Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΩΔΑΣ

Μιμίαμβοι (3.71-3.97)


ΚΟΤΤΑΛΟΣ
μή μ᾽ ἰκετεύω, Λαμπρίσκε, πρός σε τῶν Μουσέων
καὶ τοῦ γενείου τῆς τε Κόττιδος ψυχῆς
μὴ τῷ με δριμεῖ, τῷ ᾽τέρῳ δὲ λώβησαι.
‹ΛΑ.› ἀλλ᾽ εἲς πονηρός, Κότταλε, ὤ‹σ›τε καὶ περνάς
75 οὐδείς σ᾽ ἐπαινέσειεν, οὐδ᾽ ὄκου χώρης
οἰ μῦς ὀμοίως τὸν σίδηρον τρώγουσιν.
ΚΟ. κόσας, κόσας, Λαμπρίσκε, λίσσομαι, μέλλεις
ἔς μ᾽ ἐνφορῆσαι; ‹ΛΑ.› μὴ ᾽μέ, τήνδε δ᾽ εἰρώτα.
‹ΚΟ.› τατα‹ῖ›, κόσας μοι δώσετ᾽; ‹ΜΗ.› εἴ τί σοι ζῴην,
80 φέρειν ὄσας ἂν κακὴ σθένῃ βύρσα.
‹ΚΟ.› παῦσαι· ἰκαναί, Λαμπρίσκε. ΛΑ. καὶ σὺ δὴ παῦσαι
κάκ᾽ ἔργα πρήσσων. ‹ΚΟ.› οὐκέτ᾽ οὐκέτι πρήξω,
ὄμνυμί σοι, Λαμπρίσκε, τὰς φίλας Μούσας.
ΛΑ. ὄσσην δὲ καὶ τὴν γλάσσαν, οὖτος, ἔσχηκας·
85 πρός σοι βαλέω τὸν μῦν τάχ᾽ ἢν πλέω γρύξῃς.
ΚΟ. ἰδού, σιωπῶ· μή με, λίσσομαι, κτείνῃς.
ΛΑ. μέθεσθε, Κόκκαλ᾽, αὐτόν. ΜΗ. οὐ δ‹εῖ σ᾽› ἐκλῆξαι,
Λαμπρίσκε· δεῖρον ἄχρις ἤλιος δύσῃ.
88aΛΑ. ἀλλ᾽ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .›
ΜΗ. ἀλλ᾽ ἐστὶν ὔδρης ποικιλώτερος πολλῷ
90 καὶ δεῖ λαβεῖν νιν —κἀπὶ βυβλίῳ δήκου,
τὸ μηδέν— ἄλλας εἴκοσίν γε, καὶ ἢν μέλλῃ
αὐτῆς ἄμεινον τῆς Κλεοῦς ἀναγνῶναι.
‹ΚΟ.› ἰσσαῖ. ‹ΛΑ.› λάθοις τὴν γλάσσαν ἐς μέλι πλύνας.
‹ΜΗ.› ἐρέω ἐπιμηθέως τῷ γέροντι, Λαμπρίσκε,
95 ἐλθοῦσ᾽ ἐς οἶκον ταῦτα, καὶ πέδας ἤξω
φέρουσ᾽ ὄκως νιν σύμποδ᾽ ὦδε πηδεῦντα
αἰ πότνιαι βλέπωσιν ἂς ἐμίσησεν.


ΚΟΤΤΑΛΟΣ
Μη, Λαμπρίσκε, ικετεύω, μη,
στο όνομα των Μουσών, στα γένια σου,
στη ζωή του Κοτταλάκου·
μη με δείρεις με το τσουχτερό, αλλά με το άλλο.
‹ΛΑ.› Είσαι πονηρός, Κότταλε, και κανένας,
ακόμη και για πούλημα να σε είχε,
75λόγο καλό για σένα δεν θα ᾽βρισκε,
ούτε στον τόπο όπου τα ποντίκια τρων το σίδερο.
ΚΟ. Σε ικετεύω, Λαμπρίσκε,
πόσες σκοπεύεις να μου ρίξεις, πόσες;
‹ΛΑ.› Ρώτησε αυτήν, όχι εμένα.
‹ΚΟ.› Ωχ! Πόσες θα μου δώσετε;
80‹ΜΗ.› Ζωή να ᾽χω, όσες αντέξει το βρομοτόμαρό σου.
‹ΚΟ.› Σταμάτα· φτάνει, Λαμπρίσκε,
‹ΛΑ.› Σταμάτα και εσύ να κάνεις βρομοδουλειές.
‹ΚΟ.› Δεν θα ξανακάνω, δεν θα ξανακάνω·
ορκίζομαι, Λαμπρίσκε, στις αγαπημένες Μούσες.
ΛΑ. Μια γλώσσα που την έχεις του λόγου σου.
85Έτσι και ξανακάνεις κιχ, σου βάζω κατευθείαν το φίμωτρο.
ΚΟ. Κοίτα, σωπαίνω. Μη με σκοτώσεις, σε ικετεύω.
ΛΑ. Αφήστε τον, Κόκκαλε.
ΜΗ. Δεν πρέπει να σταματήσεις, Λαμπρίσκε.
Δείρ᾽ τον ώσπου να δύσει ο ήλιος.
ΛΑ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ›
ΜΗ. Στην πονηρία όμως
είναι παρασάγγες πιο μπροστά και από την αλεπού
90και πρέπει —εν ανάγκη και πάνω από το βιβλίο του ο χαμένος—
να φάει τουλάχιστον άλλες είκοσι,
ακόμα και αν πρόκειται να διαβάσει καλύτερα
και από την ίδια την Κλειώ.
‹ΚΟ.› Χα, χά !
‹ΛΑ.› Είθε η γλώσσα σου να πλυθεί στο μέλι, έστω και εν αγνοία σου.
‹ΜΗ.› Θα πάω στο σπίτι, Λαμπρίσκε,
95θα πω τα καθέκαστα στον γέροντα
—στερνή μου γνώση—
και θα γυρίσω με αλυσίδες,
για να τον βλέπουνε οι Μούσες που τις μίσησε
να πηδά εδώ μέσα πεδουκλωμένος.