[3.30.1] Ο Καμβύσης ωστόσο, όπως λένε οι Αιγύπτιοι, μετά απ᾽ αυτή την άδικη πράξη τρελάθηκε εντελώς, αν και ούτε πριν ήταν με τα καλά του. Και το πρώτο κακό το έκανε στον αδελφό του τον Σμέρδη, που ήταν από τον ίδιο πατέρα και από την ίδια μητέρα και που τον έστειλε από την Αίγυπτο πίσω στην Περσία, από φθόνο, επειδή από τους Πέρσες ήταν ο μόνος που τέντωσε ώς δύο δάχτυλα το τόξο που οι Ιχθυοφάγοι είχαν φέρει από τον Αιθίοπα βασιλιά, ενώ από τους άλλους Πέρσες κανένας δεν το κατόρθωσε. [3.30.2] Όταν ωστόσο ο Σμέρδις έφυγε για την Περσία, ο Καμβύσης είδε στον ύπνο τούτο το όνειρο· είδε ότι ήρθε από την Περσία αγγελιαφόρος για να του αναγγείλει ότι ο Σμέρδις καθισμένος στον βασιλικό θρόνο άγγιζε με το κεφάλι του τον ουρανό. [3.30.3] Φοβήθηκε λοιπόν απ᾽ όλο τούτο ο Καμβύσης για τον εαυτό του, μήπως ο αδελφός του τον σκοτώσει και πάρει την αρχή, και στέλνει στην Περσία τον Πρηξάσπη, που ήταν ο άνθρωπός του ο πλέον έμπιστος απ᾽ όλους τους Πέρσες, για να σκοτώσει τον Σμέρδη. Και πράγματι ο Πρηξάσπης ανέβηκε στα Σούσα και τον σκότωσε: άλλοι λένε τον πήγε για κυνήγι, άλλοι τον πήγε στην Ερυθρά θάλασσα και τον έπνιξε. [3.31.1] Αυτή λοιπόν λένε ότι ήταν η πρώτη από τις κακές πράξεις του Καμβύση, ο οποίος ύστερα τα έβαλε με την αδελφή του που τον είχε ακολουθήσει στην Αίγυπτο και την είχε γυναίκα του και ήταν αδελφή του και από τους δυο γονείς. [3.31.2] Και δεδομένου ότι προηγουμένως οι Πέρσες δεν το συνήθιζαν καθόλου να παντρεύονται τις αδελφές τους, ο Καμβύσης, όταν ερωτεύτηκε μια από τις αδελφές του και ήθελε να την παντρευτεί, την παντρεύτηκε με τον εξής τρόπο: επειδή αυτό που είχε βάλει στον νου του να κάνει ήταν αντίθετο με τα έθιμα, κάλεσε τους λεγόμενους βασιλικούς δικαστές και τους ρώτησε αν υπήρχε κανένας νόμος που να επιτρέπει σε όποιον θέλει να παίρνει γυναίκα του την αδελφή του. [3.31.3] Διακεκριμένοι άνθρωποι ανάμεσα στους Πέρσες, οι βασιλικοί δικαστές είναι ισόβιοι ή ώσπου να διαπιστωθεί ότι έχουν διαπράξει κάποιο αδίκημα· αυτοί δικάζουν τις δίκες ανάμεσα στους Πέρσες, ερμηνεύουν τους πάτριους νόμους, και όλα εξαρτώνται από αυτούς. [3.31.4] Όταν λοιπόν τους ρώτησε ο Καμβύσης, αυτοί του απάντησαν με τρόπο και δίκαιο και ασφαλή για τους ίδιους: νόμο, του είπαν, που να επιτρέπει στον αδελφό να κάνει γυναίκα του την αδελφή του δεν βρήκαν κανένα, βρήκαν όμως κάποιον άλλο που επιτρέπει στον βασιλιά των Περσών να κάνει ό,τι θέλει. [3.31.5] Έτσι, ούτε τον νόμο καταπάτησαν από τον φόβο τους για τον Καμβύση, ενώ από την άλλη, για να μη χαθούν οι ίδιοι περιφρουρώντας τον νόμο, ξετρύπωσαν αυτόν τον άλλο νόμο για στήριγμα εκείνου που ήθελε να παντρεύεται τις αδελφές του. [3.31.6] Τότε λοιπόν ο Καμβύσης παντρεύτηκε την αγαπημένη του, αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός όπου πήρε και άλλην αδελφή του, και από τις δύο, τη νεότερη, εκείνη που τον είχε ακολουθήσει στην Αίγυπτο, τη σκοτώνει. [3.32.1] Για τον θάνατό της αυτηνής λέγονται δύο ιστορίες, όπως και για