[4.191.1] Τώρα, αμέσως ύστερ᾽ από τους Αυσείς, προς τα δυτικά του ποταμού Τρίτωνα, βρίσκονται πια Λίβυες γεωργοί και που συνηθίζουν να κατοικούν σε σπίτια· αυτοί ονομάζονται Μάξυες, που αφήνουν μακριά μαλλιά στη δεξιά μεριά του κεφαλιού τους, κουρεύουν όμως την αριστερή, κι αλείφουν το σώμα τους με κοκκινάδι· ισχυρίζονται πως κατάγονται από άντρες που ήρθαν από την Τροία. [4.191.2] Λοιπόν αυτά τα μέρη, όπως και η υπόλοιπη Λιβύη που πέφτει δυτικότερα, έχουν άγρια θηρία και δάση πολύ περισσότερα απ᾽ ό,τι η χώρα των νομάδων. [4.191.3] Γιατί η γη της ανατολικής Λιβύης, όπου ζουν οι νομάδες, ώς τον ποταμό Τρίτωνα, είναι χαμηλή κι όλο άμμο, τα μέρη όμως των γεωργών, από τον ποταμό αυτό και δυτικότερα, είναι πολύ ορεινά και με πυκνά δάση και γεμάτα άγρια θηρία. [4.191.4] Γιατί κι εκείνα τα φίδια τα τεράστια και τα λιοντάρια σ᾽ αυτά τα μέρη βρίσκονται, κι οι ελέφαντες κι οι αρκούδες και τα φίδια ασπίδες και γαϊδούρια που έχουν κέρατα και οι σκυλοκέφαλοι και οι ακέφαλοι, που έχουν τα μάτια στο στήθος, καταπώς λένε οι Λίβυες, και οι άντρες οι άγριοι και οι γυναίκες οι άγριες κι ένα πλήθος άλλα θηρία που μπορείς να τα δεις με τα μάτια σου. [4.192.1] Από τα ζώα αυτά κανένα δε ζει στα μέρη των νομάδων, αλλά άλλες ράτσες, τέτοιας λογής: αντιλόπες και ζαρκάδια κι αγριοκάτσικα και γαϊδούρια, όχι αυτά που έχουν κέρατα, αλλά άλλη ράτσα, που δεν πίνουν νερό, και όρυες (το ζώο αυτό είναι μεγάλο όσο ένα βόδι, και με τα κέρατά του κάνουν τους βραχίονες της φοινικικής κιθάρας) [4.192.2] και αλεπουδίτσες και ύαινες και σκαντζόχοιροι και άγρια κριάρια και δίκτυες και τσακάλια και πάνθηρες και βόρυες και κροκόδειλοι, της στεριάς, με τρεις πήχες περίπου μάκρος, ολόιδιοι με τις σαύρες, και στρουθοκάμηλοι και μικρά φίδια, που καθένα τους έχει κι από ένα κέρατο. Αυτά τα ζώα λοιπόν ζουν σ᾽ αυτή την περιοχή, όπως κι εκείνα που ζουν σ᾽ άλλα μέρη, εκτός από το ελάφι και το αγριογούρουνο· ελάφια κι αγριογούρουνα δε βρίσκεις πουθενά στη Λιβύη. [4.192.3] Από ποντίκια σ᾽ αυτά τα μέρη έχουμε τρεις ράτσες· τη μια τη λένε δίποδες, τη δεύτερη ζεγέριες (η λέξη είναι λιβυκή, στα ελληνικά θα τη λέγαμε λόφοι) και την τρίτη σκαντζοχοιροπόντικα. Υπάρχουν και γατιά, που ζουν μες στο σίλφιο, ολόιδια με της Ταρτησσού. Λοιπόν τόσες ράτσες άγριων ζώων έχει η γη των νομάδων Λιβύων, όσες μπορέσαμε να καταγράψουμε ύστερα από αναζήτηση που κράτησε πολλά χρόνια. [4.193.1] Αμέσως ύστερ᾽ από τους Λιβύους Μάξυες έρχονται οι Ζαύηκες, που οι γυναίκες τους οδηγούν τ᾽ άρματά τους στον πόλεμο. [4.194.1] Αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς έρχονται οι Γύζαντες, που στη χώρα τους πολύ μέλι δίνουν οι μέλισσες, πολύ περισσότερο όμως λένε ότι κάνουν οι