[5.28.1] Αυτός λοιπόν ως στρατηγός αυτές τις επιχειρήσεις έφερε σε πέρας, κι αργότερα ο κόσμος δεν ξανάσανε για πολύ καιρό από τις συμφορές, όταν για δεύτερη φορά χτύπησαν οι συμφορές τους Ίωνες, ξεκινώντας από τη Νάξο κι από τη Μίλητο. Γιατί η Νάξος απ᾽ τη μεριά της είχε τα πρωτεία της ευημερίας ανάμεσα στα νησιά, κι η Μίλητος από τη δική της την ίδια εποχή είχε φτάσει στο αποκορύφωμα της ακμής της, μάλιστα ήταν το καμάρι της Ιωνίας, ενώ προηγουμένως, για δυο ανθρώπινες γενιές, νοσούσε βαριά από εμφύλιες ταραχές, ωσότου ξανάφεραν την τάξη στην πόλη οι Πάριοι· γιατί αυτούς ανάμεσα απ᾽ όλους τους Έλληνες προτίμησαν οι Μιλήσιοι για ρυθμιστές του πολιτεύματός τους. [5.29.1] Νά λοιπόν με ποιόν τρόπο οι Πάριοι έφεραν τη συμφιλίωση στην πόλη· όταν έφτασαν στη Μίλητο οι πιο άξιοι απ᾽ αυτούς (γιατί έβλεπαν σε ποιά κατάντια είχαν φτάσει τα οικονομικά της πόλης) είπαν πως θέλουν να διασχίσουν από τη μια ώς την άλλη άκρη τη χώρα. Λοιπόν κάνοντας αυτά και διασχίζοντας τη χώρα των Μιλησίων, όποτε έβλεπαν μες στην αποχερσωμένη χώρα ένα χωράφι όμορφα καλλιεργημένο, σημείωναν το όνομα του ιδιοχτήτη του χωραφιού. [5.29.2] Κι αφού πέρασαν από τη μια άκρη ώς την άλλη τη χώρα και βρήκαν πολύ λίγους να σημειώσουν, μόλις κατέβηκαν στην πόλη αμέσως έκαναν συνέλευση των πολιτών κι όρισαν να κυβερνούν την πόλη αυτοί που βρέθηκαν τα χωράφια τους όμορφα καλλιεργημένα (γιατί, είπαν, ελπίζουν πως και για τις δημόσιες υποθέσεις θα έδειχναν την ίδια φροντίδα, καταπώς φρόντιζαν τις δικές τους), και διέταζαν τους υπόλοιπους Μιλησίους, που πριν τρώγονταν μεταξύ τους, να υπακούουν σ᾽ αυτούς. [5.30.1] Μ᾽ αυτό τον τρόπο λοιπόν οι Πάριοι ξανάφεραν την τάξη στη Μίλητο· αλλά τότε έτσι ξεκίνησαν απ᾽ αυτές τις πόλεις οι συμφορές να χτυπούν την Ιωνία. Ο λαός της Νάξου εξόρισε πολίτες ευκατάστατους, κι οι εξόριστοι έφτασαν στη Μίλητο. [5.30.2] Συνέβαινε τότε να είναι τοποτηρητής του τυράννου στη Μίλητο ο Αρισταγόρας, γιος του Μολπαγόρα, που ήταν γαμπρός κι εξάδερφος του Ιστιαίου, του γιου του Λυσαγόρα, εκείνου που ο Δαρείος κρατούσε στα Σούσα. Γιατί τύραννος της Μιλήτου ήταν ο Ιστιαίος και συνέβαινε αυτό τον καιρό, όταν ήρθαν οι Νάξιοι, που στο παρελθόν είχαν δεσμό από φιλοξενία με τον Ιστιαίο, αυτός να βρίσκεται στα Σούσα. [5.30.3] Φτάνοντας οι Νάξιοι στη Μίλητο παρακαλούσαν τον Αρισταγόρα, αν είχε τρόπο, να τους διαθέσει κάποια στρατιωτική δύναμη, για να γυρίσουν από την εξορία στο νησί τους. Κι αυτός, κάνοντας τη σκέψη πως, αν με τη δική του συνδρομή γύριζαν από την