του Σμέρδη. Οι Έλληνες λένε ότι ο Καμβύσης έβαλε ένα λιονταράκι κι ένα σκυλάκι να παλέψουν μεταξύ τους· η εν λόγω γυναίκα παρακολουθούσε την πάλη· το σκυλάκι νικιόταν· τότε το αδελφάκι του, άλλο σκυλάκι, έσπασε το σκοινί με το οποίο ήταν δεμένο και έτρεξε να βοηθήσει: έγιναν έτσι δύο τα σκυλάκια και νίκησαν το λιονταράκι. [3.32.2] Ο Καμβύσης τώρα το είδε αυτό και ευχαριστήθηκε· εκείνη όμως, καθισμένη δίπλα του, δάκρυσε. Ο Καμβύσης το αντιλήφθηκε και τη ρώτησε γιατί κλαίει, κι εκείνη του είπε ότι κλαίει επειδή, βλέποντας το σκυλάκι να τρέχει να βοηθήσει το αδελφάκι του, θυμήθηκε τον Σμέρδη για τον οποίο ήξερε ότι δεν υπήρχε κανένας να τον βοηθήσει. [3.32.3] Γι᾽ αυτά τα λόγια της λένε οι Έλληνες ότι την ξέκανε ο Καμβύσης. Οι Αιγύπτιοι όμως λένε ότι κάθονταν κάποτε οι δυο τους στο τραπέζι, και η γυναίκα πήρε ένα μαρούλι και του μάδησε τα φύλλα και ρώτησε τον σύζυγό της πώς ήταν πιο ωραίο το μαρούλι, μαδημένο ή αμάδητο, κι εκείνος της απάντησε αμάδητο, και τότε εκείνη του είπε: [3.32.4] «Και όμως το μαρούλι το μιμήθηκες εσύ και απογύμνωσες τον οίκο του Κύρου». Εκείνος τότε έγινε έξω φρενών και την ποδοπάτησε, κι εκείνη, όντας έγκυος, απέβαλε και πέθανε. [3.33.1] Αυτές λοιπόν τις τρελές πράξεις έκανε ο Καμβύσης σε βάρος των στενών συγγενών του, είτε εξαιτίας του Άπη είτε από κάποιον άλλο λόγο, γιατί είναι πολλές οι συμφορές που συνήθως πέφτουν πάνω στους ανθρώπους: λένε λόγου χάρη ότι ο Καμβύσης είχε από γεννησιμιού του εκείνη τη μεγάλη αρρώστια, που μερικοί την ονομάζουν ιερή. Διόλου απίθανο λοιπόν, αφού το σώμα του έπασχε από τόσο μεγάλη αρρώστια, να μην ήταν υγιής ούτε στα μυαλά. [3.34.1] Όσο για τους άλλους Πέρσες, ο Καμβύσης έκανε σε βάρος τους τούτες τις τρέλες· λένε ότι είπε στον Πρηξάσπη που τον τιμούσε περισσά και που ήταν αυτός που του έφερνε τα μηνύματα και ο γιος του ήταν οινοχόος του Καμβύση, τιμή κι αυτή διόλου μικρή, λένε λοιπόν ότι του είπε: [3.34.2] «Πρηξάσπη, τί είδους άνθρωπος νομίζουν οι Πέρσες ότι είμαι και τί λένε για μένα;» Κι εκείνος του απάντησε: «Κύριέ μου, για όλα τα άλλα σε επαινούν πολύ, αλλά λένε ότι η αγάπη σου για το κρασί παραείναι μεγάλη». [3.34.3] Ο Πρηξάσπης μιλούσε βέβαια για τους Πέρσες, αλλά ο Καμβύσης εξοργίστηκε και του απάντησε με τούτα τα λόγια: «Ώστε λοιπόν οι Πέρσες λένε τώρα ότι είμαι παραδομένος στο κρασί και γι᾽ αυτό έχω τρελαθεί και δεν είμαι στα καλά μου. Άρα τα λόγια που έλεγαν προηγουμένως δεν ήταν αληθινά». [3.34.4] Προηγουμένως, εκεί όπου κάθονταν μερικοί Πέρσες και μαζί ο Κροίσος, ο Καμβύσης τούς ρώτησε τί είδους άνθρωπος νόμιζαν ότι είναι ο ίδιος σε σύγκριση με τον πατέρα του τον Κύρο· εκείνοι του απάντησαν ότι είναι καλύτερος από τον πατέρα του, αφού διατηρούσε όλα όσα είχε ο πατέρας του και από πάνω είχε αποκτήσει και την Αίγυπτο και τη θάλασσα. [3.34.5] Αυτά ωστόσο τα είπαν οι Πέρσες· ο Κροίσος όμως που ήταν παρών και που δεν του άρεσε η κρίση που διατυπώθηκε, είπε στον Καμβύση τούτα τα λόγια: «Εμένα πάντως, γιε του