[6.105.1] Η πρώτη ενέργεια των στρατηγών, πριν ακόμη κινήσουν από την πόλη, ήταν να στείλουν στη Σπάρτη κήρυκα τον Φιλιππίδη, που βέβαια ήταν Αθηναίος, κι επίσης ταχυδρόμος — αυτή ήταν η δουλειά του. Αυτόν λοιπόν, όπως διηγόταν ο ίδιος ο Φιλιππίδης και το ανάγγειλε στους Αθηναίους, τον συνάντησε ο Παν στην περιοχή του Παρθενίου όρους, που βρίσκεται πάνω από την Τεγέα. [6.105.2] Και πως ο Παν φωνάζοντας τον Φιλιππίδη με τ᾽ όνομά του τον πρόσταξε ν᾽ αναγγείλει στους Αθηναίους, για ποιό λόγο δεν του προσφέρουν καμιά λατρεία, αυτόν που θέλει το καλό των Αθηναίων και σε πολλές περιπτώσεις τούς στάθηκε χρήσιμος, και θα τους σταθεί και στο μέλλον. [6.105.3] Οι Αθηναίοι λοιπόν πίστεψαν πως αυτά είναι αληθινά, κι έτσι, όταν αποκαταστάθηκαν με τον καλύτερο τρόπο τα πράγματα της πόλης τους, ίδρυσαν ναό του Πανός κάτω από την Ακρόπολη και, εξαιτίας του μηνύματος που τους έστειλε, κάθε χρόνο προσπέφτουν στη χάρη του με θυσίες και λαμπαδηφορία. [6.106.1] Λοιπόν, τότε αυτός ο Φιλιππίδης, που στάλθηκε με εντολή των στρατηγών και που, κατά τα λεγόμενά του, του εμφανίστηκε ο Παν, ξεκινώντας απ᾽ την πόλη της Αθήνας, την επόμενη μέρα έφτασε στη Σπάρτη, παρουσιάστηκε στους άρχοντες κι έλεγε: [6.106.2] «Λακεδαιμόνιοι, οι Αθηναίοι σάς ζητούν να τους βοηθήσετε και να μην αφήσετε να πέσει σκλαβωμένη στα χέρια των βαρβάρων η αρχαιότερη ελληνική πόλη· γιατί νά, τώρα η Ερέτρια έχει υποδουλωθεί και η δύναμη της Ελλάδας μειώθηκε με το να χαθεί μια υπολογίσιμη πόλη». [6.106.3] Αυτός λοιπόν τους μετέφερε όσα του είχαν παραγγείλει, κι εκείνοι δέχτηκαν βέβαια να βοηθήσουν τους Αθηναίους, τους ήταν όμως αδύνατο να το κάνουν αυτό αμέσως, επειδή δεν ήθελαν να καταργήσουν το έθιμό τους· δηλαδή ήταν η ένατη μέρα του μήνα και την ένατη μέρα, καθώς δεν έχουν ακόμη πανσέληνο, είπαν πως δε θα βγουν σε εκστρατεία. [6.107.1] Αυτοί λοιπόν περίμεναν την πανσέληνο, ενώ ο Ιππίας, ο γιος του Πεισιστράτου, οδηγούσε τους βαρβάρους στον Μαραθώνα· την προηγούμενη νύχτα είδε ένα τέτοιο όνειρο: του φάνηκε του Ιππία πως έσμιξε στο κρεβάτι με τη μητέρα του. [6.107.2] Λοιπόν έδωσε την εξής εξήγηση στο όνειρο: πως θα γυρίσει από την εξορία στην Αθήνα, θα ξαναπάρει στα χέρια του την εξουσία κι ύστερα θα πεθάνει σε βαθιά γεράματα στην πόλη του. Αυτή λοιπόν την εξήγηση έδωσε στο όνειρο, κι οδηγώντας τότε τους Πέρσες, αποβίβασε πρώτα πρώτα σ᾽ ένα νησί των Στύρων που λέγεται Αιγιλία τα ανδράποδα που κυρίεψαν στην Ερέτρια, κι ύστερα έφερε τα καράβια σε αραξοβόλια και οργάνωσε την παράταξη των βαρβάρων που είχαν αποβιβαστεί. [6.107.3] Και την ώρα που ρύθμιζε αυτά, τον έπιασε φτάρνισμα και βήχας δυνατότερος