Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (9.15-9.36)


ΜΕΝΑΛΚΑΣ
15 Αἴτνα μᾶτερ ἐμά, κἠγὼ καλὸν ἄντρον ἐνοικέω
κοίλαις ἐν πέτραισιν· ἔχω δέ τοι ὅσσ᾽ ἐν ὀνείρῳ
φαίνονται, πολλὰς μὲν ὄις, πολλὰς δὲ χιμαίρας,
ὧν μοι πρὸς κεφαλᾷ καὶ πρὸς ποσὶ κώεα κεῖται.
ἐν πυρὶ δὲ δρυΐνῳ χόρια ζεῖ, ἐν πυρὶ δ᾽ αὖαι
20 φαγοὶ χειμαίνοντος· ἔχω δέ τοι οὐδ᾽ ὅσον ὤραν
χείματος ἢ νωδὸς καρύων ἀμύλοιο παρόντος.

Τοῖς μὲν ἐπεπλατάγησα καὶ αὐτίκα δῶρον ἔδωκα,
Δάφνιδι μὲν κορύναν, τάν μοι πατρὸς ἔτραφεν ἀγρός,
αὐτοφυῆ, τὰν οὐδ᾽ ἂν ἴσως μωμάσατο τέκτων,
25 τήνῳ δὲ στρόμβω καλὸν ὄστρακον, ὧ κρέας αὐτός
σιτήθην πέτραισιν ἐν Ἰκαρίαισι δοκεύσας,
πέντε ταμὼν πέντ᾽ οὖσιν· ὃ δ᾽ ἐγκαναχήσατο κόχλῳ.

Βουκολικαὶ Μοῖσαι, μάλα χαίρετε, φαίνετε δ᾽ ᾠδάν
τάν ποκ᾽ ἐγὼ τήνοισι παρὼν ἄεισα νομεῦσι·
30 μηκέτ᾽ ἐπὶ γλώσσας ἄκρας ὀλοφυγγόνα φύσω.
«τέττιξ μὲν τέττιγι φίλος, μύρμακι δὲ μύρμαξ,
ἴρηκες δ᾽ ἴρηξιν, ἐμὶν δ᾽ ἁ Μοῖσα καὶ ᾠδά.
τᾶς μοι πᾶς εἴη πλεῖος δόμος. οὔτε γὰρ ὕπνος
οὔτ᾽ ἔαρ ἐξαπίνας γλυκερώτερον, οὔτε μελίσσαις
35 ἄνθεα· τόσσον ἐμὶν Μοῖσαι φίλαι. οὓς γὰρ ὁρεῦντι
γαθεῦσαι. τὼς δ᾽ οὔτι ποτῷ δαλήσατο Κίρκα.»


ΜΕΝΑΛΚΑΣ
15Η Αίτνα είν᾽ η μητέρα μου, κι εγώ για κατοικιά μου
έχω μιαν όμορφη σπηλιά μέσα σε κούφιο βράχο·
κι έχω κι όσα στον ύπνο του βλέπει κανείς μονάχα,
κι έχω πολλά τα πρόβατα κι έχω πολλές τις γίδες
κι έχω προβιές προσκέφαλο κι έχω προβιές στα πόδια,
μελένιες γαλατόπιτες σε ξύλα απάνω ψένω
20και καίω στη βαρυχειμωνιά οξιάς ξερά κλωνάρια·
και τόσο λογαριάζω εγώ τον άγριο το χειμώνα,
όσο ο ξεδόντης, τρώγοντας χυλό, ζητάει καρύδια.

Κι εγώ τους χειροκρότησα, κι εχάρισα στο Δάφνι
ρόπαλο, απ᾽ του πατέρα μου κομμένο το χωράφι,
που βγήκεν αυτοκάμωτο, έτοιμο κι απ᾽ το δέντρο
και που τεχνίτης δεν μπορεί να βρει γι᾽ αυτό ψεγάδι·
25και στο Μενάλκα εχάρισα κογχύλι που είχα πιάσει
στου Ικάριου την ακρογιαλιά και το φαΐ του ωστόσο
πέντε μερίδια το ᾽κανα, τι ήμαστε τότε πέντε.
Κι εξεκαρδίστηκε γι᾽ αυτό το δώρο μου ο Μενάλκας.

Χαίρετε, χιλιοχαίρετε, βουκολικές μου Μούσες,
κάνετε τώρα ν᾽ ακουστούν κι αυτά μου τα τραγούδια
που τα τραγούδησα κι εγώ στους δυο βοσκούς εκείνους,
30κι ούτε να βγάλει η γλώσσα μου στην άκρη φουσκαλίδα.
Τζίτζικας τζίτζικ᾽ αγαπά και μέρμηγκας μερμήγκι,
γέρακας γέρακ᾽ αγαπά κι εγώ αγαπώ τραγούδι·
κι άμποτε να ᾽ν᾽ το σπίτι μου γεμάτο από τραγούδια.
Μηδέ κι ο ύπνος ο γλυκός τόσο γλυκός δεν είναι,
μηδέ κι η ξάφνια η άνοιξη τόσο γλυκιά δεν είναι,
μηδέ και για τις μέλισσες τόσο γλυκά είναι τ᾽ άνθια
35όσο είν᾽ οι Μούσες οι καλές για μένα αγαπημένες.
Όσους αυτές ορέγονται κι όσους καλοκοιτάζουν,
αυτοί τα μαγικά πιοτά της Κίρκης δε φοβούνται.