Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
Κι όπως με βλέπει ο άκαρδος, καρφώνει χάμω
τα βλέμματά του, κάθεται στην κλίνη απάνω
κι αυτά μου λέει καθίζοντας: «Σιμαίθα, αλήθεια,
115όσο τον όμορφο Φιλίνο εγώ τις προάλλες
ξεπέρασα στο τρέξιμο, κι εσύ άλλο τόσο
με πέρασες μ᾽ αυτό το κάλεσμα εδώ μέσα·»
Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
«γιατί, μα το γλυκό τον Έρωτα, θα ᾽ρχόμουν,
μόλις θα νύχτωνε, με δυο ή με τρεις μου φίλους·
120στον κόρφο μου του Διόνυσου θα κράταα μήλα
και γύρω στο κεφάλι μου στεφάνι θα είχα,
στεφάνι λεύκα, του Ηρακλή το ιερό βλαστάρι,
όλο με πορφυρές ταινίες περιπλεγμένο·»
Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
«και τότε, αν με δεχόσαστε, καλά (γιατί έχω
125στα παλικάρια ανάμεσα τ᾽ όνομα ότ᾽ είμαι
ωραίος και σβέλτος) κι αρκετό για μένα θα ήταν
και μόνο να φυλούσα τ᾽ όμορφό σου στόμα·
μα αν μου μανταλωνόσαστε, στο σπίτι απάνω
τσεκούρι και φωτιά θα κάνανε γιουρούσι·»
Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
130«και τώρα χάρη εγώ πρώτα χρωστάω στην Κύπρη,
κι έπειτ᾽ από την Κύπρη εσύ, καλή μου, μ᾽ έχεις
τραβήξει απ᾽ τη φωτιά, με το να με καλέσεις
στο σπίτι σου εδεπά, μισοκαμένον έτσι·
και πάμπολλες φορές η φλόγα του Έρωτα είναι
πιο καυτερή κι απ᾽ του Ηφαίστου του Λιπαραίου,»
|