[3.150.1] Όταν ωστόσο ξεκινούσε για τη Σάμο ο στόλος με τον στρατό, οι Βαβυλώνιοι, ύστερα από γερή προετοιμασία, επαναστάτησαν — πράγματι, όσον καιρό κυβερνούσε ο Μάγος και γινόταν η επανάσταση των επτά, όλο αυτό το διάστημα και μέσα σ᾽ εκείνη την αναταραχή, αυτοί προετοιμάζονταν για την πολιορκία. Και άγνωστο πώς, όλα τα έκαναν χωρίς να τους καταλάβουν. [3.150.2] Όταν λοιπόν επαναστάτησαν πια φανερά, έκαναν το εξής: αφού ξεχώρισαν τις μητέρες, διάλεξαν ο καθένας μια γυναίκα, όποια ήθελε απ᾽ αυτές που είχε στο σπίτι του, και τις υπόλοιπες τις μάζεψαν όλες και τις έπνιξαν — τη μια τη διάλεξαν ο καθένας για να τους ετοιμάζει το ψωμί. Όσο για τις άλλες, τις έπνιξαν για να μην τους καταναλώνουν το σιτάρι. [3.151.1] Μαθαίνοντάς τα αυτά ο Δαρείος μάζεψε όλη του τη δύναμη και κινώντας εκστρατεία εναντίον τους βάδισε κατά της Βαβυλώνας και την πολιόρκησε· αλλά εκείνοι δεν σκοτίζονταν καθόλου για την πολιορκία — πράγματι, οι Βαβυλώνιοι ανέβαιναν στους προμαχώνες του τείχους και χόρευαν ξέφρενα και κορόιδευαν τον Δαρείο και τη στρατιά του και μάλιστα κάποιος απ᾽ αυτούς είπε τούτα τα λόγια: [3.151.2] «Τί καθόσαστε εδώ πέρα, βρε Πέρσες, και δεν σηκωνόσαστε να φύγετε; Αφού τότε μόνο θα μας κυριέψετε, όταν θα γεννήσουν τα μουλάρια». Και το είπε αυτό εκείνος ο Βαβυλώνιος επειδή πίστευε ότι σε καμία περίπτωση δεν γεννάει το μουλάρι. [3.152.1] Πέρασαν ωστόσο ένας χρόνος και επτά μήνες, και ο Δαρείος στεναχωριόταν, όπως και όλη η στρατιά, που δεν ήταν ικανή να νικήσει τους Βαβυλωνίους. Και όμως ο Δαρείος είχε χρησιμοποιήσει στην περίπτωσή τους όλες τις επινοήσεις και όλα τα τεχνάσματα· αλλά ούτε έτσι μπόρεσε να τους καταβάλει, μολονότι ανάμεσα στα άλλα τεχνάσματα που δοκίμασε, ήταν κι εκείνο με το οποίο τους είχε νικήσει ο Κύρος — κι αυτό το δοκίμασε. Οι Βαβυλώνιοι όμως φυλάγονταν άγρυπνα, και ο Δαρείος δεν μπορούσε να τους καταβάλει. [3.153.1] Τότε, τον εικοστό μήνα, στον Ζώπυρο, γιο εκείνου του Μεγάβυξου που ήταν ένας από τους επτά άνδρες που είχαν ανατρέψει τον Μάγο, στον Ζώπυρο λοιπόν εκείνου του Μεγάβυξου συνέβη θαύμα: ένα από τα θηλυκά μουλάρια του που κουβαλούσαν τα τρόφιμα, γέννησε. Όταν του το ανάγγειλαν μάλιστα, ο Ζώπυρος δεν το πίστεψε, αλλά πήγε ο ίδιος και είδε το μικρό, οπότε απαγόρευσε σε όσους είχαν δει το γεγονός να κάνουν λόγο σε οποιονδήποτε, και άρχισε να σκέπτεται. [3.153.2] Και θεώρησε ο Ζώπυρος ότι σύμφωνα με τα λόγια που είχε πει παλιότερα εκείνος ο Βαβυλώνιος, ότι δηλαδή όταν γεννήσουν τα μουλάρια, τότε θα κυριευθεί το τείχος, ότι σύμφωνα με αυτή την προφητεία η Βαβυλώνα μπορούσε πια να κυριευτεί — γιατί από θεού εκείνος είχε μιλήσει έτσι, και η δική