Αυτόν που μελετώ στο σπίτι μου, ίυγγα, σύρτ᾽ τον.
Το αλεύρι στη φωτιά θα λιώσει πρώτο· ρίξ᾽ το,
Θεστυλίδα. Χαζή! Πού τρέχει ο λογισμός σου;
20Μήνα κι εσύ γελάς με τα δικά μου πάθια;
Ρίχνε το, σιχαμένη, κι ως το ρίχνεις, λέγε:
«Τη σκόνη από τα κόκαλα σκορπάω του Δέλφη.»
Αυτόν που μελετώ στο σπίτι μου, ίυγγα, σύρτ᾽ τον.
Εμένα ο Δέλφης πίκρανε· κι εγώ στου Δέλφη
τ᾽ όνομα καίω αυτή τη δάφνη· όπως εκείνη
25πήρε φωτιά και βρόντηξε και κάηκε κι ούτε
τη στάχτη της δεν είδαμε, κι η σάρκα το ίδιο
του Δέλφη μες στη φλόγα να χαθεί, να λιώσει.
Αυτόν που μελετώ στο σπίτι μου, ίυγγα, σύρτ᾽ τον.
Με της θεάς ως λιώνω τώρα τη βοήθεια
ετούτο το κερί, απ᾽ τον έρωτα να λιώσει
κι ο Δέλφης ο Μυντιώτης· κι ως σβουρίζει ο δίσκος
30ο χάλκινος αυτός με τη βουλή της Κύπρης,
στην πόρτα μου κι αυτός τριγύρω να σβουρίζει.
Αυτόν που μελετώ στο σπίτι μου, ίυγγα, σύρτ᾽ τον.
Θα ρίξω τώρα εγώ τα πίτουρα. Άρτεμή μου,
και του Άδη εσύ μπορείς το ατσάλι να σαλέψεις
κι ό,τι άλλο ασάλευτο είναι… Οι σκύλοι, Θεστυλίδα,
35έξω —τ᾽ ακούς;— ουρλιάζουνε· στα τρίστρατα είναι
η θεά· τον μπρούντζο γρήγορα πάρ᾽ τον και χτύπα.
Η Θεστυλίδα παίρνει ένα χάλκωμα και το χτυπά.
Αυτόν που μελετώ στο σπίτι μου, ίυγγα, σύρτ᾽ τον.
Τώρα ησυχάζουν οι άνεμοι, τώρα ησυχάζει
το πέλαγο, και μόνο της καρδιάς μου ο πόνος
δε θέλει να ησυχάσει· καίγομαι για κείνον
40ολάκερη, που αντίς γυναίκα του, τη δόλια,
μ᾽ έκανε μια ξεπάρθενη, μια πομπεμένη.
|