από το συνηθισμένο· κι έτσι που ο άνθρωπος τα ᾽χε τα χρονάκια του, τα περισσότερα δόντια του κουνήθηκαν. Μάλιστα απ᾽ το δυνατό βήξιμο ένα πετάχτηκε απ᾽ το στόμα του κι έπεσε στην άμμο· κι εκείνος και τί δεν έκανε για να το βρει. [6.107.4] Και μη βρίσκοντας το δόντι του, αναστέναξε και είπε στη συνοδεία του: «Η γη αυτή δεν είναι δική μας κι ούτε θα μπορέσουμε να τη βάλουμε στο χέρι· κι αν είχα κάποιο μερίδιο σ᾽ αυτή, το κατέχει τώρα το δόντι μου». [6.108.1] Ο Ιππίας λοιπόν συσχέτιζε με αυτά την οπτασία που είχε δει· τώρα, στους Αθηναίους που είχαν παραταχτεί στο τέμενος του Ηρακλή ήρθαν σε επικουρία οι Πλαταιείς πανστρατιά· γιατί οι Πλαταιείς είχαν προσαρτήσει την πόλη τους στην Αθήνα, κι οι Αθηναίοι είχαν κιόλας πάρει πάνω τους πολλούς αγώνες για να τους υπερασπιστούν. Νά πώς παρέδωσαν την πόλη τους: [6.108.2] καθώς τους πίεζαν οι Θηβαίοι, οι Πλαταιείς την παρέδωσαν πρώτα στον Κλεομένη, το γιο του Αναξανδρίδα, και στους Λακεδαιμονίους που βρέθηκαν στα μέρη τους. Κι εκείνοι δε δέχονταν και τους έλεγαν τα εξής: «Εμείς κατοικούμε πολύ μακριά κι η βοήθειά μας σε σας θα έφτανε κατόπιν εορτής· γιατί δέκα φορές οι εχθροί θα υποδούλωναν την πόλη σας πριν καν κάποιος από μας το πάρει είδηση. [6.108.3] Σας συμβουλεύουμε λοιπόν να παραδώσετε την πόλη σας στους Αθηναίους που είναι γείτονές σας κι είναι σπουδαίοι σύμμαχοι». [6.108.4] Οι Λακεδαιμόνιοι έδιναν αυτές τις συμβουλές όχι επειδή ήθελαν τόσο πια το καλό των Πλαταιέων, όσο επειδή ήθελαν να ᾽χουν σκοτούρες οι Αθηναίοι από τις προστριβές με τους Βοιωτούς. Αυτές λοιπόν τις συμβουλές έδωσαν στους Πλαταιείς οι Λακεδαιμόνιοι, κι εκείνοι δεν τους παράκουσαν, αλλά, τη μέρα που οι Αθηναίοι πρόσφεραν θυσίες στους δώδεκα θεούς, αυτοί κάθισαν ικέτες στο βωμό και τους παρέδωσαν την πόλη τους. Μαθαίνοντας αυτά οι Θηβαίοι εκστράτευσαν εναντίον της Πλάταιας, κι οι Αθηναίοι έσπευσαν να βοηθήσουν. [6.108.5] Και την ώρα που ήταν να έρθουν στα χέρια, οι Κορίνθιοι δεν άφησαν να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα, αλλά μπήκαν στη μέση κι έδωσαν τέλος στον πόλεμό τους· κι ύστερα, καθώς και οι δυο μεριές δέχτηκαν τη διαιτησία τους, οι Κορίνθιοι όρισαν τα σύνορα αναμεταξύ τους, με τον όρο να μη πειράξουν οι Θηβαίοι όσους Βοιωτούς δεν ήθελαν να μετέχουν στον βοιωτικό συνασπισμό. Αυτή την κρίση έβγαλαν οι Κορίνθιοι και σηκώθηκαν κι έφυγαν, κι ενώ αποσύρονταν και οι Αθηναίοι, οι Βοιωτοί τούς επιτέθηκαν, αλλά η επίθεσή τους κατέληξε σε ήττα. [6.108.6] Λοιπόν οι Αθηναίοι καταπάτησαν τα σύνορα που όρισαν οι Κορίνθιοι για τους Πλαταιείς· τα καταπάτησαν κι έφεραν τα σύνορα των Θηβαίων με τους Πλαταιείς πιο