Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΣΙΟΔΟΣ

Θεογονία (265-336)

265Θαύμας δ᾽ Ὠκεανοῖο βαθυρρείταο θύγατρα
ἠγάγετ᾽ Ἠλέκτρην· ἡ δ᾽ ὠκεῖαν τέκεν Ἶριν
ἠυκόμους θ᾽ Ἁρπυίας, Ἀελλώ τ᾽ Ὠκυπέτην τε,
αἵ ῥ᾽ ἀνέμων πνοιῇσι καὶ οἰωνοῖς ἅμ᾽ ἕπονται
ὠκείῃς πτερύγεσσι· μεταχρόνιαι γὰρ ἴαλλον.
270Φόρκυι δ᾽ αὖ Κητὼ γραίας τέκε καλλιπαρήους
ἐκ γενετῆς πολιάς, τὰς δὴ Γραίας καλέουσιν
ἀθάνατοί τε θεοὶ χαμαὶ ἐρχόμενοί τ᾽ ἄνθρωποι,
Πεμφρηδώ τ᾽ εὔπεπλον Ἐνυώ τε κροκόπεπλον,
Γοργούς θ᾽, αἳ ναίουσι πέρην κλυτοῦ Ὠκεανοῖο
275 ἐσχατιῇ πρὸς νυκτός, ἵν᾽ Ἑσπερίδες λιγύφωνοι,
Σθεννώ τ᾽ Εὐρυάλη τε Μέδουσά τε λυγρὰ παθοῦσα·
ἡ μὲν ἔην θνητή, αἱ δ᾽ ἀθάνατοι καὶ ἀγήρῳ,
αἱ δύο· τῇ δὲ μιῇ παρελέξατο Κυανοχαίτης
ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν εἰαρινοῖσι.
280 τῆς ὅτε δὴ Περσεὺς κεφαλὴν ἀπεδειροτόμησεν,
ἐξέθορε Χρυσάωρ τε μέγας καὶ Πήγασος ἵππος.
τῷ μὲν ἐπώνυμον ἦν, ὅτ᾽ ἄρ᾽ Ὠκεανοῦ παρὰ πηγὰς
γένθ᾽, ὁ δ᾽ ἄορ χρύσειον ἔχων μετὰ χερσὶ φίλῃσι.
χὠ μὲν ἀποπτάμενος, προλιπὼν χθόνα μητέρα μήλων,
285 ἵκετ᾽ ἐς ἀθανάτους· Ζηνὸς δ᾽ ἐν δώμασι ναίει
βροντήν τε στεροπήν τε φέρων Διὶ μητιόεντι·
Χρυσάωρ δ᾽ ἔτεκε τρικέφαλον Γηρυονῆα
μιχθεὶς Καλλιρόῃ κούρῃ κλυτοῦ Ὠκεανοῖο·
τὸν μὲν ἄρ᾽ ἐξενάριξε βίη Ἡρακληείη
290 βουσὶ πάρ᾽ εἰλιπόδεσσι περιρρύτῳ εἰν Ἐρυθείῃ
ἤματι τῷ, ὅτε περ βοῦς ἤλασεν εὐρυμετώπους
Τίρυνθ᾽ εἰς ἱερήν, διαβὰς πόρον Ὠκεανοῖο,
Ὄρθόν τε κτείνας καὶ βουκόλον Εὐρυτίωνα
σταθμῷ ἐν ἠερόεντι πέρην κλυτοῦ Ὠκεανοῖο.
295ἡ δ᾽ ἔτεκ᾽ ἄλλο πέλωρον ἀμήχανον, οὐδὲν ἐοικὸς
θνητοῖς ἀνθρώποις οὐδ᾽ ἀθανάτοισι θεοῖσι,
σπῆι ἔνι γλαφυρῷ, θείην κρατερόφρον᾽ Ἔχιδναν,
ἥμισυ μὲν νύμφην ἑλικώπιδα καλλιπάρηον,
ἥμισυ δ᾽ αὖτε πέλωρον ὄφιν δεινόν τε μέγαν τε
300 αἰόλον ὠμηστήν, ζαθέης ὑπὸ κεύθεσι γαίης.
ἔνθα δέ οἱ σπέος ἐστὶ κάτω κοίλῃ ὑπὸ πέτρῃ
τηλοῦ ἀπ᾽ ἀθανάτων τε θεῶν θνητῶν τ᾽ ἀνθρώπων,
ἔνθ᾽ ἄρα οἱ δάσσαντο θεοὶ κλυτὰ δώματα ναίειν.
ἡ δ᾽ ἔρυτ᾽ εἰν Ἀρίμοισιν ὑπὸ χθόνα λυγρὴ Ἔχιδνα,
305 ἀθάνατος νύμφη καὶ ἀγήραος ἤματα πάντα.
τῇ δὲ Τυφάονά φασι μιγήμεναι ἐν φιλότητι
δεινόν θ᾽ ὑβριστήν τ᾽ ἄνομόν θ᾽ ἑλικώπιδι κούρῃ·
ἡ δ᾽ ὑποκυσαμένη τέκετο κρατερόφρονα τέκνα.
