ΜΕΝΑΛΚΑΣ
15Η Αίτνα είν᾽ η μητέρα μου, κι εγώ για κατοικιά μου
έχω μιαν όμορφη σπηλιά μέσα σε κούφιο βράχο·
κι έχω κι όσα στον ύπνο του βλέπει κανείς μονάχα,
κι έχω πολλά τα πρόβατα κι έχω πολλές τις γίδες
κι έχω προβιές προσκέφαλο κι έχω προβιές στα πόδια,
μελένιες γαλατόπιτες σε ξύλα απάνω ψένω
20και καίω στη βαρυχειμωνιά οξιάς ξερά κλωνάρια·
και τόσο λογαριάζω εγώ τον άγριο το χειμώνα,
όσο ο ξεδόντης, τρώγοντας χυλό, ζητάει καρύδια.
Κι εγώ τους χειροκρότησα, κι εχάρισα στο Δάφνι
ρόπαλο, απ᾽ του πατέρα μου κομμένο το χωράφι,
που βγήκεν αυτοκάμωτο, έτοιμο κι απ᾽ το δέντρο
και που τεχνίτης δεν μπορεί να βρει γι᾽ αυτό ψεγάδι·
25και στο Μενάλκα εχάρισα κογχύλι που είχα πιάσει
στου Ικάριου την ακρογιαλιά και το φαΐ του ωστόσο
πέντε μερίδια το ᾽κανα, τι ήμαστε τότε πέντε.
Κι εξεκαρδίστηκε γι᾽ αυτό το δώρο μου ο Μενάλκας.
Χαίρετε, χιλιοχαίρετε, βουκολικές μου Μούσες,
κάνετε τώρα ν᾽ ακουστούν κι αυτά μου τα τραγούδια
που τα τραγούδησα κι εγώ στους δυο βοσκούς εκείνους,
30κι ούτε να βγάλει η γλώσσα μου στην άκρη φουσκαλίδα.
Τζίτζικας τζίτζικ᾽ αγαπά και μέρμηγκας μερμήγκι,
γέρακας γέρακ᾽ αγαπά κι εγώ αγαπώ τραγούδι·
κι άμποτε να ᾽ν᾽ το σπίτι μου γεμάτο από τραγούδια.
Μηδέ κι ο ύπνος ο γλυκός τόσο γλυκός δεν είναι,
μηδέ κι η ξάφνια η άνοιξη τόσο γλυκιά δεν είναι,
μηδέ και για τις μέλισσες τόσο γλυκά είναι τ᾽ άνθια
35όσο είν᾽ οι Μούσες οι καλές για μένα αγαπημένες.
Όσους αυτές ορέγονται κι όσους καλοκοιτάζουν,
αυτοί τα μαγικά πιοτά της Κίρκης δε φοβούνται.
|