εξορία στην πόλη τους, θα εξουσιάσει τη Νάξο, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα τους φιλικούς δεσμούς τους με τον Ιστιαίο, τους μίλησε έτσι: [5.30.4] «Εγώ δεν μπορώ από μόνος μου να δεσμευτώ να διαθέσω για σας τόσο μεγάλη στρατιωτική δύναμη, ώστε να σας αποκαταστήσω στην πατρίδα σας, την ώρα που οι Νάξιοι που κρατούν την πόλη δε δέχονται κάτι τέτοιο· γιατί ακούω πως οι Νάξιοι έχουν οχτώ χιλιάδες ασπιδοφόρους και πολλά πολεμικά καράβια· όμως, κάνοντας ό,τι περνά από το χέρι μου, θα βρω τρόπο· [5.30.5] και νά ποιά ιδέα μού ήρθε: συμβαίνει να είναι φίλος μου ο Αρταφρένης, κι είναι γιος του Υστάσπη κι αδερφός του βασιλιά Δαρείου ο Αρταφρένης, κι έχει στην εξουσία του όλες τις παραθαλάσσιες περιοχές της Μικράς Ασίας, έχοντας και μεγάλο στρατό και πολλά καράβια. Πιστεύω λοιπόν πως ο άντρας αυτός θα κάνει ό,τι του ζητήσουμε». [5.30.6] Ακούοντας αυτά οι Νάξιοι ανέθεσαν στον Αρισταγόρα να ενεργήσει όσο μπορούσε καλύτερα, και του έδωσαν την εξουσιοδότηση να υποσχεθεί δώρα και τα έξοδα για το εκστρατευτικό σώμα —τα χρήματα θα τα ᾽βαζαν απ᾽ τα δικά τους—, επειδή είχαν μεγάλες ελπίδες πως, με το που θα εμφανίζονταν οι Πέρσες στη Νάξο, οι Νάξιοι θα υπάκουαν σ᾽ ό,τι τους πρόσταζαν, και το ίδιο θα έκαναν κι οι υπόλοιποι νησιώτες· γιατί ώς εκείνη τη μέρα κανένα από τα νησιά αυτά [τις Κυκλάδες] δε βρισκόταν στην επικράτεια του Δαρείου. [5.31.1] Φτάνοντας λοιπόν ο Αρισταγόρας στις Σάρδεις λέει στον Αρταφρένη πως η Νάξος είναι νησί όχι και τόσο μεγάλο σε έκταση, απ᾽ την άλλη όμως όμορφο και με καλή γη και κοντά στην Ιωνία, κι έχει πολλά χρήματα και δούλους. «Λοιπόν, στείλε εσύ το στρατό σου εναντίον αυτής της χώρας, βοηθώντας τους εξορισμένους απ᾽ αυτή να γυρίσουν στην πόλη τους. [5.31.2] Κι αν κάνεις αυτά, πρώτα πρώτα έχουν εξασφαλίσει πολλά χρήματα, ξέχωρα απ᾽ τις δαπάνες για το εκστρατευτικό σώμα (γιατί αυτές είμαστε υποχρεωμένοι να καταβάλουμε εμείς που σε προσκαλούμε), κι ύστερα θα προσθέσεις στην επικράτεια του βασιλιά νησιά, την ίδια τη Νάξο κι όσα είναι δεμένα στο άρμα της, την Πάρο και την Άνδρο και τ᾽ άλλα, που τα ονομάζουμε Κυκλάδες. [5.31.3] Κι έχοντάς τες για ορμητήριο εύκολα θα επιτεθείς εναντίον της Εύβοιας — νησί μεγάλο και πλούσιο, όχι μικρότερο από την Κύπρο, και που η κατάκτησή του είναι πολύ εύκολη υπόθεση. Εκατό καράβια φτάνουν για να βάλεις στο χέρι σου όλ᾽ αυτά τα νησιά». Κι αυτός του αποκρίθηκε έτσι: [5.31.4] «Εσύ έρχεσαι στην αυλή του βασιλιά να εισηγηθείς καλές επιχειρήσεις, κι όλες οι προτάσεις σου