Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΩΠΟΣ

Μῦθοι (36.1-40.1)


36. ΑΝΗΡ ΚΑΚΟΠΡΑΓΜΩΝ
[36.1] ἀνὴρ κακοπράγμων συνορισάμενος πρός τινα ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῖς μαντεῖον ὡς ἐνέστη ἡ προθεσμία, λαβὼν στρουθίον εἰς τὴν χεῖρα καὶ τοῦτο τῷ ἱματίῳ σκεπάσας ἧκεν εἰς τὸ ἱερὸν καὶ στὰς ἄντικρυς ἐπηρώτα, πότερόν τι ἔμπνουν ἔχει μετὰ χεῖρας ἢ ἄπνουν, βουλόμενος, ἐὰν μὲν ἄψυχον εἴπῃ, ζῶν τὸ στρουθίον ἐπιδεῖξαι, ἐὰν δὲ ἔμπνουν, ἀποπνίξας προενεγκεῖν. καὶ ὁ θεὸς συνεὶς αὐτοῦ τὴν κακοτεχνίαν εἶπεν· «ἀλλ᾽, ὦ οὗτος, πέπαυσο. ἐν σοὶ γάρ ἐστι τοῦτο, ἔχεις, ἢ νεκρὸν εἶναι ἢ ἔμψυχον».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τὸ θεῖον ἀπαρεγχείρητόν ἐστι.

37. ΑΝΗΡ ΠΗΡΟΣ
[37.1] ἀνὴρ πηρὸς εἰώθει πᾶν τὸ ἐπιθέμενον εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ ζῷον ἐφαπτόμενος λέγειν, ὁποῖόν τί ἐστι. καὶ δήποτε λυγκιδίου αὐτῷ ἐπιδοθέντος ψηλαφήσας καὶ ἀμφιγνοῶν εἶπεν· «οὐκ οἶδα, πότερον λύκου εἶ ἢ ἀλώπεκος ἢ τοιούτου τινὸς ζῴου γέννημα. τοῦτο μέντοι σαφῶς ἐπίσταμαι, ὅτι οὐκ ἐπιτήδειον τοῦτο τὸ ζῷον προβάτων ποίμνῃ συνιέναι».
οὕτω τῶν πονηρῶν ἡ διάθεσις πολλάκις καὶ ἀπὸ τοῦ σώματος καταφαίνεται.

38. ΑΡΟΤΗΣ ΚΑΙ ΛΥΚΟΣ
[38.1] ἀρότης λύσας τὸ ζεῦγος ἐπὶ πότον ἀπήγαγε. λύκος δὲ λιμώττων καὶ τροφὴν ζητῶν ὡς περιέτυχε τῷ ἀρότρῳ, τὸ μὲν πρῶτον τὰς τῶν ταύρων ζεύγλας περιέλειχε, λαθὼν δὲ κατὰ μικρὸν ἐπειδὴ καθῆκε τὸν αὐχένα, ἀνασπᾶν μὴ δυνάμενος ἐπὶ τὴν ἄρουραν τὸ ἄροτρον ἔσυρεν. ὁ δὲ ἀρότης ἐπανελθὼν καὶ θεασάμενος αὐτὸν ἔλεγεν· «εἴθε γάρ, ὦ κακὴ κεφαλή, καταλιπὼν τὰς ἁρπαγὰς καὶ τὸ ἀδικεῖν ἐπὶ τὸ γεωπονεῖν τραπείης».
οὕτως οἱ πονηροὶ τῶν ἀνθρώπων, κἂν χρηστότητα ἐπαγγέλλωνται, [διὰ τὸν τρόπον] οὐ πιστεύονται.