Ὄρθον μὲν πρῶτον κύνα γείνατο Γηρυονῆι·
310 δεύτερον αὖτις ἔτικτεν ἀμήχανον, οὔ τι φατειόν,
Κέρβερον ὠμηστήν, Ἀίδεω κύνα χαλκεόφωνον,
πεντηκοντακέφαλον, ἀναιδέα τε κρατερόν τε·
τὸ τρίτον Ὕδρην αὖτις ἐγείνατο λύγρ᾽ εἰδυῖαν
Λερναίην, ἣν θρέψε θεὰ λευκώλενος Ἥρη
315 ἄπλητον κοτέουσα βίῃ Ἡρακληείῃ.
καὶ τὴν μὲν Διὸς υἱὸς ἐνήρατο νηλέι χαλκῷ
Ἀμφιτρυωνιάδης σὺν ἀρηιφίλῳ Ἰολάῳ
Ἡρακλέης βουλῇσιν Ἀθηναίης ἀγελείης·
ἡ δὲ Χίμαιραν ἔτικτε πνέουσαν ἀμαιμάκετον πῦρ,
320 δεινήν τε μεγάλην τε ποδώκεά τε κρατερήν τε.
τῆς ἦν τρεῖς κεφαλαί· μία μὲν χαροποῖο λέοντος,
ἡ δὲ χιμαίρης, ἡ δ᾽ ὄφιος κρατεροῖο δράκοντος.
[πρόσθε λέων, ὄπιθεν δὲ δράκων, μέσση δὲ χίμαιρα,
δεινὸν ἀποπνείουσα πυρὸς μένος αἰθομένοιο.]
325 τὴν μὲν Πήγασος εἷλε καὶ ἐσθλὸς Βελλεροφόντης·
ἡ δ᾽ ἄρα Φῖκ᾽ ὀλοὴν τέκε Καδμείοισιν ὄλεθρον,
Ὄρθῳ ὑποδμηθεῖσα, Νεμειαῖόν τε λέοντα,
τόν ῥ᾽ Ἥρη θρέψασα Διὸς κυδρὴ παράκοιτις
γουνοῖσιν κατένασσε Νεμείης, πῆμ᾽ ἀνθρώποις.
330 ἔνθ᾽ ἄρ᾽ ὅ γ᾽ οἰκείων ἐλεφαίρετο φῦλ᾽ ἀνθρώπων,
κοιρανέων Τρητοῖο Νεμείης ἠδ᾽ Ἀπέσαντος·
ἀλλά ἲς ἐδάμασσε βίης Ἡρακληείης.
Κητὼ δ᾽ ὁπλότατον Φόρκυι φιλότητι μιγεῖσα
γείνατο δεινὸν ὄφιν, ὃς ἐρεμνῆς κεύθεσι γαίης
335 πείρασιν ἐν μεγάλοις παγχρύσεα μῆλα φυλάσσει.
τοῦτο μὲν ἐκ Κητοῦς καὶ Φόρκυνος γένος ἐστί.

Κι ο Θαύμας την κόρη του Ωκεανού με το βαθύ το ρεύμα
πήρε γυναίκα του, την Ηλέκτρα. Κι εκείνη γέννησε τη γοργή την Ίριδα
και τις Άρπυιες με την ωραία κόμη, την Ωκυπέτη και την Αελλώ,
που τρέχουν ίσα με των ανέμων τις πνοές και τα πουλιά
χάρη στις γοργές φτερούγες τους. Γιατί ψηλά πάνω απ᾽ τη γη ορμούνε.
270Στο Φόρκη πάλι η Κητώ τις γριές του γέννησε με τα ωραία μάγουλα,
εκ γενετής μ᾽ άσπρα μαλλιά, που Γραίες τις καλούνε
οι θεοί οι αθάνατοι και οι άνθρωποι που χάμω σέρνονται,
την Πεμφρηδώ την ομορφόπεπλη και την κροκόπεπλη Ενυώ.
Και τις Γοργόνες γέννησε που κατοικούν στην άκρη του ξακουστού Ωκεανού,
στις εσχατιές, κοντά στη νύχτα, όπου και οι Εσπερίδες μένουν οι γλυκύφωνες,
τη Σθεννώ, την Ευρυάλη και τη Μέδουσα που έπαθε συμφορά ολέθρια.
Γιατί αυτή ήταν θνητή, ενώ οι άλλες δυο αγέραστες κι αθάνατες.
Μ᾽ αυτήν κοιμήθηκε ο Μαυρομάλλης
σε μαλακό λιβάδι και μες στα άνθη τα εαρινά.
280Κι όταν της έκοψε απ᾽ το λαιμό την κεφαλή ο Περσέας,
ξεπήδησε ο μέγας Χρυσάωρ κι ο Πήγασος το άλογο.
Κι εκείνος πήρε αυτό το όνομα, γιατί στου Ωκεανού γεννήθηκε
πλάι τις πηγές, κι ο άλλος γιατί χρυσό σπαθί στα χέρια του κρατούσε.
