Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (8.61-8.93)


Ταῦτα μὲν ὦν δι᾽ ἀμοιβαίων οἱ παῖδες ἄεισαν,
τὰν πυμάταν δ᾽ ᾠδὰν οὕτως ἐξᾶρχε Μενάλκας·

φε ΜΕ.
μηδ᾽ ἀδίκει μ᾽, ὅτι μικκὸς ἐὼν πολλαῖσιν ὁμαρτέω.
65ὦ Λάμπουρε κύον, οὕτω βαθὺς ὕπνος ἔχει τυ;
οὐ χρὴ κοιμᾶσθαι βαθέως σὺν παιδὶ νέμοντα.
ταὶ δ᾽ ὄιες, μηδ᾽ ὔμμες ὀκνεῖθ᾽ ἁπαλᾶς κορέσασθαι
ποίας· οὔτι καμεῖσθ᾽ ὅκκα πάλιν ἅδε φύηται.
σίττα νέμεσθε νέμεσθε, τὰ δ᾽ οὔθατα πλήσατε πᾶσαι,
70 ὡς τὸ μὲν ὧρνες ἔχωντι, τὸ δ᾽ ἐς ταλάρως ἀποθῶμαι.

Δεύτερος αὖ Δάφνις λιγυρῶς ἀνεβάλλετ᾽ ἀείδεν·

κ ΔΑ.
τὰς δαμάλας παρελᾶντα καλὸν καλὸν ἦμεν ἔφασκεν·
οὐ μὰν οὐδὲ λόγον ἐκρίθην ἄπο τὸν πικρὸν αὐτᾷ,
75 ἀλλὰ κάτω βλέψας τὰν ἁμετέραν ὁδὸν εἷρπον.
ἁδεῖ᾽ ἁ φωνὰ τᾶς πόρτιος, ἁδὺ τὸ πνεῦμα,
[ἁδὺ δὲ χὠ μόσχος γαρύεται, ἁδὺ δὲ χἀ βῶς,]
ἁδὺ δὲ τῶ θέρεος παρ᾽ ὕδωρ ῥέον αἰθριοκοιτεῖν.
τᾷ δρυῒ ταὶ βάλανοι κόσμος, τᾷ μαλίδι μᾶλα,
80 τᾷ βοῒ δ᾽ ἁ μόσχος, τῷ βουκόλῳ αἱ βόες αὐταί.

Ὣς οἱ παῖδες ἄεισαν, ὁ δ᾽ αἰπόλος ὧδ᾽ ἀγόρευεν·
«ἁδύ τι τὸ στόμα τοι καὶ ἐφίμερος, ὦ Δάφνι, φωνά·
κρέσσον μελπομένω τευ ἀκουέμεν ἢ μέλι λείχειν.
λάσδεο τὰς σύριγγας, ἐνίκασας γὰρ ἀείδων.
85 αἰ δέ τι λῇς με καὶ αὐτὸν ἅμ᾽ αἰπολέοντα διδάξαι,
τήναν τὰν μιτύλαν δωσῶ τὰ δίδακτρά τοι αἶγα,
ἅτις ὑπὲρ κεφαλᾶς αἰεὶ τὸν ἀμολγέα πληροῖ.»
ὡς μὲν ὁ παῖς ἐχάρη καὶ ἀνάλατο καὶ πλατάγησε
νικάσας, οὕτως ἐπὶ ματέρι νεβρὸς ἅλοιτο.
90 ὡς δὲ κατεσμύχθη καὶ ἀνετράπετο φρένα λύπᾳ
ὥτερος, οὕτω καὶ νύμφα δμαθεῖσ᾽ ἀκάχοιτο.
κἠκ τούτω πρᾶτος παρὰ ποιμέσι Δάφνις ἔγεντο,
καὶ νύμφαν ἄκραβος ἐὼν ἔτι Ναΐδα γᾶμεν.


Έτσι λιανοτραγούδησαν με την αράδα οι δυο των,
μα το τραγούδι το στερνό πρωτάρχισ᾽ ο Μενάλκας.

ΜΕΝ. Λύκε, μακριά απ᾽ τα γίδια μου κι απ᾽ τις γιδομανάδες·
είμαι μικρός κι ανήξερος, μη θέλεις το κακό μου.
65Ασπρόουρε σκύλε μου, γιατί τόσο βαθιά κοιμάσαι;
όταν μικρός είν᾽ ο βοσκός, άγρυπνος μένει ο σκύλος.

Και σεις, καλά μου πρόβατα, χλόη απαλή χορτάστε·
μη τη φιλαργυρεύεστε, θενα φυτρώσει πάλι.
Εμπρός! βόσκετε, βόσκετε, γεμίστε τα μαστάρια,
70τ᾽ αρνάκια να χορτάσουνε κι εγώ τυρί να πήξω.

Κι ο Δάφνις εδευτέρωσε το λυγερό τραγούδι.

ΔΑΦ. Απ᾽ τη σπηλιά διαβαίνοντας μαζί με τα δαμάλια,
μια σμιχτοφρύδα μ᾽ είδε χθες κι είπεν: όμορφος που ᾽ναι!

Κι εγώ δεν αποκρίθηκα, λόγο πικρό δεν είπα,
75μα με τα μάτια χαμηλά τράβηξα στη δουλειά μου.

Είναι γλυκό το μουγκρητό κι η ανάσα της γελάδας,
γλυκό είναι και το πλάγιασμα στη ρεματιά το θέρος.

Καμάρι της βελανιδιάς είναι τα βελανίδια,
μήλα καμάρι της μηλιάς, μοσχάρι της γελάδας
80και του βουκόλου αληθινό καμάρ᾽ είν᾽ οι γελάδες.

Έτσι γλυκοτραγούδησαν τα δυο κοπέλια εκείνα
κι εστράφηκε ο γιδοβοσκός κι έτσι είπε κρίνοντάς τα:
«Είναι γλυκό το στόμα σου, γλυκιά η φωνή σου, Δάφνι.
Κάλλιο ν᾽ ακούω τραγούδι σου παρά να γλείφω μέλι.
Πάρε το το σουραύλι του· νίκησες στο τραγούδι.
85Κι αν θες εκεί που βόσκομε, κι εμένα να με μάθεις,
μ᾽ εκείνη την ακέρατη θα σε πληρώσω γίδα,
που την καρδάρα ξεχειλά με το πολύ της γάλα».

Όπως πηδάει στη μάνα του το γίδι, έτσι κι ο Δάφνις
τα χέρια κροταλίζοντας πήδησ᾽ απ᾽ τη χαρά του.
90Κι όπως η νύφη ντρέπεται, παρόμοια κι ο Δαμοίτας
εζάρωσε κι ανάνιωσε τη λύπη στην καρδιά του.
Κι ο Δάφνις πρώτος στους βοσκούς εγίνηκε από τότε,
κι άγουρος επαντρεύτηκε κι επήρε τη Νεράιδα.