39. ΧΕΛΙΔΩΝ ΚΑΙ ΟΡΝΙΘΕΣ
[39a.1] ἄρτι τοῦ ἰξοῦ φυομένου ἡ χελιδὼν αἰσθομένη τὸν ἐνιστάμενον τοῖς πτηνοῖς κίνδυνον συναθροίσασα πάντα τὰ ὄρνεα συνεβούλευεν αὐτοῖς μάλιστα μὲν τὰς ἰξοφόρους δρῦς ἐκκόψαι, εἰ δ᾽ ἄρα τοῦτο αὐτοῖς ἀδύνατον, ἐπὶ τοὺς ἀνθρώπους καταφυγεῖν καὶ τούτους ἱκετεῦσαι, ὅπως μὴ χρησάμενοι τῇ τοῦ ἰξοῦ ἐνεργείᾳ συλλαμβάνωσιν αὐτά. τῶν δὲ γελασάντων αὐτὴν ὡς ματαιολογοῦσαν αὕτη παραγενομένη ἱκέτις τῶν ἀνθρώπων ἐγένετο. οἱ δὲ ἀποδεξάμενοι αὐτὴν ἐπὶ τῇ συνέσει καὶ σύνοικον αὐτοῖς προσελάβοντο. οὕτω συνέβη τὰ μὲν λοιπὰ ὄρνεα ἀγρευόμενα ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων κατεσθίεσθαι, μόνην δὲ τὴν χελιδόνα ὡς πρόσφυγα καὶ ἐν ταῖς αὐτῶν οἰκίαις ἀδεῶς νεοττοποιεῖσθαι.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ τὰ μέλλοντα προορώμενοι εἰκότως τοὺς κινδύνους διακρούονται.
[39b.1] χελιδὼν ἐκκλησίαν τῶν ὀρνέων κινήσασα παρῄνει φάσκουσα κράτιστον εἶναι τὸ μὴ προσκόπτειν τοῖς ἀνθρώποις, ἀλλὰ φιλίαν συνθεμένους οἰκείως διακεῖσθαι πρὸς αὐτούς. τῶν δὲ ὀρνέων τις τὰ ἐναντία αὐτῇ ἔλεγεν· «ἀλλ᾽ εἰ τὸ σπέρμα τοῦ λίνου μᾶλλον κατεσθίωμεν καὶ ἀφανὲς ποιῶμεν, ἵνα μηκέτι ἔχωσι δίκτυα καθ᾽ ἡμῶν». ἡ μὲν οὖν χελιδὼν ἀρίστην γνώμην ἔχουσα ἐγένετο ἐν ταῖς πόλεσι διατρίβουσα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις τίκτουσα παρ᾽ ἀνθρώποις καὶ οὐδὲν ὑπ᾽ αὐτῶν πάσχει δεινόν. τὰ δὲ λοιπὰ ὄρνεα ὑπομείναντα κατεσθίειν τὸ σπέρμα ὡς πάντων ὄντος κακῶν αἰτίου, συμβαίνει λιπαρὰς γενέσθαι οὕτω τε ἁλίσκεσθαι καὶ κατεσθίεσθαι. ταύτην οὖν τὴν κακογνωμοσύνην ὑπομένοντα μετενόησαν μὴ μετ᾽ ἀνθρώπων μένειν, ἀλλ᾽ ἐν ἀέρι ἵπτασθαι.
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ὅσοι βιωτικοῖς πράγμασι τῷ τῆς ἀγχινοίας βουλεύματι ἐχρήσαντο, ἀκίνδυνοι διεφυλάχθησαν.

40. ΑΣΤΡΟΛΟΓΟΣ
[40.1] ἀστρολόγος ἐξιὼν ἑκάστοτε ἑσπέρας ἔθος εἶχε τοὺς ἀστέρας ἐπισκοπεῖσθαι. καὶ δήποτε περιιὼν εἰς τὸ προάστειον καὶ τὸν νοῦν ὅλον ἔχων πρὸς τὸν οὐρανὸν ἔλαθε καταπεσὼν εἰς φρέαρ. ὀδυρομένου δὲ αὐτοῦ καὶ βοῶντος παριών τις ὡς ἤκουσε τῶν στεναγμῶν, προσελθὼν καὶ μαθὼν τὰ συμβεβηκότα ἔφη πρὸς αὐτόν· «ὦ οὗτος, σὺ τὰ ἐν οὐρανῷ βλέπειν πειρώμενος τὰ ἐπὶ τῆς γῆς οὐχ ὁρᾷς;»
τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἐκείνους τῶν ἀνθρώπων, οἳ παραδόξως ἀλαζονεύοντες οὐδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δύνανται.