Κι ο Πήγασος πέταξε κι άφησε πίσω του τη γη, μητέρα των ποιμνίων,
και στους αθανάτους έφτασε. Και κατοικεί στου Δία τα δώματα
την αστραπή και τη βροντή για το συνετό το Δία κουβαλώντας.
Και ο Χρυσάωρ γέννησε το Γηρυόνη τον τρικέφαλο,
σμίγοντας με την Καλλιρόη, κόρη του ξακουστού Ωκεανού.
Αυτόν τον φόνευσε ο δυνατός ο Ηρακλής
290πλάι στα βόδια τα στριφτόποδα, στην Ερύθεια που τη ζώνουν τα νερά,
τη μέρα εκείνη που τα βόδια οδήγησε τα πλατυμέτωπα
στην Τίρυνθα την ιερή, αφού διάβηκε του Ωκεανού το πέρασμα
και σκότωσε τον Όρθο και το βουκόλο Ευρυτίωνα,
στη σκοτεινή του κατοικία στην άκρη του ξακουστού Ωκεανού.
Κι εκείνη άλλο γέννησε τέρας απροσμάχητο, που διόλου
στους θνητούς ανθρώπους και στους αθάνατους θεούς δεν έμοιαζε,
σε βαθουλή σπηλιά, τη θεϊκή γενναιόψυχη Έχιδνα,
μισή νύμφη με ωραία μάγουλα, με μάτια ζωηρά,
και μισή πελώριο φίδι, δεινό και μέγα,
300πλουμιστό, ωμοφάγο, στης πανίερης γης τα βάθη.
Έχει εκεί σπηλιά κάτω απ᾽ τον κοίλο βράχο,
μακριά απ᾽ τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους,
όπου της δώσανε οι θεοί να κατοικεί δώματα μεγαλόπρεπα.
Ενώ η άλλη, η ολέθρια Έχιδνα, κρατιόταν στους Αρίμους κάτω απ᾽ τη γη,
νύμφη αθάνατη κι αγέραστη για όλες της τις μέρες.
Λένε πως έσμιξε μ᾽ αυτήν ερωτικά ο Τυφώνας,
ο δεινός, ο υβριστής και άνομος, με την κόρη που ᾽χει ζωηρά τα μάτια.
Κι εκείνη έμεινε έγκυος και γέννησε παιδιά γενναιόψυχα.
Τον Όρθο πρώτα γέννησε σκυλί του Γηρυόνη.
310Έπειτα πάλι γέννησε, τον ανίκητο, τον ακατονόμαστο,
τον ωμοφάγο Κέρβερο, το σκύλο του Άδη τον χαλκόφωνο,
πενηντακέφαλο, ανήλεο και δυνατό.
Τρίτη την Ύδρα πάλι γέννησε που μόνο το κακό γνωρίζει,
τη Λερναία, που την ανέθρεψε η Ήρα, η θεά με τα λευκά τα μπράτσα,
άπληστα οργισμένη με το δυνατό Ηρακλή.
Αυτήν ο γιος του Δία ο Ηρακλής τη θανάτωσε με το χαλκό τον ανελέητο,
από το σόι του Αμφιτρύωνα, μαζί με τον Ιόλαο, το φίλο του Άρη,
χάρη στις συμβουλές της Αθηνάς που το στρατό οδηγάει.
Κι εκείνη γέννησε τη Χίμαιρα που πνέει φωτιά ακατάβλητη,
320δεινή, μεγάλη, γοργόποδη και δυνατή.
Τρία ήταν τα κεφάλια της: ένα λιονταριού με μάτια αστραφτερά,
ένα κατσίκας κι ένα φιδιού, δράκοντα δυνατού.
[Από μπροστά ήταν λέων, από πίσω φίδι, στη μέση γίδα,
και ξεφυσούσε δύναμη φοβερή φωτιάς που καίει.]
Αυτήν ο Πήγασος τη σκότωσε κι ο έξοχος Βελλεροφόντης.
Κι εκείνη γέννησε την ολέθρια Σφίγγα, για τους Καδμείους όλεθρο,
με τον Όρθο σμίγοντας, και το λιοντάρι της Νεμέας,
που η Ήρα το ανέθρεψε, η ένδοξη του Δία η σύζυγος,
και το εγκατέστησε στης Νεμέας τα υψώματα, για τους ανθρώπους βλάβη.
330Έμεινε αυτό εκεί και τα γένη των ανθρώπων έφθειρε,
στον Τρητό της Νεμέας και στον Απέσαντα κυριαρχώντας.
Μα αυτό το δάμασε η δύναμη του ισχυρού Ηρακλή.
Και η Κητώ, γέννησε τελευταίο, αφού με το Φόρκη έσμιξε ερωτικά,
φίδι δεινό που στης γης της σκοτεινής τα βάθη,
στα μακρινά τα πέρατα, τα ολόχρυσα φυλάγει μήλα.
Αυτή η γενιά απ᾽ την Κητώ κι από το Φόρκη είναι.