του μούλα γέννησε. [3.154.1] Όταν λοιπόν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν πλέον μοιραίο να κυριευτεί η Βαβυλώνα, ο Ζώπυρος παρουσιάστηκε στον Δαρείο και τον ρώτησε να μάθει αν το είχε περί πολλού να κυριεύσει τη Βαβυλώνα. Και όταν έμαθε ότι ο Δαρείος έδινε σ᾽ αυτό μεγάλη σημασία, ο Ζώπυρος άρχισε να σκέφτεται κάτι άλλο, πώς να είναι αυτός που θα την κυριεύσει και πώς το κατόρθωμα να είναι όλο δικό του — γιατί οι Πέρσες τιμούν σε μεγάλο βαθμό τις ανδραγαθίες. [3.154.2] Ωστόσο, άλλο τρόπο για να μπορέσει να βάλει στο χέρι τη Βαβυλώνα δεν έβρισκε ο Ζώπυρος πάρεξ να παραμορφωθεί μοναχός του και να αυτομολήσει στους Βαβυλώνιους. Έτσι, χωρίς να το πολυσκεφτεί, πιάνει και κουτσουρεύει τον εαυτό του με τρόπο ανεπανόρθωτο: έκοψε δηλαδή τη μύτη του και τα αυτιά του, σουρομάδησε τα μαλλιά του, μαστιγώθηκε μονάχος του και πήγε στον Δαρείο. [3.155.1] Πολύ βαριά του ήρθε του Δαρείου σαν είδε παραμορφωμένον αυτόν τον ξεχωριστό άνθρωπο: τινάχτηκε από τον θρόνο, έβαλε φωνή και τον ρώτησε ποιός τον είχε παραμορφώσει έτσι και τί του είχε κάνει αυτός. [3.155.2] Κι εκείνος είπε: «Δεν υπάρχει άνθρωπος έξω από σένα που να έχει τη δύναμη να καταντήσει εμένα σ᾽ αυτά τα χάλια — κανένας άλλος δεν μου τα έκανε, βασιλιά μου, όλα αυτά, αλλά εγώ ο ίδιος μονάχος μου, γιατί το έφερα βαριά να περιγελούν οι Ασσύριοι τους Πέρσες». [3.155.3] Κι εκείνος του απάντησε: «Άνθρωπε αθλιότατε, στη χειρότερη πράξη δίνεις το ομορφότερο όνομα όταν λες ότι εξαιτίας των πολιορκημένων έκανες στον εαυτό σου τέτοιο ανεπανόρθωτο κακό· αλλά γιατί, βρε αστόχαστε, θα νικηθούν οι εχθροί γρηγορότερα επειδή εσύ σακατεύτηκες μόνος σου; Σίγουρα έχασες το μυαλό σου για να κάνεις τέτοια ζημιά στον εαυτό σου». [3.155.4] Και εκείνος του είπε: «Αν σου το έλεγα από πριν τί σκόπευα να κάνω, δεν θα με άφηνες· γι᾽ αυτό το πήρα απάνω μου ό,τι έκανα. Τώρα όμως, αν από την πλευρά σου δεν υπάρξουν ελλείψεις, την πήραμε την Βαβυλώνα. Γιατί εγώ, έτσι όπως είμαι, θα αυτομολήσω μέσα στο τείχος και θα τους πω ότι από σένα τα έπαθα αυτά. Και νομίζω ότι θα τους πείσω ότι αυτή είναι η αλήθεια και έτσι θα μου δώσουν να διοικήσω στρατό. [3.155.5] Εσύ τώρα, από την ημέρα όπου εγώ θα μπω στο τείχος, τη δέκατη ημέρα ύστερα απ᾽ αυτήν, βάλε στις πύλες τις λεγόμενες της Σεμίραμης χίλιους άνδρες από τον στρατό σου που να μη σε νοιάζει καθόλου αν χαθούν· ύστερα πάλι, την έβδομη μετά απ᾽ αυτή τη δέκατη ημέρα, βάλε μου άλλους δυο χιλιάδες στις πύλες τις λεγόμενες των Νινίων· και από την έβδομη αυτή μέρα άφησε να περάσουν είκοσι μέρες και ύστερα πάρε και τοποθέτησε άλλους τέσσερις χιλιάδες στις πύλες τις λεγόμενες των Χαλδαίων. Και