Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
Πολύ συχνά κιτρινοφύλλιαζε η θωριά μου,
απ᾽ το κεφάλι τα μαλλιά μού πέφτανε όλα
90και πια πετσί και κόκαλο είχα καταντήσει·
και πού δεν πήγα; τίνος γριάς, που να ξορκίζει,
δε χτύπησα την πόρτα; μα καμιά δεν είδα
ξαλάφρωση· κι ανώφελα ο καιρός περνούσε.
Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
Και, τέλος, καθαρά στη δούλη μου όλα τα είπα:
95«Κοίταξε, Θεστυλίδα, της κακής μου αρρώστιας
να βρεις γιατρειά· το παλικάρι από τη Μύντο
σκλάβα του με κρατά· στο γυμναστήριο σύρε
του Τιμάγητου εσύ· και παραφύλαξέ τον·
εκεί πηγαίνει, εκεί να κάθεται του αρέσει.»
Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
100«Και μόνο του αν τον δεις, με τρόπο τότε γνέψ᾽ του
και πες του “σε καλεί η Σιμαίθα” και το δρόμο
δείξ᾽ του να ορίσει εδώ.» Της μίλησα έτσι· εκείνη
πήγε και σπίτι μου έφερε το Δέλφη, που όλος
λαμποκοπούσε· εγώ, με ανάλαφρο ως τον είδα
βήμα να δρασκελά της πόρτας το κατώφλι,
105Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
έγινα κρύα σα χιόνι απ᾽ την κορφή ως τα νύχια,
στο μέτωπό μου απάνω ανάβρυσε ο ιδρώτας
σα στάλες της δροσιάς, και δεν μπορούσα, ουδ᾽ όση
φωνούλα βγάζουν τα μωρά, που τη μαμά τους
στον ύπνο αποζητούν, λαλιά κι εγώ να βγάλω·
110και το κορμί μου νέκρωσε, κέρινη κούκλα.
|