άνθρωποι που ξέρουν να το δουλεύουν. Κι όλοι τους αλείφουν το σώμα τους με κοκκινάδι κι έχουν για τροφή τους τούς πιθήκους, που τους βρίσκουν άφθονους στα βουνά. [4.195.1] Οι Καρχηδόνιοι λένε πως στην περιοχή αυτή βρίσκεται ένα νησί, που τ᾽ ονομάζουν Κύρανη, με μάκρος διακόσιους σταδίους, στο πλάτος όμως στενό, που μπορεί κανείς να περάσει σ᾽ αυτό απ᾽ τη στεριά με τα πόδια, γεμάτο λιόδεντρα κι αμπέλια. [4.195.2] Και πως στο νησί αυτό βρίσκεται μια λίμνη, που από το βούρκο του βυθού της οι παρθένες του τόπου βγάζουν απάνω, με φτερά πουλιών αλειμμένα με πίσσα, ψήγματα χρυσού. Τώρα, κατά πόσο αυτό είναι αληθινό, δεν το ξέρω — γράφω ό,τι μου είπαν. Τίποτε όμως δεν αποκλείεται, αφού είδα με τα μάτια μου να βγάζουν πίσσα από τα νερά λίμνης στη Ζάκυνθο, [4.195.3] όπου υπάρχουν και άλλες πολλές λίμνες, κι η πιο μεγάλη τους αυτή που, απ᾽ όποια μεριά κι αν μετρηθεί, έχει μάκρος εβδομήντα πόδια, ενώ το βάθος της είναι δυο οργιές· εκεί δένουν κλαδιά μυρτιάς σ᾽ ένα κοντάρι και το βυθίζουν στα νερά της και κατόπι βγάζουν απάνω την πίσσα, που έχει κολλήσει στα κλαδιά της μυρτιάς· έχει μυρωδιά ασφάλτου και σ᾽ όλα τ᾽ άλλα είναι ανώτερη από την πίσσα της Πιερίας· τη ρίχνουν λοιπόν σε λάκκο που έχουν σκάψει κοντά στη λίμνη· κι αφού μαζευτεί αρκετή, την παίρνουν τότε απ᾽ το λάκκο και τη χύνουν σε αμφορείς. [4.195.4] Κι ό,τι κι αν ρίξεις στη λίμνη, περνά κάτω απ᾽ τη γη και ξαναπροβάλλει στη θάλασσα, που απέχει περίπου τέσσερες σταδίους από τη λίμνη. Με ανάλογο τρόπο λοιπόν φαίνονται αληθινά και τα όσα λέγονται για το νησί που βρίσκεται στις ακτές της Λιβύης. [4.196.1] Λένε επίσης οι Καρχηδόνιοι πως είναι ένας τόπος της Λιβύης και άνθρωποι που ζουν πιο πέρα από τις Ηράκλειες στήλες, όπου, όταν οι έμποροι φτάνουν και βγάζουν από το καράβι τις πραμάτειες τους, τις αραδιάζουν τη μια δίπλα στην άλλη στην ακρογιαλιά, κι ύστερα ξαναμπαίνουν στο καράβι τους και σηκώνουν καπνό· κι οι άνθρωποι του τόπου βλέποντας τον καπνό κατεβαίνουν στη θάλασσα κι έπειτα βάζουν εκεί χρυσό, αντίτιμο για τις πραμάτειες, και αποτραβιούνται μακριά από τις πραμάτειες. [4.196.2] Τότε οι Καρχηδόνιοι βγαίνουν στη στεριά και κάνουν λογαριασμό, κι αν τους φανεί πως ο χρυσός είναι τόσος, όσο αξίζουν οι πραμάτειες τους, τον παίρνουν και πηγαίνουν στο καλό· αν όμως αυτές αξίζουν περισσότερο, ξαναμπαίνουν στα πλοία τους και περιμένουν, κι οι άλλοι πλησιάζουν και βάζουν κι άλλο χρυσό, ωσότου τους κάνουν να συμφωνήσουν. [4.196.3] Και λένε πως κανένας τους δεν τρώει το δίκιο του άλλου· δηλαδή πως ούτε οι ίδιοι τους αγγίζουν το χρυσάφι προτού φτάσει στο ποσό που αξίζουν οι πραμάτειες τους ούτε οι ντόπιοι αγγίζουν τις πραμάτειες προτού πάρουν οι άλλοι το χρυσάφι. |