είναι σωστές, εκτός από τον αριθμό των καραβιών. Λοιπόν, όχι εκατό, αλλά διακόσια θα τα ᾽χεις σίγουρα με τον ερχομό της άνοιξης. Πρέπει όμως γι᾽ αυτά να πει το ναι και ο βασιλιάς». [5.32.1] Λοιπόν, όταν τ᾽ άκουσε αυτά ο Αρισταγόρας, καταχαρούμενος γύρισε στη Μίλητο· κι ο Αρταφρένης, καθώς κι ο ίδιος ο Δαρείος έδωσε τη συγκατάθεσή του, όταν έστειλε αγγελιοφόρο στα Σούσα και ζήτησε την έγκριση της πρότασής του, αμέσως ετοίμασε διακόσιες τριήρεις και πάρα πολύ μεγάλο στρατό από Πέρσες κι από τους διάφορους συμμάχους τους και διόρισε στρατηγό τους τον Μεγαβάτη, Πέρση απ᾽ τη γενιά των Αχαιμενιδών, ξάδερφο δικό του και του Δαρείου, αυτουνού που αργότερα, αν αληθεύει η φήμη, ο Παυσανίας, ο γιος του Κλεομβρότου ο Λακεδαιμόνιος, αρραβωνιάστηκε τη θυγατέρα, έρωτα νιώθοντας να γίνει τύραννος της Ελλάδας. Διόρισε λοιπόν ο Αρταφρένης τον Μεγαβάτη στρατηγό κι έστειλε το εκστρατευτικό σώμα στον Αρισταγόρα. [5.33.1] Κι ο Μεγαβάτης πήρε μαζί του από τη Μίλητο τον Αρισταγόρα και το εκστρατευτικό σώμα της Ιωνίας και τους Ναξίους κι έβαλε πλώρη δήθεν εναντίον του Ελλησπόντου, όταν όμως έφτασε στη Χίο, έριξε άγκυρα στα Καύκασα με σκοπό, άμα πάρει να φυσά βοριάς, να περάσει απ᾽ εκεί απέναντι, στη Νάξο. [5.33.2] Και —γιατί δεν ήταν γραφτό ν᾽ αφανιστούν οι Νάξιοι απ᾽ αυτό το εκστρατευτικό σώμα— το ᾽φερε η τύχη να γίνει ένα τέτοιο περιστατικό: καθώς ο Μεγαβάτης έκανε επιθεώρηση στους σκοπούς των καραβιών, έτυχε πάνω σ᾽ ένα καράβι από τη Μύνδο να μη βρίσκεται κανένας σκοπός· κι αυτός αγανάχτησε και διέταξε τους δορυφόρους τους να ψάξουν και να βρουν τον κυβερνήτη αυτού του πλοίου, που τον έλεγαν Σκύλακα, και να τον αλυσοδέσουν, αφού περάσουν το κεφάλι του από μια θαλαμιά του καραβιού, έτσι που το κορμί του να είναι στο μέσα του καραβιού και το κεφάλι απ᾽ έξω. [5.33.3] Κι όταν αλυσόδεσαν τον Σκύλακα, κάποιος φέρνει τα νέα στον Αρισταγόρα, πως τον φίλο του από τη Μύνδο ο Μεγαβάτης τον αλυσόδεσε και τον βασανίζει. Κι αυτός πήγε και ζήτησε από τον Πέρση να δώσει χάρη, αλλά τα παρακάλια του δεν έπιασαν τόπο κι έτσι πήγε μόνος του και τον έλυσε. Το έμαθε ο Μεγαβάτης κι αγανάχτησε πολύ και φουρκίστηκε με τον Αρισταγόρα. Κι αυτός του είπε: [5.33.4] «Εσύ τί δουλειά έχεις μ᾽ αυτά τα πράματα; Δε σου έδωσε εντολή ο Αρταφρένης να με υπακούς και να οδηγείς το στόλο όπου εγώ διατάζω; Γιατί φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν;». Αυτά είπε ο Αρισταγόρας. Κι ο άλλος θύμωσε μ᾽ αυτά, κι όταν έπεσε η νύχτα έστειλε στη Νάξο ανθρώπους με καράβι, για να