Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΩΔΑΣ

Μιμίαμβοι (4.1-4.34)


4. Ἀσκληπιῷ ἀνατιθεῖσαι καὶ θυσιάζουσαι


ΚΥΝΝΩ
Χαίροις, ἄναξ Παίηον, ὃς μέδεις Τρίκκης,
καὶ Κῶν γλυκῆαν κἠπίδαυρον ᾤκηκας,
σὺν καὶ Κορωνὶς ἥ σ᾽ ἔτικτε κὠπόλλων
χαίροιεν, ἧς τε χειρὶ δεξιῇ ψαύεις
5 Ὑγίεια, κὧνπερ οἵδε τίμιοι βωμοί
Πανάκη τε κἠπιώ τε κἰησὼ χαίροι,
χοἰ Λεωμέδοντος οἰκίην τε καὶ τείχη
πέρσαντες, ἰητῆρες ἀγρίων νούσων,
Ποδαλείριός τε καὶ Μαχάων χαιρόντων
10 χὤσοι θεοὶ σὴν ἑστίην κατοικεῦσιν
καὶ θεαί, πάτερ Παίηον· ἵλεῳ δεῦτε
τὠλέκτορος τοῦδ᾽ ὅντιν᾽ οἰκίης τοίχων
κήρυκα θύω, τἀπίδορπα δέξαισθε.
οὐ γάρ τι πολλὴν οὐδ᾽ ἕτοιμον ἀντλεῦμεν,
15 ἐπεὶ τάχ᾽ ἂν βοῦν ἢ νενημένην χοῖρον
πολλῆς φορίνης, κοὐκ ἀλέκτορ᾽ ἴητρα
νούσων ἐποιεύμεσθα, τὰς ἀπέψησας
ἐπ᾽ ἠπίας σὺ χεῖρας, ὦ ἄναξ, τείνας.
ἐκ δεξιῆς τὸν πίνακα, Κοκκάλη, στῆσον
20 τῆς Ὑγιείης. ΚΟΚΚΑΛΗ., καλῶν, φίλη Κυννοῖ,
ἀγαλμάτων· τίς ἦ ῥα τὴν λίθον ταύτην
τέκτων ἐπο‹ί›ει καὶ τίς ἐστιν ὁ στήσας;
ΚΥ. οἱ Πρηξιτέλεω παῖδες· οὐκ ὁρῇς κεῖνα
ἐν τῇ βάσει τὰ γράμματ᾽; Εὐθίης δ᾽ αὐτά
25 ἔστησεν ὁ Πρήξωνος. ΚΟ. ἵλεως εἴη
καὶ τοῖσδ᾽ ὁ Παιὼν καὶ Εὐθίῃ καλῶν ἔργων.
ΚΥ. ὅρη, φίλη, τὴν παῖδα τὴν ἄνω κείνην
βλέπουσαν ἐς τὸ μῆλον· οὐκ ἐρεῖς αὐτήν,
ἢν μὴ λάβῃ τὸ μῆλον, ἐκ τάχα ψύξει‹ν›;
30 ΚΟ. κεῖνον δέ, Κυννοῖ, τὸν γέροντ᾽— ΚΥ. ἆ πρὸς Μοιρέων,
τὴν χηναλώπεκα ὡς τὸ παιδίον πνίγει·
πρὸ τῶν ποδῶν γοῦν, εἴ τι μὴ λίθος, τοὔργον,
ἐρεῖς, λαλήσει. μᾶ, χρόνῳ κοτ᾽ ὥνθρωποι
κἠς τοὺς λίθους ἕξουσι τὴν ζόην θεῖναι.


4. Γυναίκες με πρόσφορα στον Ασκληπιό


ΚΥΝΝΩ
Χαίρε, θεέ Ασκληπιέ, που κατοικείς στην Τρίκκη
και τώρα στη γλυκιά την Κω και στην Επίδαυρο έχεις το σπιτικό σου,
κι η Κορωνίς η μάνα σου κι ο κύρης σου ο Απόλλων
να χαίρονται· κι αυτή που συ με το δεξί χέρι θωπεύεις,
5η Υγεία, κι όσοι τους αξιωμένους τούς βωμούς έχουνε εδωπέρα,
κι οι κόρες σου Πανάκη, Ηπιώ και Ιησώ, δόξα να έχουν·
κι αυτοί που το σπίτι και το κάστρο του Λαομέδοντα
το κούρσεψαν, γιατροί των φοβερών ασθενειών,
ο Μαχάων κι ο Ποδαλείριος, δοξασμένο το όνομά τους·
10κι όσοι θεοί στο ναό σου κατοικούνε
και οι θεές, πάτερ ημών. Ίλεοι, δεύτε σε μας
και τούτο τον αλέκτορα, που στου σπιτιού τους τοίχους
κήρυκας της ημέρας ήταν, δεχθείτε τον ως πρόσφορο.
Πολλά λεφτά δεν έχουμε, κι ούτ᾽ εύκολα τα βρίσκουμε,
15αλλιώς χωρίς κανένα δισταγμό βόδι ή γουρούνι παχουλό
κι όχι αυτόν τον πετεινό για βίζιτα θα φέρναμε,
για τις αρρώστιες που μας γιάτρεψες
αγγίζοντάς μας, θε μου, με τα θαυματουργά σου χέρια.
Εκεί, δεξιά, Κοκκάλη, άφησε το σημείωμα
20υπέρ υγείας. ΚΟΚΚΑΛΗ. Α! τί καλά, φίλη Κυννώ,
τί όμορφα αγάλματα! Ποιός το λιθάρι τούτο
να πελέκησε, και τίνος να ᾽ναι αφιέρωμα;
ΚΥ. Του Πραξιτέλη τα παιδιά. Δε βλέπεις δα αυτά
τα γράμματα στη βάση; κι είναι του Ευθία
25αφιέρωμα, του γιού τού Πράξωνα. ΚΟ. Ευλογημένοι να ᾽ναι
απ᾽ τον Ασκληπιό κι αυτοί κι ο Ευθίας για τα καλά τους έργα.
ΚΥ. Κοίτα, καλέ, την κόρη εκείνη
τα μάτια στο μήλο πώς στρέφει! δε θα πεις
μονομιάς θα της βγει η ψυχή, αν το μήλο δεν πιάσει;
30ΚΟ. Κείνον, Κυννώ, τον γέροντα! ΚΥ. Α! μά τις Μοίρες,
τί δύναμη να πνίξει τη χήνα το παιδί!
Μπροστά σου νά, λιθάρι αν δεν ήτανε,
λες θα λαλούσε τ᾽ άγαλμα. Μά την αλήθεια, κάποτε οι άνθρωποι
και στα λιθάρια θα μπορούν ζωή να δώσουν.