Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΩΔΑΣ

Μιμίαμβοι (3.30-3.70)


30 ἐπεὰν δὲ δὴ καὶ ρῆσιν οἶα παιδίσκον
ἢ ᾽γώ μιν εἰπεῖν ἢ ὀ πατὴρ ἀνώγωμεν,
γέρων ἀνὴρ ὠσίν τε κὤμμασιν κάμνων,
ἐνταῦθ᾽ ὄκως νιν ἐκ τετρημένης ἠθεῖ
«Ἄπολλον … Ἀγρεῦ …», «τοῦτο» φημὶ «κἠ μάμμη,
35 τάλης, ἐρεῖ σοι—κἠστὶ γραμμάτων χήρη—
κὠ προστυχὼν Φρύξ.» ἢν δὲ δή τι καὶ μέζον
γρῦξαι θέλωμεν, ἢ τριταῖος οὐκ οἶδεν
τῆς οἰκίης τὸν οὐδόν, ἀλλὰ τὴν μάμμην,
γρηῢν γυναῖκα κὠρφανὴν βίου, κείρει,
40 ἢ τοῦ τέγευς ὔπερθε τὰ σκέλεα τείνας
κάθητ᾽ ὄκως τις καλλίης κάτω κύπτων.
τί μευ δοκεῖς τὰ σπλάγχνα τῆς κάκης πάσχειν
ἐπεὰν ἴδωμι; κοὐ τόσος λόγος τοῦδε·
ἀλλ᾽ ὀ κέραμος πᾶς ὤσπερ ἴτ‹ρ›ια θλῆται,
45 κἠπὴν ὀ χειμὼν ἐγγὺς ᾖ, τρί᾽ ἤμαιθα
κλαίουσα ἐκάστου τοῦ πλατύσματος τίνω·
ἒν γὰρ στόμ᾽ ἐστὶ τῆς συνοικίης πάσης,
«τοῦ Μητροτίμης ἔργα Κοττάλου ταῦτα»,
κἀληθίν᾽ ὤστε μηδ᾽ ὀδόντα κινῆσαι.
50 ὄρη δὲ κοίως τὴν ράκιν λελέπρηκε
πᾶσαν, κατ᾽ ὔλην, οἶα Δήλιος κυρτεύς
ἐν τῇ θαλάσσῃ, τὠμβλὺ τῆς ζοῆς τρίβων.
τὰς ἐβδόμας δ᾽ ἄμεινον εἰκάδας τ᾽ οἶδε
τῶν ἀστροδιφέων, κοὐδ᾽ ὔπνος νιν αἰρεῖται
55 νοεῦντ᾽ ὄτ᾽ ἦμος παιγνίην ἀγινῆτε.
ἀλλ᾽ εἴ τί σοι, Λαμπρίσκε, καὶ βίου πρῆξιν
ἐσθλὴν τελοῖεν αἴδε κἀγαθῶν κύρσαις,
μἤλασσον αὐτῷ— ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ Μητροτίμη, ‹μὴ› ἐπεύχεο·
ἔξει γὰρ οὐδὲν μεῖον. Εὐθίης κοῦ μοι,
60 κοῦ Κόκκαλος, κοῦ Φίλλος; οὐ ταχέως τοῦτον
ἀρεῖτ᾽ ἐπ᾽ ὤμου τῇ Ἀκέσεω σεληναίῃ
δείξοντες; αἰνέω τἄργα, Κότταλ᾽, ἂ πρήσσεις·
οὔ σοι ἔτ᾽ ἀπαρκεῖ τῇσι δορκάσιν παίζειν
ἀστράβδ᾽ ὄκωσπερ οἴδε, πρὸς δὲ τὴν παίστρην
65 ἐν τοῖσι προ‹υ›νείκοισι χαλκίζεις φοιτέων;
ἐγώ σε θήσω κοσμιώτερον κούρης,
κινεῦντα μηδὲ κάρφος, εἰ τό γ᾽ ἤδιστον.
κοῦ μοι τὸ δριμὺ σκῦτος, βοὸς κέρκος,
ᾦ τοὺς πεδήτας κἀποτάκτους λωβεῦμαι;
70 δότω τις εἰς τὴν χεῖρα πρὶν †χολη† βῆξαι.


30Και όταν καμιά φορά, ή εγώ ή ο πατέρας του,
γέρος άνθρωπος που υποφέρει από τα αφτιά του και τα μάτια του,
του ζητήσουμε, σαν παιδάκι που είναι,
να μας απαγγείλει κανένα μονόλογο,
μόλις αρχίζει να κουβαλάει νερό με το κόσκινο
«Ἄπολλον ... Ἀγρεῦ...»,
«αυτό», λέω, «κακομοίρη μου,
35θα σου το πει και η γιαγιά σου, ας είναι αγράμματη,
και ο τελευταίος δούλος από τη Φρυγία».
Και αν πούμε να υψώσουμε κάπως τη φωνή,
ή ξεχνάει τρία μερόνυχτα το κατώφλι του σπιτιού,
και την πληρώνει η γιαγιά του,
μια γριά γυναίκα που δεν έχει ψωμί να φάει,
40ή απλώνει τα ξερά του πάνω στη στέγη
και κάθεται σαν τη μαϊμού, σκύβοντας κάτω.
Να ᾽ξερες πώς υποφέρω μέσα μου με το χάλι του όταν τον βλέπω.
Και όχι πως με νοιάζει τόσο για του λόγου του,
αλλά δεν μένει κεραμίδι για κεραμίδι,
γίνονται θρύψαλα σαν παξιμάδια.
45Και όταν πλησιάζει ο χειμώνας,
κλαίγοντας πληρώνω τρία όβολα το κομμάτι·
γιατί ολόκληρο το τετράγωνο βοά μ᾽ ένα στόμα:
«αυτά είναι έργα του Κότταλου, του γιου της Μητροτίμης».
Και είναι αλήθεια, κι έτσι αναγκάζομαι και το βουλώνω.
50Δες πώς κάηκε η πλάτη του ολόκληρη,
έτσι που σέρνει τη χαμένη του ζωή μέσα στα δάση,
όπως οι ψαράδες της Δήλου στη θάλασσα.
Πότε ο μήνας έχει επτά και πότε είκοσι
το γνωρίζει καλύτερα και από τους αστρονόμους·
55και όταν σκέφτεται τις μέρες που έχετε αργία,
δεν του κολλάει ύπνος.
Όμως, αν είναι, Λαμπρίσκε, αυτές εδώ
να σου τα φέρουν δεξιά στη ζωή σου
και να δεις προκοπή, μην του δώσεις λιγότερες—
ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
Σταμάτα να παρακαλάς, Μητροτίμη·
δεν πρόκειται να φάει λιγότερες.
60Πού είσαι, Ευθίη, Κόκκαλε, Φίλλε;
Σηκώστε τον στο άψε-σβήσε στους ώμους,
να δει αστεράκια.
Εύγε σου, Κότταλε, με τα κατορθώματά σου.
Δεν σου αρκεί πια να παίζεις με τα κότσια όπως αυτοί,
65αλλά γυροκοπάς στη λέσχη με τους χαμάληδες
και παίζεις κορώνα-γράμματα.
Θα σε κάνω εγώ πιο κόσμιο και από κορίτσι,
να μην πειράζεις ούτε άχυρο, αν αυτό είναι που θέλεις.
Πού είναι το τσουχτερό λουρί, το βούνευρο,
που το ᾽χω για να μαστιγώνω όσους κρατώ
με χειροπέδες και στην απομόνωση;
70Για να μου το δώσει κάποιος στο χέρι, προτού ξεράσω χολή.