πέρα, στον ποταμό Ασωπό και στην πόλη Υσιές. Με τον τρόπο που διηγηθήκαμε λοιπόν παρέδωσαν την πόλη τους στους Αθηναίους οι Πλαταιείς, και τότε έφτασαν στον Μαραθώνα για να βοηθήσουν. [6.109.1] Αλλά οι γνώμες των Αθηναίων στρατηγών μοιράστηκαν στα δυο· ορισμένοι δεν έδιναν τη συγκατάθεσή τους να δοθεί μάχη (γιατί, έλεγαν, ήταν λίγοι για να δώσουν μάχη με το στρατό των Περσών), ενώ οι άλλοι και ο Μιλτιάδης επέμεναν να δοθεί. [6.109.2] Μοιράζονταν λοιπόν οι γνώμες και πλειοψηφούσε η χειρότερη· αλλά, επειδή κι ένας ενδέκατος είχε δικαίωμα ψήφου, αυτός που έπαιρνε με κλήρο το αξίωμα του πολεμάρχου των Αθηναίων (γιατί τον παλιό καιρό οι Αθηναίοι έδιναν στον πολέμαρχο ψήφο που είχε το ίδιο βάρος με την ψήφο των στρατηγών), ο Μιλτιάδης πήγε και βρήκε τον Καλλίμαχο από τις Αφίδνες, που ήταν τότε πολέμαρχος, και του μίλησε έτσι: [6.109.3] «Καλλίμαχε, τώρα στα χέρια σου είναι ή να ρίξεις στη σκλαβιά την Αθήνα ή να την κάνεις ελεύθερη και να μείνει τ᾽ όνομά σου όσο θα υπάρχουν άνθρωποι, πιο δοξασμένο απ᾽ του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος. Γιατί, βλέπεις, τώρα η Αθήνα διατρέχει τον πιο μεγάλο κίνδυνο απ᾽ τον καιρό της ίδρυσής της, κι αν μπει κάτω απ᾽ το ζυγό των Μήδων, όλος ο κόσμος ξέρει τί θα πάθει στα χέρια του Ιππία, αν όμως η πόλη αυτή σωθεί, μπορεί ν᾽ αναδειχτεί η πρώτη απ᾽ τις ελληνικές πόλεις. [6.109.4] Λοιπόν, πώς μπορούν να γίνουν αυτά, και κάτω από ποιές συνθήκες η τελική απόφαση γι᾽ αυτά είναι στα χέρια σου, θα σου το πω τώρα. Εμάς, των δέκα στρατηγών, οι γνώμες είναι στα δυο· άλλοι υποστηρίζουν να δώσουμε μάχη κι άλλοι να μη δώσουμε. [6.109.5] Λοιπόν, αν δε δώσουμε μάχη, φοβάμαι μήπως ξεσπάσει καμιά μεγάλη διχόνοια και κλονίσει το φρόνημα των Αθηναίων, με αποτέλεσμα να μηδίσουν· αν όμως δώσουμε μάχη προτού κάτι σάπιο φωλιάσει στις ψυχές μερικών Αθηναίων, θα μπορέσουμε, φτάνει οι θεοί να κρατήσουν δίκαιη ζυγαριά, να βγούμε νικητές στη σύγκρουση. [6.109.6] Λοιπόν όλ᾽ αυτά εσένα περιμένουν και από σένα κρέμονται· δηλαδή, αν προσθέσεις την ψήφο σου στη δική μου γνώμη, θα ᾽χεις πατρίδα ελεύθερη κι η πόλη σου θα είναι η πρώτη ανάμεσα στις ελληνικές· αν προτιμήσεις τη γνώμη αυτών που πασχίζουν ν᾽ αναβάλουν τη σύγκρουση, θα πετύχεις τα αντίθετα από τα καλά που σου απαρίθμησα». [6.110.1] Μ᾽ αυτά τα λόγια ο Μιλτιάδης προσεταιρίζεται τον Καλλίμαχο· και με την προσθήκη της γνώμης του πολεμάρχου πάρθηκε η τελική απόφαση, να δώσουν μάχη. Κατόπιν, οι στρατηγοί που είχαν ταχθεί με τη γνώμη να δώσουν μάχη, όταν με τη σειρά του ο καθένας αποχτούσε το γενικό πρόσταγμα για μια μέρα, το παραχωρούσε στον Μιλτιάδη· κι αυτός το δεχόταν, δεν