Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (2.88-2.111)


καί μευ χρὼς μὲν ὁμοῖος ἐγίνετο πολλάκι θάψῳ,
ἔρρευν δ᾽ ἐκ κεφαλᾶς πᾶσαι τρίχες, αὐτὰ δὲ λοιπά
90 ὀστί᾽ ἔτ᾽ ἦς καὶ δέρμα. καὶ ἐς τίνος οὐκ ἐπέρασα,
ἢ ποίας ἔλιπον γραίας δόμον ἅτις ἐπᾷδεν;
ἀλλ᾽ ἦς οὐδὲν ἐλαφρόν, ὁ δὲ χρόνος ἄνυτο φεύγων.

φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.

χοὔτω τᾷ δώλᾳ τὸν ἀλαθέα μῦθον ἔλεξα·
95 «εἰ δ᾽ ἄγε, Θεστυλί, μοι χαλεπᾶς νόσω εὑρέ τι μᾶχος.
πᾶσαν ἔχει με τάλαιναν ὁ Μύνδιος· ἀλλὰ μολοῖσα
τήρησον ποτὶ τὰν Τιμαγήτοιο παλαίστραν·
τηνεὶ γὰρ φοιτῇ, τηνεὶ δέ οἱ ἁδὺ καθῆσθαι.

φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.

100 κἠπεί κά νιν ἐόντα μάθῃς μόνον, ἅσυχα νεῦσον,
κεἴφ᾽ ὅτι “Σιμαίθα τυ καλεῖ”, καὶ ὑφαγέο τεῖδε.»
ὣς ἐφάμαν· ἃ δ᾽ ἦνθε καὶ ἄγαγε τὸν λιπαρόχρων
εἰς ἐμὰ δώματα Δέλφιν· ἐγὼ δέ νιν ὡς ἐνόησα
ἄρτι θύρας ὑπὲρ οὐδὸν ἀμειβόμενον ποδὶ κούφῳ—

105 φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα—

πᾶσα μὲν ἐψύχθην χιόνος πλέον, ἐκ δὲ μετώπω
ἱδρώς μευ κοχύδεσκεν ἴσον νοτίαισιν ἐέρσαις,
οὐδέ τι φωνῆσαι δυνάμαν, οὐδ᾽ ὅσσον ἐν ὕπνῳ
κνυζεῦνται φωνεῦντα φίλαν ποτὶ ματέρα τέκνα·
110 ἀλλ᾽ ἐπάγην δαγῦδι καλὸν χρόα πάντοθεν ἴσα.

φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.


Συχνά-πυκνά το χρώμα μου κιτρίνιζε σα θράψος,
έπεφταν αναρίθμητες της κεφαλής μου οι τρίχες
90κι εκόλλησε το δέρμα μου στα κόκκαλα μου απάνω.
Και πού δεν πήγα η δύστυχη γυρεύοντας να γιάνω,
και ποιά γερόντισσ᾽ άφησα που ξέρει να ξορκίζει;
Τίποτα δε μ᾽ αλάφραινε κι έλιωνα με το χρόνο.

Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου ᾽γεννήθη η αγάπη.

Κι εκάλεσα τη σκλάβα μου κι άνοιξα την καρδιά μου.
95«Θέστυλι, βρες μου γιατρικό στη φοβερή μου αρρώστια.
Ο Δέλφις την ταλαίπωρη όλη δική του μ᾽ έχει·
μα στην παλαίστρα πήγαινε και παραμόνευε τον·
εκεί συχνά πηγαίνει αυτός, εκεί τ᾽ αρέσει να ᾽ναι».

Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου ᾽γεννήθη η αγάπη.

100«Κι όταν μονάχο τον ιδείς γνέψε του να σιμώσει,
και πες του πως τονε καλώ και φέρε τον στο σπίτι».
Έτσ᾽ είπαμε· κι επήγε αυτή και μου ᾽φερε το Δέλφι,
κι εγώ μόλις τον ένιωσα κι εγώ μόλις τον είδα
να διασκελίζει ανάλαφρα της πόρτας το κατώφλι,

105(Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου ᾽γεννήθη η αγάπη)

μου πάγωσ᾽ όλο το κορμί πιότερο κι απ᾽ το χιόνι
κι έσταζ᾽ ιδρώτας άφθονος από το μέτωπο μου
σαν τη δροσούλα της νοτιάς, κι εκόπηκ᾽ η φωνή μου
και δε μ᾽ απόμεινε φωνή μηδ᾽ όση έχει το βρέφος
που ψιθυρίζοντας καλεί τη μάνα του στον ύπνο·
110κι ενέκρωσαν τα μέλη μου σαν της κερένιας κούκλας.

Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου ᾽γέννηθη η αγάπη.


Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
Πολύ συχνά κιτρινοφύλλιαζε η θωριά μου,
απ᾽ το κεφάλι τα μαλλιά μού πέφτανε όλα
90και πια πετσί και κόκαλο είχα καταντήσει·
και πού δεν πήγα; τίνος γριάς, που να ξορκίζει,
δε χτύπησα την πόρτα; μα καμιά δεν είδα
ξαλάφρωση· κι ανώφελα ο καιρός περνούσε.

Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
Και, τέλος, καθαρά στη δούλη μου όλα τα είπα:
95«Κοίταξε, Θεστυλίδα, της κακής μου αρρώστιας
να βρεις γιατρειά· το παλικάρι από τη Μύντο
σκλάβα του με κρατά· στο γυμναστήριο σύρε
του Τιμάγητου εσύ· και παραφύλαξέ τον·
εκεί πηγαίνει, εκεί να κάθεται του αρέσει.»

Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
100«Και μόνο του αν τον δεις, με τρόπο τότε γνέψ᾽ του
και πες του “σε καλεί η Σιμαίθα” και το δρόμο
δείξ᾽ του να ορίσει εδώ.» Της μίλησα έτσι· εκείνη
πήγε και σπίτι μου έφερε το Δέλφη, που όλος
λαμποκοπούσε· εγώ, με ανάλαφρο ως τον είδα
βήμα να δρασκελά της πόρτας το κατώφλι,

105Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
έγινα κρύα σα χιόνι απ᾽ την κορφή ως τα νύχια,
στο μέτωπό μου απάνω ανάβρυσε ο ιδρώτας
σα στάλες της δροσιάς, και δεν μπορούσα, ουδ᾽ όση
φωνούλα βγάζουν τα μωρά, που τη μαμά τους
στον ύπνο αποζητούν, λαλιά κι εγώ να βγάλω·
110και το κορμί μου νέκρωσε, κέρινη κούκλα.