Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΩΔΑΣ

Μιμίαμβοι (7.93-7.129)


ΓΥ. Β. οὔ σοι δίδωσιν ἡ ἀγαθὴ Τύχη, Κέ̣ρδων,
ψαῦσαι ποδίσκων ὧν Πόθοι τε κἤρωτες
95 ψαύουσιν; ἀλλ᾽ εἶς κνῦσα καὶ κακὴ λώβη,
ὥστ᾽ ἐκ μὲν ἡμέων †λιολεοσεω† πρήξεις.
ταύτῃ δὲ δώσεις κε[ῖ]νο τὸ ἕτερον ζεῦγος
κόσου; πάλιν πρήμηνον ἀξίην φωνήν
σεωυτοῦ. ΚΕ. στατῆρας πέντε, ναὶ μὰ θεούς, φο[ι]τᾷ
100 ἡ ψάλτρι᾽ ‹Εὐ›ετηρὶς ἡμέρην πᾶσαν
λαβεῖν ἀνώγουσ᾽, ἀλλ᾽ ἐγώ μιν [ἐχθα]ίρω,
κἢν τέσσαράς μοι δαρεικοὺς ὑπόσχηται,
ὁτούνεκέν μευ τὴν γυναῖκα τωθάζει
κακοῖσι δέννοις· εἰ δ[έ σοί γ᾽ ἐσ]τὶ χρείη,
105 φέρευ λαβοῦ‹σα› τῶν τριῶν [. . . .] δοῦναι·
καὶ ταῦτα καὶ ταῦτ᾽ ᾖ ὗμιν ἑπτὰ δαρεικῶν
ἕκητι Μητροῦς τῆσδε· μηδὲν ἀντειπεῖν.
δύ]ναιτό μ᾽ ἐλάσαι σαν[. .] τὸν πίσ[υγγον
ἐόντα λίθινον ἐς θεοὺς ἀναπτῆναι·
110 ἔχεις γὰρ οὐχὶ γλάσσαν, ἡδονῆς δ᾽ ἠθμόν·
, θεῶν ἐκεῖνος οὐ μακρὴν ἀπῴ[κισται,
ὁτέῳ σὺ χείλεα νύκτα κἡμέρην οἴγ[εις.
φέρ᾽ ὧδε τὸν ποδίσκον· εἰς ἴ‹χ›νος θῶμε[ν.
πάξ· μήτε προσθῇς μήτ᾽ ἀπ᾽ οὖν ἕλῃ[ς] μηδέν·
115 τὰ καλὰ πάντα τῇς καλῇσιν ἁρμόζει·
αὐτὴν ἐρεῖς τὸ πέλμα τὴν Ἀθηναίην
τεμεῖν. δὸς αὕτη καὶ σὺ τὸν πόδα· ψωρή
ἄρηρεν ὁπλή· βοῦς ὁ λακτίσας ὑμᾶς.
εἴ τις πρ[ὸ]ς ἴχνος ἠκόνησε τὴν σμίλην,
120 οὐκ ἄν, μὰ τὴν Κέρδωνος ἑστίην, οὕτω
τοὔργον σαφέως ἔκειτ᾽ ἂν ὡς σαφῶς κεῖται.
αὕτη σύ, δώσεις ἑπτὰ δαρεικοὺς τοῦδε,
ἡ μέζον ἵππου πρὸς θύρην κιχλίζουσα.
γυναῖκες, ἢν ἔχητε κἡτέρων χρείην
125 ἢ σαμβαλίσκων ἢ ἃ κατ᾽ οἰκίην ἕλκειν
εἴθισθε, τήν μοι δουλ[ίδ]᾽ ὧδε πέμπειν ‹δεῖ›.
σὺ δ᾽ ἧκε, Μητροῖ, πρός με τῇ ἐνάτῃ πάντως
ὅκως λάβῃς καρκίνια· τὴν γὰρ οὖν βαίτην
θάλπουσαν εὖ δεῖ ᾽νδον φρονοῦντα καὶ ῥάπτειν.


ΓΥ. Β. Δε σε κάνει, Κέρδωνα, η Τύχη η καλή
να θες να πιάσεις τα ποδαράκια που ο πόθος και ο έρωτας
95σε κάνουν να τα θέλεις; αλλ᾽ είσαι φαγούρα και ψωρίλα,
κι από μένα δε θα βγάλεις τίποτα.
Σ᾽ αυτήν όμως θα δώσεις το ζευγάρι τούτο
πόσο; βγάλε πάλι φωνή αντάξια
του εαυτού σου. ΚΕ. Πέντε χιλιάδες, ναι, μά τους θεούς,
100η τραγουδίστρια η Ευετηρίς κάθε φορά που έρχεται
μου δίνει, μα εγώ τηνε σιχαίνομαι,
ακόμα κι αν τέσσερις λίρες χρυσές μου τάξει,
γιατί κοροϊδεύει τη γυναίκα μου
με λόγια άσχημα. Μα, αν χρειάζεσαι,
105έλα και πάρε το, κι από τα τρία άσε μου τα δύο.
Αυτά μαζί μ᾽ αυτά πάρ ᾽τα για λίρες εφτά,
για χάρη της Μητρώς αυτής. Όχι μη λες.
Θα μ᾽ έκανε εμένα τον τσαγκάρη,
που είμαι τούβλο στο μυαλό, προς τους θεούς να υψωθώ·
110γιατί έχεις γλώσσα που στάζει ηδονή.
Α! δε στέκει κείνος μακριά ᾽πό τους θεούς,
που συ τα χείλια σου νύχτα και μέρα τού δίνεις.
Δώσ᾽ μου το ποδαράκι σου να σ᾽ το βάλω το παπούτσι.
Θαύμα! ούτε να βάλεις ούτε να βγάλεις τίποτα.
115Τα όμορφα στις όμορφες ταιριάζουν.
Η ίδια η Αθηνά, θενά ᾽λεγες, τη φόρμα
έφτιαξε. Δώσ᾽ μου και συ το πόδι σου. Τί ψώρα
που έχουνε τα δάχτυλα· σα βόδι είναι που κλοτσάει.
(Σε άλλη γυναίκα) Αν κάποιος ακόνισε στη φόρμα τη φαλτσέτα του,
120δε θα σου εφάρμοζε, μά την πίστη του Κέρδωνα,
αυτό τόσο καλά, όπως σου πάει τώρα.
(Σε άλλη) Εσύ, κυρά, θα δώσεις εφτά λίρες για τούτο·
εσύ, που πιο πολύ απ᾽ άλογο μπροστά στην πόρτα χλιμιντρίζεις.
Κυράδες, αν παπούτσια άλλα χρειάζεστε
125ή πέδιλα ή σαν αυτά που στο σπίτι να βάζετε
έχετε τη συνήθεια, σε μένα δω τη δούλα σας να στείλετε.
Και συ, Μητρώ, στις εννιά να ᾽ρθεις, το δίχως άλλο,
τα κόκκινα παπούτσια για να πάρεις, γιατί το πανωφόρι
το ζεστό πρέπει να ράβει μέσα όποιος έχει μυαλό.