πουν στους Ναξίους τα πάντα για τον κίνδυνο που τους έζωνε. [5.34.1] Λοιπόν οι Νάξιοι, ούτε που πέρασε απ᾽ το νου τους πως προορισμός αυτού του εκστρατευτικού σώματος ήταν το νησί τους. Όταν όμως πήραν την είδηση, αμέσως ό,τι είχαν στα χωράφια τους τα κουβαλούσαν μέσα στο τείχος κι έκαναν τις απαραίτητες προετοιμασίες για την πολιορκία, και προμηθεύτηκαν τρόφιμα και ποτά κι επισκεύασαν το τείχος. [5.34.2] Κι αυτοί απ᾽ τη μεριά τους είχαν πάρει τα μέτρα τους, μια κι όπου να ᾽ταν τους ερχόταν πόλεμος, κι όσο για τους άλλους, όταν πέρασαν τα καράβια τους από τη Χίο στη Νάξο, η επίθεσή τους βρήκε τον εχθρό οχυρωμένο και πολιορκούσαν την πόλη τέσσερες μήνες. [5.34.3] Όμως και τα χρήματα που είχαν μαζί τους οι Πέρσες όταν ήρθαν σώθηκαν εντελώς και κοντά σ᾽ αυτά ξοδεύτηκαν κι όσα έβαλε από τα δικά του ο Αρισταγόρας, κι η πολιορκία απαιτούσε όλο και περισσότερα· τότε λοιπόν έχτισαν κάστρο για τους εξορισμένους Ναξίους και σηκώθηκαν και γύρισαν στην Ασία, κι ήταν να τους κλαις. [5.35.1] Ο Αρισταγόρας λοιπόν δεν είχε τρόπο να εκπληρώσει τις υποσχέσεις που έδωσε στον Αρταφρένη· συνάμα τον πίεζαν τα έξοδα που απαιτούσε το εκστρατευτικό σώμα και τον έπιασε φόβος που η εκστρατεία απέτυχε και τον κατέτρεχε ο Μεγαβάτης· και το πήρε απόφαση πως θα χάσει τη βασιλική εξουσία της Μιλήτου. [5.35.2] Λοιπόν, καθώς το καθένα απ᾽ αυτά τον φόβιζε, άρχισε να σκέφτεται να επαναστατήσει. Μάλιστα σ᾽ αυτό το μεταξύ κατά σύμπτωση έφτασε από τα Σούσα ο άνθρωπος του Ιστιαίου με τα στίγματα στο κεφάλι, που έδιναν στον Αρισταγόρα το σύνθημα να σηκώσει επανάσταση εναντίον του βασιλιά. [5.35.3] Γιατί ο Ιστιαίος, θέλοντας να δώσει το σύνθημα της επανάστασης, δεν είχε κανέναν άλλο σίγουρο τρόπο να δώσει το σύνθημα, έτσι που οι δρόμοι είχαν φρουρές, και λοιπόν ξύρισε σύρριζα το κεφάλι του πιο πιστού του δούλου, το χάραξε με στίγματα και περίμενε να ξαναβγάλει μαλλιά. Και μόλις ξαναβγήκαν, χωρίς να χάσει στιγμή τον έστειλε στη Μίλητο, χωρίς καμιά άλλη παραγγελία παρά, μόλις φτάσει στη Μίλητο, να προστάξει τον Αρισταγόρα να του ξουρίσει τα μαλλιά και να παρατηρήσει προσεχτικά το κεφάλι του· και τα στίγματα σχημάτιζαν, όπως είπα και παραπάνω, το σύνθημα «επανάσταση». [5.35.4] Κι έπραξε έτσι ο Ιστιαίος, γιατί ένιωθε πολύ δυστυχισμένος με τον περιορισμό του στα Σούσα· αν λοιπόν γινόταν επανάσταση, είχε πολλές ελπίδες να τον στείλουν στις παραθαλάσσιες περιοχές, αν όμως η Μίλητος δεν έκανε κανένα κίνημα, σκεφτόταν πως δεν υπήρχε πια καμιά πιθανότητα να γυρίσει σ᾽ αυτή. |