έλεγε όμως να δώσει μάχη παρά μόνο όταν έφτασε η μέρα που είχε με τη σειρά του το γενικό πρόσταγμα. [6.111.1] Κι όταν ήρθε η σειρά του, νά πώς παρατάχτηκαν οι Αθηναίοι για να δώσουν μάχη· επικεφαλής στη δεξιά πτέρυγα ήταν ο πολέμαρχος· γιατί τότε αυτή ήταν η τάξη στην Αθήνα, να έχει τη δεξιά πτέρυγα ο πολέμαρχος· κι αρχίζοντας απ᾽ αυτήν έρχονταν η μια αμέσως ύστερ᾽ από την άλλη οι φυλές των πολιτών, με τη σειρά της απαρίθμησής τους· την παράταξη έκλειναν οι Πλαταιείς, που κρατούσαν την αριστερή πτέρυγα. [6.111.2] Κι από τη μάχη αυτή και μετά, όταν οι Αθηναίοι προσφέρουν θυσίες στις μεγάλες γιορτές που γίνονται κάθε πέμπτο χρόνο, ο Αθηναίος κήρυκας, στις ευχές που απαγγέλλει για να δώσουν οι θεοί ευτυχία στους Αθηναίους, προσθέτει «και στους Πλαταιείς». [6.111.3] Τότε λοιπόν η παράταξή τους στον Μαραθώνα πήρε ένα τέτοιο σχήμα: το στρατόπεδό τους σχημάτιζε μέτωπο ίσο με το μέτωπο των Περσών, αλλά στο κέντρο είχε μικρό βάθος κι ήταν το πιο αδύνατο σημείο της παράταξής τους, ενώ οι δυο πτέρυγες με τις πυκνές γραμμές τους ήταν ενισχυμένες. [6.112.1] Κι όταν πήραν τις θέσεις μάχης κι οι θυσίες έδωσαν αίσιους οιωνούς, τότε, μόλις τους δόθηκε το σύνθημα, οι Αθηναίοι χύθηκαν τρέχοντας εναντίον των βαρβάρων· και η απόσταση που χώριζε τους δυο στρατούς δεν ήταν μικρότερη από οχτώ σταδίους. [6.112.2] Κι οι Πέρσες, βλέποντάς τους να έρχονται πάνω τους τρέχοντας, ετοιμάζονταν να τους αντιμετωπίσουν, και καταλόγιζαν στους Αθηναίους μανία που τους οδηγούσε στον αφανισμό, βλέποντάς τους να είναι λίγοι, κι αυτοί οι λίγοι να εξορμούν ακράτητοι, την ώρα που δεν τους στήριζαν ούτε ιππικό ούτε τοξότες· [6.112.3] λοιπόν τέτοια υποτιμητική ιδέα σχημάτισαν γι᾽ αυτούς οι βάρβαροι. Κι οι Αθηναίοι, καθώς ήρθαν σε πυκνό σχηματισμό στα χέρια με τους βαρβάρους, πολεμούσαν με έξοχη παλικαριά. Κι αλήθεια, απ᾽ όσο ξέρουμε εμείς, ήταν οι πρώτοι απ᾽ όλους τους Έλληνες που επιτέθηκαν τρέχοντας εναντίον των εχθρών, και πρώτοι που δε δείλιασαν αντικρίζοντας τη μηδική στολή και τους άντρες που τη φορούσαν· ενώ πρωτύτερα οι Έλληνες και μόνο που άκουγαν το όνομα Μήδοι κυριεύονταν από φόβο. [6.113.1] Η μάχη τους στον Μαραθώνα κράτησε ώρες πολλές. Λοιπόν, στο κέντρο του μετώπου νικούσαν οι βάρβαροι, εκεί όπου είχαν παραταχτεί οι ίδιοι οι Πέρσες και οι Σάκες· σ᾽ αυτό το σημείο νικούσαν οι βάρβαροι, δημιούργησαν ρήγμα και συνέχιζαν την καταδίωξη προς τα μεσόγεια· αλλά στη μια και στην άλλη πτέρυγα νικούσαν οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς. [6.113.2] Και παίρνοντας τη νίκη, τους βαρβάρους που είχαν στρέψει τα νώτα τούς παράτησαν στη φευγάλα τους, ενώ, ενώνοντας