να μην έχουν ούτε οι πρώτοι ούτε οι άλλοι όπλο αμυντικό κανένα εκτός από εγχειρίδια — αυτά άφησέ τους να τα έχουν. [3.155.6] Και μετά την εικοστή ημέρα πρόσταξε αμέσως την υπόλοιπη στρατιά να επιτεθεί γύρω γύρω σε όλο το τείχος, αλλά βάλε μου τους Πέρσες στις λεγόμενες Βηλίδες και Κίσσιες πύλες· γιατί θαρρώ ότι καθώς θα έχω κάνει μεγάλα κατορθώματα, οι Βαβυλώνιοι, εκτός από τα άλλα, θα μου εμπιστευθούν ασφαλώς και τις βαλανάγρες των πυλών· από εκεί και πέρα είναι δουλειά δική μου και των Περσών το τί θα πρέπει να κάνουμε. [3.156.1] Αυτές τις παραγγελίες άφησε ο Ζώπυρος και ξεκίνησε για τις πύλες, στρέφοντας κάθε λίγο και κοιτάζοντας πίσω σαν να ήταν πραγματικός αυτόμολος. Βλέποντάς τον τώρα απάνω από τους πύργους εκείνοι που είχαν υπηρεσία, έτρεξαν κάτω, μισάνοιξαν το ένα φύλλο της πύλης και τον ρώτησαν ποιός ήταν και τί ήθελε που πήγε εκεί. Αυτός τους είπε ότι είναι ο Ζώπυρος και ότι αυτομολεί στη μεριά τους. [3.156.2] Μόλις τ᾽ άκουσαν αυτά εκείνοι, τον πήγαν ευθύς στη συνέλευση των Βαβυλωνίων· στάθηκε εκεί αυτός και κλαιγόταν και έλεγε ότι από τον Δαρείο είχε πάθει τα όσα είχε πάθει μονάχος του, και ότι τα έπαθε επειδή συμβούλευσε τον Δαρείο να πάρει τον στρατό του και να φύγει, αφού δεν φαινόταν τρόπος κανένας για το πάρσιμο της πόλης. [3.156.3] «Και τώρα,» συνέχισε λέγοντας ο Ζώπυρος «ήρθα, Βαβυλώνιοι, σαν μεγάλο καλό για σας αλλά σα μεγάλο κακό για τον Δαρείο, τον στρατό και τους Πέρσες· γιατί δεν πρόκειται να μείνει ο Δαρείος ατιμώρητος έτσι που με κακοποίησε: ξέρω καλά όλα τα σχέδια και τις σκέψεις του». Έτσι μίλησε ο Ζώπυρος. [3.157.1] Βλέποντας τώρα οι Βαβυλώνιοι αυτόν τον άνθρωπο που ήταν τόσο σπουδαίος ανάμεσα στους Πέρσες να έχει χάσει μύτη και αυτιά και να είναι καταματωμένος από το μαστίγιο, πίστεψαν με τα όλα τους ότι λέει την αλήθεια και ότι έρχεται σαν σύμμαχός τους, και ήταν έτοιμοι να του παραχωρήσουν ό,τι τους ζητούσε· και τους ζητούσε στρατό. [3.157.2] Και όταν τον πήρε ο Ζώπυρος τον στρατό από λόγου τους, έκανε τα όσα είχε συμφωνήσει με τον Δαρείο. Έβγαλε δηλαδή τη δέκατη ημέρα τον στρατό των Βαβυλωνίων, περικύκλωσε τους πρώτους χίλιους που είχε αφήσει παραγγελία στον Δαρείο να παρατάξει, και τους πετσόκοψε. [3.157.3] Όταν οι Βαβυλώνιοι διαπίστωσαν ότι τα έργα του Ζώπυρου ήταν σύμφωνα με τα λόγια του, καταχάρηκαν και ήταν έτοιμοι να του κάνουν όλες τις χάρες. Αυτός πάλι άφησε να περάσουν οι συμφωνημένες ημέρες, και ύστερα έβγαλε πάλι έξω τους Βαβυλωνίους που διάλεξε και πετσόκοψε τους δυο χιλιάδες στρατιώτες του Δαρείου. [3.157.4] Βλέποντας τώρα και τούτο το κατόρθωμά του οι Βαβυλώνιοι όλοι είχαν συνέχεια τον Ζώπυρο στα χείλη τους και τον