Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (6.20-6.46)


20 Τῷ δ᾽ ἐπὶ Δαμοίτας ἀνεβάλλετο καὶ τάδ᾽ ἄειδεν.

ΔΑΜΟΙΤΑΣ
εἶδον, ναὶ τὸν Πᾶνα, τὸ ποίμνιον ἁνίκ᾽ ἔβαλλε,
κοὔ μ᾽ ἔλαθ᾽, οὐ τὸν ἐμὸν τὸν ἕνα γλυκύν, ᾧ ποθορῷμι
ἐς τέλος (αὐτὰρ ὁ μάντις ὁ Τήλεμος ἔχθρ᾽ ἀγορεύων
ἐχθρὰ φέροι ποτὶ οἶκον, ὅπως τεκέεσσι φυλάσσοι)·
25 ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἐγὼ κνίζων πάλιν οὐ ποθόρημι,
ἀλλ᾽ ἄλλαν τινὰ φαμὶ γυναῖκ᾽ ἔχεν· ἃ δ᾽ ἀίοισα
ζαλοῖ μ᾽, ὦ Παιάν, καὶ τάκεται, ἐκ δὲ θαλάσσας
οἰστρεῖ παπταίνοισα ποτ᾽ ἄντρα τε καὶ ποτὶ ποίμνας.
σίξα δ᾽ ὑλακτεῖν νιν καὶ τᾷ κυνί· καὶ γὰρ ὅκ᾽ ἤρων,
30 αὐτᾶς ἐκνυζεῖτο ποτ᾽ ἰσχία ῥύγχος ἔχοισα.
ταῦτα δ᾽ ἴσως ἐσορεῦσα ποεῦντά με πολλάκι πεμψεῖ
ἄγγελον. αὐτὰρ ἐγὼ κλᾳξῶ θύρας, ἔστε κ᾽ ὀμόσσῃ
αὐτά μοι στορεσεῖν καλὰ δέμνια τᾶσδ᾽ ἐπὶ νάσω·
καὶ γάρ θην οὐδ᾽ εἶδος ἔχω κακὸν ὥς με λέγοντι.
35 ἦ γὰρ πρᾶν ἐς πόντον ἐσέβλεπον, ἦς δὲ γαλάνα,
καὶ καλὰ μὲν τὰ γένεια, καλὰ δέ μευ ἁ μία κώρα,
ὡς παρ᾽ ἐμὶν κέκριται, κατεφαίνετο, τῶν δέ τ᾽ ὀδόντων
λευκοτέραν αὐγὰν Παρίας ὑπέφαινε λίθοιο.
ὡς μὴ βασκανθῶ δέ, τρὶς εἰς ἐμὸν ἔπτυσα κόλπον·
40 ταῦτα γὰρ ἁ γραία με Κοτυτταρὶς ἐξεδίδαξε
[ἃ πρᾶν ἀμάντεσσι παρ᾽ Ἱπποκίωνι ποταύλει].

Τόσσ᾽ εἰπὼν τὸν Δάφνιν ὁ Δαμοίτας ἐφίλησε·
χὢ μὲν τῷ σύριγγ᾽, ὃ δὲ τῷ καλὸν αὐλὸν ἔδωκεν.
αὔλει Δαμοίτας, σύρισδε δὲ Δάφνις ὁ βούτας·
45 ὠρχεῦντ᾽ ἐν μαλακᾷ ταὶ πόρτιες αὐτίκα ποίᾳ.
νίκη μὲν οὐδάλλος, ἀνήσσατοι δ᾽ ἐγένοντο.


20Αντί για τον Πολύφημο, απάντησε ο Δαμοίτας.

(ΔΑΜΟΙΤΟΥ ΩΔΗ)
Την είδα, μα τον Πάνα, ναι, που κτύπαε το κοπάδι,
μά το γλυκό το μάτι μου που το ᾽χω ένα μονάχο
κι άμποτε κι άμποτε μ᾽ αυτό να βλέπω ως να πεθάνω,
κι ο Τήλεμος που το κακό προφήτεψε για μένα
κακό να δει στο σπίτι του κακό και στα παιδιά του.

25Κι εγώ πεισμώνοντάς τηνε δεν την κοιτάζω διόλου,
και λέω πως άλλην αγαπώ, κι εκείνη που τ᾽ ακούει
απ᾽ την πολλή τη ζήλεια της μαραίνεται και λιώνει
κι ορμώντας απ᾽ τη θάλασσα τρελή και μανιωμένη
μ᾽ αναζητά μες στις σπηλιές και σ᾽ όλα τα κοπάδια.

Σφυρίζω και στη σκύλα μου να την γαβγίζει πάντα·
γιατί, σαν ήμουν μια φορά γι᾽ αυτήν ξετρελαμένος,
30χαϊδολογόταν κρύβοντας τη μούρη της στα σκέλια.

Ίσως θωρώντας όλ᾽ αυτά μαντάτορα θα στείλει·
όμως εγώ τη θύρα μου θα την κρατώ κλεισμένη
ως να την κάνω να ορκισθεί πως θά ᾽ρθει να μου στρώσει
γάμου κρεβάτι στη στεριά και στο νησί μας τούτο.
Γιατί δεν είμαι κι άσχημος όπως με λέει ο κόσμος.
35Μια μέρα καθρεφτίστηκα στου πόντου τη γαλήνη
κι είδα τα γένεια μ᾽ όμορφα κι όμορφο το ᾽να μάτι
κι είδα κι αυτά τα δόντια μου, τα κάτασπρά μου δόντια
να ξαπερνούν στη λάμψη των τα μάρμαρα της Πάρου.

Κι εγώ για να μη βασκαθώ, χωρίς στιγμή να χάσω,
έφτυσ᾽ αμέσως τρεις φορές στον εδικό μου κόρφο·
40γιατ᾽ έτσι μ᾽ έμαθε η γριά Κοτυταρίς να κάνω.

Είπ᾽ ο Δαμοίτας κι έπαψε κι εφίλησε το Δάφνι
και μια φλογέρα του ᾽δωκε· κι ευθύς γι᾽ αντιδοσίδι
ένα σουραύλι εχάρισεν ο Δάφνις στο Δαμοίτα.
Και το σουραύλι παίζοντας, παίζοντας τη φλογέρα,
45τα δαμαλάκια εχόρευαν στη μαλακή τη χλόη.

Κι έτσι κανείς δε νίκησε τον άλλο στο τραγούδι.