που ήταν κι οι άλλοι αρχόντοι.
Μονάχα εσύ, Μενέλαε, από τους ημιθέους
εσύ θενά ᾽χεις πεθερό το Δία, το γιο του Κρόνου.
Μαζί σου τώρα επλάγιασε του Δία η θυγατέρα,
20που σαν αυτήν άλλη καμιά στην Αχαΐα δεν είναι·
κι όμορφη θα ᾽ναι η γέννα της, αν το παιδί τής μοιάζει.
Εμείς οι συνομήλικες που κατά τον Ευρώτα
σαν άντρες θενα τρέξομε, διακόσες τόσες κόρες,
μόλις η Ελένη η όμορφη προβάλει ανάμεσά μας
25καμιά από μας δε δείχνεται, καμιά δίχως ψεγάδι.

Αυγή, δείχνοντας όμορφη τη διάφανή της όψη,
σελήνη, ωραία βασίλισσα στη σκοτεινιά της νύχτας,
άνοιξη ανθοπερίχυτη κι ύστερ᾽ απ᾽ το χειμώνα,
τέτοια η χρυσή η Ελένη μας ανάμεσά μας λάμπει.
Κι όπως στολίδ᾽ είναι της γης το αθέριστο χωράφι,
30στολίδι του περιβολιού τ᾽ ολόρθο κυπαρίσσι,
στολίδι στο άρμα η όμορφη θεσσαλική φοράδα,
έτσι στη Λακεδαίμονα στολίδι είν᾽ η Ελένη.