επαινούσαν. Κι αυτός άφησε πάλι να περάσουν οι συμφωνημένες ημέρες και ύστερα έβγαλε τον στρατό στο καθορισμένο σημείο και πετσόκοψε τους τέσσερις χιλιάδες. Όταν πια έκανε και αυτό το κατόρθωμα ο Ζώπυρος, έγινε το παν για τους Βαβυλωνίους και διορίστηκε στρατάρχης και τειχοφύλακάς τους. [3.158.1] Όταν όμως ο Δαρείος εξαπέλυσε την επίθεση γύρω γύρω στο τείχος, τότε πλέον φανέρωσε ο Ζώπυρος τον δόλο του ακέραιο: γιατί από τη μια οι Βαβυλώνιοι ανέβηκαν στο τείχος ν᾽ αμυνθούν απέναντι στον στρατό του Δαρείου που έκανε επίθεση, από την άλλη ο Ζώπυρος άνοιξε διάπλατες τις πύλες τις λεγόμενες Βηλίδες και Κίσσιες, και άφησε τους Πέρσες να μπουν στο τείχος. [3.158.2] Από τους Βαβυλωνίους τώρα, όσοι είδαν το τί έγινε, έφυγαν προς το ιερό του Δία του Βήλου, όσοι δεν το είδαν, έμειναν στη θέση του ο καθένας ώσπου κατάλαβαν και αυτοί ότι είχαν προδοθεί. [3.159.1] Έτσι λοιπόν πάρθηκε η Βαβυλώνα για δεύτερη φορά, και ο Δαρείος, μόλις υπέταξε τους Βαβυλωνίους, από τη μια τούς γκρέμισε το τείχος και ξεθεμέλιωσε όλες τις πύλες (γιατί ο Κύρος που είχε πάρει για πρώτη φορά τη Βαβυλώνα, δεν έκανε τίποτε από τα δυο), και από την άλλη ανασκολόπισε τους κορυφαίους ανάμεσα στους άνδρες, κάπου τρεις χιλιάδες, ενώ έδωσε πίσω την πόλη στους υπόλοιπους Βαβυλωνίους να την κατοικούν. [3.159.2] Και για να αποκτήσουν οι Βαβυλώνιοι γυναίκες και να κάνουν μετά απογόνους (αφού τις δικές τους, όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα, οι Βαβυλώνιοι τις είχαν πνίξει παίρνοντας μέτρα για τα τρόφιμα), ο Δαρείος προνόησε και έκανε το εξής: πρόσταξε τα γειτονικά έθνη να στείλουν στη Βαβυλώνα γυναίκες, προστάζοντας το καθένα να στείλει τόσες ώστε το σύνολο των γυναικών έφτασε τις πενήντα χιλιάδες. [3.160.1] Με κριτή τον Δαρείο τώρα, το κατόρθωμα του Ζώπυρου κανένας από τους Πέρσες δεν το ξεπέρασε, ούτε από τους κατοπινούς ούτε από τους περασμένους, πάρεξ ο Κύρος μόνο — γιατί κανένας από τους Πέρσες δεν θεώρησε ώς τώρα άξιο τον εαυτό του να συγκριθεί μ᾽ αυτόν. Και λέγεται ότι πολλές φορές ο Δαρείος διατύπωσε τούτη τη γνώμη, ότι θα προτιμούσε να μην είχε πάθει ο Ζώπυρος αυτό το κακό παρά να αποκτούσε ο ίδιος είκοσι Βαβυλώνες επιπλέον απ᾽ αυτήν που υπήρχε. [3.160.2] Και τον τίμησε εξαιρετικά —γιατί και δώρα τού έδινε κάθε χρόνο, αυτά που είναι για τους Πέρσες τα πιο τιμητικά, και τη Βαβυλώνα τού παραχώρησε να τη νέμεται αφορολόγητη δια βίου, κι άλλα πολλά τού πρόσφερε. Απ᾽ αυτόν τον Ζώπυρο γεννήθηκε ο Μεγάβυξος, που ήταν αρχηγός του στρατού στην Αίγυπτο εναντίον των Αθηναίων και των συμμάχων τους, και απ᾽ αυτόν τον Μεγάβυξο γεννήθηκε ο Ζώπυρος που αυτομόλησε από τους Πέρσες στην Αθήνα.
|