Έτσι λιανοτραγούδησαν με την αράδα οι δυο των,
μα το τραγούδι το στερνό πρωτάρχισ᾽ ο Μενάλκας.
ΜΕΝ. Λύκε, μακριά απ᾽ τα γίδια μου κι απ᾽ τις γιδομανάδες·
είμαι μικρός κι ανήξερος, μη θέλεις το κακό μου.
65Ασπρόουρε σκύλε μου, γιατί τόσο βαθιά κοιμάσαι;
όταν μικρός είν᾽ ο βοσκός, άγρυπνος μένει ο σκύλος.
Και σεις, καλά μου πρόβατα, χλόη απαλή χορτάστε·
μη τη φιλαργυρεύεστε, θενα φυτρώσει πάλι.
Εμπρός! βόσκετε, βόσκετε, γεμίστε τα μαστάρια,
70τ᾽ αρνάκια να χορτάσουνε κι εγώ τυρί να πήξω.
Κι ο Δάφνις εδευτέρωσε το λυγερό τραγούδι.
ΔΑΦ. Απ᾽ τη σπηλιά διαβαίνοντας μαζί με τα δαμάλια,
μια σμιχτοφρύδα μ᾽ είδε χθες κι είπεν: όμορφος που ᾽ναι!
Κι εγώ δεν αποκρίθηκα, λόγο πικρό δεν είπα,
75μα με τα μάτια χαμηλά τράβηξα στη δουλειά μου.
Είναι γλυκό το μουγκρητό κι η ανάσα της γελάδας,
γλυκό είναι και το πλάγιασμα στη ρεματιά το θέρος.
Καμάρι της βελανιδιάς είναι τα βελανίδια,
μήλα καμάρι της μηλιάς, μοσχάρι της γελάδας
80και του βουκόλου αληθινό καμάρ᾽ είν᾽ οι γελάδες.
Έτσι γλυκοτραγούδησαν τα δυο κοπέλια εκείνα
κι εστράφηκε ο γιδοβοσκός κι έτσι είπε κρίνοντάς τα:
«Είναι γλυκό το στόμα σου, γλυκιά η φωνή σου, Δάφνι.
Κάλλιο ν᾽ ακούω τραγούδι σου παρά να γλείφω μέλι.
Πάρε το το σουραύλι του· νίκησες στο τραγούδι.
85Κι αν θες εκεί που βόσκομε, κι εμένα να με μάθεις,
μ᾽ εκείνη την ακέρατη θα σε πληρώσω γίδα,
που την καρδάρα ξεχειλά με το πολύ της γάλα».
Όπως πηδάει στη μάνα του το γίδι, έτσι κι ο Δάφνις
τα χέρια κροταλίζοντας πήδησ᾽ απ᾽ τη χαρά του.
90Κι όπως η νύφη ντρέπεται, παρόμοια κι ο Δαμοίτας
εζάρωσε κι ανάνιωσε τη λύπη στην καρδιά του.
Κι ο Δάφνις πρώτος στους βοσκούς εγίνηκε από τότε,
κι άγουρος επαντρεύτηκε κι επήρε τη Νεράιδα.
|