Και τώρα, που είμαι μόνη μου, τον έρωτά μου
65πούθε ν᾽ αρχίσω να τον κλαίω; Ποιός μ᾽ έχει ρίξει
σ᾽ αυτή τη συμφορά; Στη γειτονιά μας ήρθε
του Εύβουλου η κόρη, η Αναξώ, κανιστροφόρα,
στ᾽ άλσος της Άρτεμης· αγρίμια για τιμή της
ακλούθααν την πομπή πολλά: μια λέαινα κι άλλα.
Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
70Και τότε μια γειτόνισσα, του Θεοχαρίδη
παραμάνα, Θρακιώτισσα —δε ζει πια τώρα—
με θερμοπαρακάλεσε να πάω μαζί της
να δούμε την πομπή· κι εγώ η τρισάθλια πήγα·
ωραίο χιτώνα φόρεσα, μακρύ, από βύσσο,
και της Κλεαρίστης έβαλα το πανωφόρι.
75Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
Στη μέση του αμαξόδρομου βρισκόμουν, όπου
το χτήμα είναι του Λύκωνα, κι εκεί το Δέλφη
και τον Ευδάμιππο είδα να περνούν αντάμα·
τα γένια τους ξανθά σαν τον ελίχρυσο ήταν·
80το στήθος τους, σαν που έβγαιναν από γυμνάσια,
γυάλιζε πιο πολύ, Σελήνη, κι από σένα.
Κυρά Σελήνη μου, άκου πούθε μου ήρθε ο πόθος.
Τον είδα και τρελάθηκα, κι ω η δόλια, αμέσως
πληγώθηκε η καρδιά μου· η όψη η λουλουδάτη
μου ᾽σβησε κι ούτε που ένιωσα τη λιτανεία·
πώς γύρισα στο σπίτι μου δεν ξέρω· θέρμη
85κακής αρρώστιας μ᾽ έψησε· και δέκα μέρες
και δέκα νύχτες στο κρεβάτι ήμουν πεσμένη.
|