Κύρου, δεν μου φαίνεται ότι είσαι όμοιος με τον πατέρα σου, γιατί εσύ δεν έχεις ακόμη γιο σαν αυτόν που άφησε εκείνος». Ευχαριστήθηκε σαν άκουσε αυτά τα λόγια ο Καμβύσης και παίνεψε την κρίση του Κροίσου. [3.35.1] Αυτά θυμήθηκε ο Καμβύσης και λέει με οργή στον Πρηξάσπη: «Κρίνε λοιπόν μόνος σου αν οι Πέρσες λένε την αλήθεια, ή μήπως αυτοί είναι τρελοί που λένε τέτοια πράγματα: [3.35.2] το παιδί σου που στέκεται εκεί στη βεράντα θα το σημαδέψω, κι αν το πετύχω και του τρυπήσω την καρδιά, τότε θα αποδειχτεί ότι οι Πέρσες λένε σαχλαμάρες· αν όμως αστοχήσω, τότε θα πει ότι οι Πέρσες λένε την αλήθεια και εγώ δεν είμαι στα καλά μου». [3.35.3] Αυτά είπε, τέντωσε το τόξο και χτύπησε το παιδί· το παιδί έπεσε — και ο Καμβύσης πρόσταξε να το ανοίξουν και να εξετάσουν το τραύμα· και όταν διαπιστώθηκε ότι το βέλος ήταν μέσα στην καρδιά, ο Καμβύσης γέμισε αγαλλίαση και είπε γελώντας στον πατέρα του παιδιού: [3.35.4] «Είναι για σένα ολοφάνερο, Πρηξάσπη, ότι εγώ δεν τα έχω χαμένα και ότι οι τρελοί είναι οι Πέρσες· πες μου όμως τώρα, έχεις δει άλλον άνθρωπο ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους να σκοπεύει με τόση ακρίβεια;» Βλέποντας ωστόσο ο Πρηξάσπης ότι ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν με τα καλά του και φοβούμενος και για τον ίδιο του τον εαυτό, είπε: «Κύριέ μου, θαρρώ ότι ούτε ο ίδιος ο θεός δεν σκοπεύει τόσο καλά». [3.35.5] Αυτά λοιπόν έκανε τότε ο Καμβύσης. Κάποτε άλλοτε πάλι έπιασε δώδεκα Πέρσες από τους σημαντικότερους, και χωρίς το παράπτωμά τους να είναι τίποτε σοβαρό, τους έθαψε ζωντανούς ώς το λαιμό. [3.36.1] Ενώ λοιπόν έκανε ο Καμβύσης αυτές τις πράξεις, ο Κροίσος ο Λυδός θεώρησε σωστό να τον συμβουλεύσει με τούτα τα λόγια: «Βασιλιά, μην αφήνεις τη νιότη σου και την οργή σου να σε κυριεύουν σε όλα, μόνο συγκράτησε τον εαυτό σου, περιόρισέ τον· είναι καλό να είναι κανείς προνοητικός, η προνοητικότητα είναι σοφό πράγμα· σκοτώνεις ανθρώπους που είναι υπήκοοί σου χωρίς να έχουν κάνει κανένα σοβαρό παράπτωμα, σκοτώνεις παιδιά. [3.36.2] Αν το παρακάνεις μ᾽ αυτά τα πράγματα, έχε το νου σου μήπως οι Πέρσες ξεσηκωθούν εναντίον σου. Όσο για μένα, ο πατέρας σου ο Κύρος συχνά μου το έλεγε και μου το παράγγελνε να σε συμβουλεύω και να σε κατευθύνω σε ό,τι βρίσκω καλό». Τις συμβουλές αυτές ο Κροίσος τού τις έδινε βέβαια από αγάπη, εκείνος όμως του απάντησε μ᾽ αυτά τα λόγια: [3.36.3] «Τολμάς εσύ να συμβουλεύεις κι εμένα; εσύ που και την πατρίδα σου την κατάφερες μια χαρά και τον πατέρα μου καλά τον συμβούλευσες όταν του είπες να διαβεί αυτός τον ποταμό Αράξη και να επιτεθεί στους Μασσαγέτες, ενώ αυτοί ήθελαν να μπουν στη χώρα μας, και έτσι κατέστρεψες και τον εαυτό σου με το κακό κουμάντο που έκανες στην πατρίδα σου, κατέστρεψες και τον Κύρο που σε άκουσε; μα δεν θα σου βγει σε καλό αυτό, γιατί από καιρό ζητούσα αφορμή να σε περιαδράξω». [3.36.4] Αυτά είπε ο Καμβύσης και αμέσως άρπαξε το τόξο για να τον χτυπήσει· αλλά ο Κροίσος πετάχτηκε απάνω και