36. Ο παλιάνθρωπος.
[36.1] Μια φορά ένας παλιάνθρωπος έβαλε στοίχημα με κάποιον να αποδείξει ότι το μαντείο των Δελφών λέει ψέματα. Που λέτε, όταν έφτασε η καθορισμένη ημερομηνία, ο λεγάμενος πήρε στο χέρι του ένα σπουργιτάκι και το σκέπασε με το πανωφόρι του. Έτσι προετοιμασμένος προσήλθε στο ιερό, στάθηκε απέναντι από τον θεό και του υπέβαλε το ερώτημά του: «Τί είναι αυτό που κρατάω στο χέρι μου — είναι κάτι ζωντανό ή μήπως άψυχο;». Καταλαβαίνετε βέβαια ποιά ήταν η πρόθεσή του: Αν ο Απόλλων έλεγε πως το πλάσμα είναι άψυχο, ο λεχρίτης θα φανέρωνε το σπουργιτάκι ζωντανό· αν πάλι έλεγε πως το πουλάκι ζει και ανασαίνει, αυτός ο σιχαμένος θα το ζούλαγε να σκάσει και μετά θα το παρουσίαζε. Ο θεός φυσικά κατάλαβε το δόλιο σχέδιο του αχρείου και αποκρίθηκε: «Σταμάτα, βρε αθεόφοβε. Από τη δική σου βούληση και μόνο εξαρτάται αν θα πεθάνει ή θα μείνει ζωντανό αυτό που κρατάς στο χέρι».
Το δίδαγμα του μύθου: Δεν μπορείς να τα βάλεις με τους θεούς.

37. Ο τυφλός.
[37.1] Ήταν ένας άνθρωπος τυφλός, που οποιοδήποτε ζώο και να του έβαζες στα χέρια, εκείνος το άγγιζε και ήταν ικανός να σου πει τί λογής πλάσμα είναι. Μια φορά, λοιπόν, του έδωσαν έναν μικρό λύγκα. Ο τυφλός τον ψηλάφησε και, μη μπορώντας να μαντέψει με σιγουριά, αποφάνθηκε: «Δεν ξέρω τί στο καλό είναι, αν είναι γέννημα λύκου ή αλεπούς ή κανενός άλλου τέτοιου ζώου. Πάντως για ένα είμαι σίγουρος: αυτό το πλάσμα δεν είναι σκόπιμο να το αφήσεις να σιμώσει το κοπάδι με τα πρόβατα».
Έτσι συμβαίνει και με τους φαύλους ανθρώπους: Ο χαρακτήρας τους διακρίνεται πολλές φορές ολοκάθαρα από την όψη τους.

38. Ο ξωμάχος και ο λύκος.
[38.1] Ήταν μια φορά ένας αγρότης που όργωνε, ώσπου σε κάποια στιγμή έλυσε τα βόδια του από τον ζυγό και τα πήγε να τα ποτίσει. Στο αναμεταξύ, όπως το έφερε η τύχη, πέρασε και πρόσεξε το αλέτρι ο λύκος, καθώς τριγυρνούσε ψόφιος της πείνας και γυρεύοντας τροφή. Στην αρχή, λοιπόν, βάλθηκε να γλείφει γύρω-γύρω τις ζεύγλες των βοδιών, και έτσι, χωρίς να το καταλάβει, έχωσε σιγά-σιγά τον σβέρκο του από κάτω από τον ζυγό. Δεν μπορούσε όμως να σηκώσει το αλέτρι, γι᾽ αυτό κατέληξε να το σέρνει πάνω στο χώμα. Πάνω στην ώρα γύρισε και ο αγρότης, και βλέποντας τον λύκο ξεφώνισε: «Βρε κερατένια σκατόφατσα, που μακάρι να άφηνες τις αρπαγές και τις βρομοδουλειές και να καταγινόσουνα με την καλλιέργεια της γης!».
Έτσι συμβαίνει και με τους δόλιους ανθρώπους: Ακόμη και αν διαλαλούν την αρετή τους, κανείς δεν τους πιστεύει, ξέροντας τον χαρακτήρα τους.