τις δυο πτέρυγές τους σ᾽ ένα σώμα, έδιναν μάχη με τους Πέρσες που είχαν πετύχει το ρήγμα στο κέντρο του μετώπου· νικητές βγήκαν οι Αθηναίοι. Και πήραν στο κυνήγι τους Πέρσες που τράπηκαν σε φυγή και τους έσφαζαν, ώσπου έφτασαν στη θάλασσα κι έψαχναν να βρουν φωτιά και γαντζώνονταν στα καράβια των εχθρών. [6.114.1] Και σ᾽ αυτόν τον αγώνα σκοτώνεται ο πολέμαρχος, που αναδείχτηκε ήρωας, σκοτώθηκε κι από τους στρατηγούς ο Στησίλαος, ο γιος του Θρασυλάου· κι από τους άλλους ο Κυνέγειρος, ο γιος του Ευφορίωνος, γαντζωμένος τότε στη φιγούρα της πρύμης καραβιού, έπεσε νεκρός όταν του έκοψαν με τσεκούρι το χέρι· κι άλλοι ακόμα Αθηναίοι, πολλοί και ονομαστοί. [6.115.1] Μ᾽ ένα τέτοιο τρόπο οι Αθηναίοι αιχμαλώτισαν εφτά καράβια, κι οι βάρβαροι με τα υπόλοιπα βγήκαν στ᾽ ανοιχτά, πήραν τα ανδράποδα της Ερέτριας από το νησί όπου τα είχαν αφήσει κι αρμενίζοντας έκαναν το γύρο του Σουνίου θέλοντας να φτάσουν πρώτοι στην πόλη, προλαβαίνοντας τους Αθηναίους. Και καταγγέλθηκε στην Αθήνα πως αυτή τους η ιδέα ήταν δόλιο σχέδιο των Αλκμεωνιδών· γιατί ετούτοι, ειπώθηκε, συνεννοημένοι με τους Πέρσες, ύψωσαν ασπίδα την ώρα που εκείνοι ήταν κιόλας στα καράβια. [6.116.1] Αυτοί λοιπόν έκαναν με τα καράβια τους το γύρο του Σουνίου· κι οι Αθηναίοι απ᾽ τη μεριά τους, τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, έσπευδαν να υπερασπιστούν την πόλη και πρόλαβαν κι έφτασαν πριν έρθουν οι βάρβαροι· αφήνοντας το τέμενος του Ηρακλή στον Μαραθώνα ήρθαν και στρατοπέδευσαν σ᾽ ένα άλλο τέμενος του Ηρακλή, στο Κυνόσαργες. Οι βάρβαροι τότε, με τα καράβια τους να σαλεύουν στα νερά του Φαλήρου (γιατί τότε αυτό ήταν ο ναύσταθμος της Αθήνας), κράτησαν λοιπόν τα καράβια τους στα πανιά απέναντι απ᾽ το Φάληρο κι ύστερα πήραν το δρόμο του γυρισμού για την Ασία. [6.117.1] Στη μάχη αυτή του Μαραθώνα σκοτώθηκαν από τους βαρβάρους περίπου έξι χιλιάδες τετρακόσιοι άντρες κι από τους Αθηναίους εκατόν ενενήντα δυο· αυτές ήταν οι απώλειες που είχαν τα δυο μέρη. [6.117.2] Και στην ίδια μάχη συνέβη ένα τέτοιο καταπληκτικό περιστατικό: ένας Αθηναίος, ο Επίζηλος, ο γιος του Κουφαγόρα, που πολεμούσε ηρωικά εκεί που πάλευαν στήθος με στήθος, έχασε το φως των ματιών του χωρίς να δεχτεί ούτε χτύπημα ούτε βέλος σε κανένα μέρος του σώματός του κι από τότε έμεινε σ᾽ όλη τη ζωή του τυφλός. [6.117.3] Κι άκουσα να διηγούνται για το πάθημά του μια τέτοια ιστορία, πως του φάνηκε να στέκεται αντίκρυ του ένας πελώριος οπλίτης, που η γενειάδα του σκέπαζε ολόκληρη την ασπίδα του· κι αυτό το φάντασμα προσπέρασε τον ίδιο και σκότωσε τον συμπολεμιστή του. Αυτή την ιστορία άκουσα πως διηγιόταν ο Επίζηλος. |