βγήκε τρέχοντας έξω· και ο Καμβύσης αφού δεν μπόρεσε να τον χτυπήσει με το τόξο, πρόσταξε τους υπηρέτες να τον πιάσουν και να τον σκοτώσουν. [3.36.5] Οι υπηρέτες ωστόσο, ξέροντας τον χαρακτήρα του Καμβύση, κρύβουν τον Κροίσο έχοντας κατά νου αν ο Καμβύσης μεταμεληθεί και ζητήσει τον Κροίσο, να του τον παρουσιάσουν και να πάρουν δώρα, επειδή έσωσαν τη ζωή του Κροίσου, και αν δεν μεταμεληθεί και δεν τον θελήσει, τότε να τον σκοτώσουν. [3.36.6] Και πράγματι, δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Καμβύσης επιθύμησε τον Κροίσο, οπότε οι υπηρέτες, μαθαίνοντάς το αυτό, του γνωστοποίησαν ότι ο Κροίσος ήταν ζωντανός. Τότε ο Καμβύσης είπε ότι χαιρόταν βέβαια που ο Κροίσος ήταν ζωντανός, εκείνοι όμως που τον γλίτωσαν δεν θα έμεναν ατιμώρητοι αλλά θα θανατώνονταν. Και το έκανε. [3.37.1] Έκανε λοιπόν πολλές τέτοιες τρέλες ο Καμβύσης στους Πέρσες και στους συμμάχους τους· και όταν έμεινε στη Μέμφιδα άνοιγε τους παλιούς τάφους και εξέταζε τους πεθαμένους· [3.37.2] πήγε μάλιστα και στο ιερό του Ηφαίστου και ξεκαρδίστηκε στα γέλια με το άγαλμα· γιατί το άγαλμα μοιάζει εξαιρετικά με τους φοινικικούς Πατάικους, που οι Φοίνικες τους κουβαλούν στις πλώρες από τις τριήρεις τους. Για όποιον δεν τους έχει δει ποτέ, σημειώνω ότι μοιάζουν με νάνους. [3.37.3] Ο Καμβύσης όμως μπήκε και στο ιερό των Καβείρων, όπου δεν επιτρέπεται να μπαίνει άλλος πάρεξ ο ιερέας· αυτά τα αγάλματα μάλιστα τα έκαψε κιόλας αφού τα κορόιδεψε με το παραπάνω. Είναι και αυτά όμοια με του Ηφαίστου και λέγεται ότι είναι γιοι του. [3.38.1] Από όλα αυτά λοιπόν είναι για μένα φανερό ότι ο Καμβύσης ήταν τελείως τρελός· αλλιώς δεν θα δοκίμαζε να κοροϊδέψει ιερά και έθιμα. Γιατί αν κανείς πρότεινε σε όλους τους ανθρώπους και τους παρακινούσε να διαλέξουν από όλους τους νόμους εκείνους που είναι οι καλύτεροι, οι άνθρωποι θα τους εξέταζαν και θα διάλεγαν ο καθένας τους δικούς του: τόσο βέβαιοι είναι οι άνθρωποι ότι οι καλύτεροι νόμοι είναι οι δικοί τους. [3.38.2] Δεν είναι λοιπόν σωστό να κοροϊδεύει κανείς αυτά τα πράγματα, εκτός βέβαια αν είναι τρελός. Ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν σχετικά με τους νόμους αυτές τις πεποιθήσεις, μπορεί κανείς να συμπεράνει και από πολλές άλλες αποδείξεις, αλλά και από τούτην: [3.38.3] ο Δαρείος, όταν ήταν βασιλιάς, κάλεσε τους Έλληνες που είχε γύρω του και τους ρώτησε με πόσα χρήματα θα δέχονταν να φάνε τους πατέρες τους όταν πέθαιναν· αυτοί απάντησαν ότι τέτοιο πράγμα δεν θα το έκαναν με κανέναν τρόπο. [3.38.4] Ύστερα ο Δαρείος κάλεσε τους Ινδούς τους λεγόμενους Καλλατίες, που τρώνε τους γονείς τους, και μπροστά στους Έλληνες, που τα λεγόμενά τους τα μετάφραζε διερμηνέας, τους ρώτησε με πόσα χρήματα θα δέχονταν να καίνε τους πατέρες τους όταν πέθαιναν· αυτοί έβαλαν τις φωνές και του σύστησαν να μη λέει τέτοια φρικτά πράγματα. Έτσι είναι λοιπόν αυτές οι πεποιθήσεις, και νομίζω σωστά τα λέει ο Πίνδαρος, στο ποίημά του, ότι το έθιμο είναι ο βασιλιάς των πάντων. |