39. Το χελιδόνι και τα πουλιά.
[39a.1] Τον καιρό που μόλις είχε πρωτοβλαστήσει ο ιξός, το χελιδόνι διαισθάνθηκε τον κίνδυνο που εγκυμονούσε το φυτό αυτό για τα πουλιά. Μια και δυο, λοιπόν, συνάθροισε όλα τα πτηνά και τα συμβούλεψε πρώτα από όλα να κόψουν σύρριζα κάθε βελανιδιά όπου φυτρώνει ιξός. Αν τώρα κάτι τέτοιο αποδεικνυόταν πάνω από τις δικές τους δυνάμεις, το χελιδόνι είχε και δεύτερο σχέδιο: να καταφύγουν στους ανθρώπους και να τους εκλιπαρήσουν να το κάνουν εκείνοι. Αλλιώς, έλεγε, οι άνθρωποι θα εκμεταλλευτούν τις κολλητικές ιδιότητες του ιξού για να τσακώνουν τα πουλιά. Τα άλλα πετούμενα, βέβαια, έβαλαν τα γέλια και χλεύαζαν το χελιδόνι, θεωρώντας τα λόγια του ανοησίες. Τότε αυτό πήγε και προσέπεσε από μόνο του στους ανθρώπους σαν ικέτης· εκείνοι το υποδέχτηκαν μετά χαράς, εκτιμώντας την οξύνοιά του, και το πήραν για συγκάτοικό τους. Νά λοιπόν γιατί τα υπόλοιπα πουλιά ο κόσμος τα κυνηγάει και τα ξεκοκαλίζει, ενώ το χελιδόνι είναι το μόνο που μπορεί άφοβα και φτιάχνει τη φωλιά του ακόμη και μέσα στα σπίτια μας, σαν προστατευόμενός μας.
Το δίδαγμα του μύθου: Όσοι μπορούν να διαβλέπουν το μέλλον, φυσικά παίρνουν μέτρα για να αποφύγουν τους κινδύνους.

(Άλλη παραλλαγή).
[39b.1] Μια φορά το χελιδόνι συγκάλεσε συνέλευση των πουλιών και τους έβγαλε συμβουλευτικό λόγο. Όπως έλεγε, το καλύτερο είναι να μην έρθουν σε σύγκρουση με τους ανθρώπους, αλλά αντίθετα να συνάψουν φιλία μαζί τους και να διατηρούν σχέσεις εγκαρδιότητας. Τότε όμως κάποιο άλλο πουλί υποστήριξε ακριβώς τα αντίθετα: «Απεναντίας, είναι πολύ πιο σκόπιμο να τρώμε συστηματικά τα σπόρια του λιναριού, έτσι ώστε το φυτό αυτό να εξαφανιστεί. Τοιουτοτρόπως οι άνθρωποι δεν θα μπορούν πια να φτιάχνουν δίχτυα και να μας πιάνουν». Γι᾽ αυτό λοιπόν το χελιδόνι, χάρη στην εξαίρετη σκέψη του, έχει την άδεια να τριγυρνά στις πόλεις και να γεννάει τα αυγά του μέσα στα σπίτια, δίπλα στους ανθρώπους, που δεν του κάνουν κανένα κακό. Αντίθετα, τα υπόλοιπα πουλιά αποδέχτηκαν να τρώνε τα σπόρια, πιστεύοντας πως τούτα ήσαν η αιτία για όλα τα δεινά τους. Με τέτοια διατροφή, όμως, καταλήγουν να γίνονται παχιά όλο λίπος, και έτσι οι άνθρωποι τα τσακώνουν και τα ξεκοκαλίζουν. Επειδή λοιπόν υπέφεραν τόσο άσχημες συνέπειες από την αμυαλιά τους, άλλαξαν γνώμη και πήραν απόφαση να μην παραμείνουν ανάμεσα στην ανθρωπότητα, αλλά να πετούν στον ουρανό.
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Όσοι χρησιμοποιούν το μυαλό τους και σκέφτονται έξυπνα στις διάφορες περιστάσεις της ζωής, προφυλάγονται από τους κινδύνους.

40. Ο αστρονόμος.
[40.1] Ήταν ένας αστρονόμος που είχε συνήθεια να βγαίνει έξω κάθε βράδυ και να παρατηρεί τα αστέρια. Μια φορά, λοιπόν, εκεί που τριγυρνούσε στα περίχωρα της πόλης με την προσοχή του στραμμένη εξ ολοκλήρου προς τον ουρανό, δεν είδε το πηγάδι μπροστά του και έπεσε κατευθείαν μέσα. Έβαλε τότε τις φωνές και βογκούσε, μέχρι που κάποιος περαστικός άκουσε τα κλάματά του και πλησίασε. Όταν όμως έμαθε τί είχε συμβεί, ο διαβάτης φώναξε στον πεσμένο αστρονόμο: «Καλά, μπουμπούνας είσαι; Τόσο πια απορροφήθηκες να κοιτάζεις τα ουράνια, που δεν σου έκοψε να προσέξεις λίγο και τη γη εδώ κάτω;».
Αυτός ο μύθος είναι πρόσφορος για ορισμένο είδος ανθρώπων: Εκείνους που αραδιάζουν τις πιο εξωφρενικές αμπελοφιλοσοφίες, ενώ δεν είναι ικανοί να φέρουν σε πέρας ούτε καν τις κοινές ανθρώπινες δουλειές.