Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΩΠΟΣ

Μῦθοι (31.1-35.1)


31. ΑΝΗΡ ΜΕΣΑΙΠΟΛΙΟΣ ΚΑΙ ΕΤΑΙΡΑΙ
[31.1] ἀνὴρ μεσαιπόλιος δύο ἐρωμένας εἶχεν, ὧν ἡ μὲν νέα, ἡ δὲ πρεσβῦτις. καὶ ἡ μὲν προβεβηκυῖα αἰδουμένη νεωτέρῳ αὐτῆς πλησιάζειν, διετέλει, εἴποτε πρὸς αὐτὴν παρεγένετο, τὰς μελαίνας αὐτοῦ τρίχας περιαιρουμένη. ἡ δὲ νεωτέρα ὑποστελλομένη γέροντα ἐραστὴν ἔχειν τὰς πολιὰς αὐτοῦ ἀπέσπα. οὕτω τε συνέβη ὑπὸ ἀμφοτέρων ἐν μέρει τιλλόμενον φαλακρὸν γενέσθαι.
οὕτω πανταχοῦ τὸ ἀνώμαλον ἐπιβλαβές ἐστιν.

32. ΑΝΔΡΟΦΟΝΟΣ
[32.1] ἄνθρωπόν τις ἀποκτείνας ὑπὸ τῶν ἐκείνου συγγενῶν ἐδιώκετο. γενόμενος δὲ κατὰ τὸν Νεῖλον ποταμὸν λύκου αὐτῷ ἀπαντήσαντος φοβηθεὶς ἀνέβη ἐπί τι δένδρον τῷ ποταμῷ παρακείμενον κἀκεῖ ἐκρύπτετο. θεασάμενος δὲ ἐνταῦθα ἔχιν κατ᾽ αὐτοῦ αἰωρούμενον ἑαυτὸν εἰς τὸν ποταμὸν καθῆκεν. ἐν δὲ τούτῳ ὑποδεξάμενος αὐτὸν κροκόδειλος κατεθοινήσατο.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τοῖς ἐναγέσι τῶν ἀνθρώπων οὔτε γῆς οὔτε ἀέρος οὔτε ὕδατος στοιχεῖον ἀσφαλές ἐστιν.

33. ΠΕΝΤΑΘΛΟΣ ΚΟΜΠΑΣΤΗΣ
[33.1] ἀνὴρ πένταθλος ἐπ᾽ ἀνανδρίᾳ ἑκάστοτε ὑπὸ τῶν πολιτῶν ὀνειδιζόμενος ἀποδημήσας ποτὲ καὶ μετὰ χρόνον ἐπανελθὼν ἀλαζονευόμενος ἔλεγεν, ὡς πολλὰ μὲν καὶ ἐν ἄλλαις πόλεσιν ἀνδραγαθήσας ἐν τῇ Ῥόδῳ τοιοῦτον ἥλατο πήδημα ὡς μηδένα τῶν Ὀλυμπιονικῶν ἐφικέσθαι. καὶ τούτου μάρτυρας ἔφη παρέξεσθαι τοὺς παρατετυχηκότας, ἂν ἄρα ποτὲ ἐπιδημήσωσι. τῶν δὲ παρόντων τις ὑποτυχὼν ἔφη πρὸς αὐτόν· «ἀλλ᾽, ὦ οὗτος, εἰ τοῦτο ἀληθές ἐστιν, οὐδὲν δεῖ σοι μαρτύρων· αὐτοῦ γὰρ Ῥόδος καὶ πήδημα».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ὧν πρόχειρος ἡ δι᾽ ἔργων πεῖρα, περὶ τούτων πᾶς λόγος περιττός ἐστιν.

34. ΑΔΥΝΑΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΛΟΜΕΝΟΣ
[34.1] ἀνὴρ πένης νοσῶν καὶ κακῶς διακείμενος ἐπειδὴ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ἀπηλπίσθη, τοῖς θεοῖς ηὔχετο ἑκατόμβην ποιήσειν ἐπαγγελλόμενος καὶ ἀναθήματα καθιερώσειν, ἐὰν ἐξαναστῇ. τῆς δὲ γυναικὸς [ἐτύγχανε γὰρ αὐτῷ παρεστῶσα] πυνθανομένης· «καὶ πόθεν αὐτὰ ἀποδώσεις»; ἔφη· «νομίζεις γάρ με ἐξαναστήσεσθαι, ἵνα καὶ ταῦτά με οἱ θεοὶ ἀπαιτήσωσιν;»
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ταῦτα ῥᾴδιον οἱ ἄνθρωποι κατεπαγγέλλονται, τελέσειν ἔργῳ οὐ προσδοκῶσιν.

35. ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΣΑΤΥΡΟΣ
[35.1] ἄνθρωπόν ποτε λέγεται πρὸς σάτυρον φιλίαν σπείσασθαι. καὶ δὴ χειμῶνος καταλαβόντος καὶ ψύχους γενομένου ὁ ἄνθρωπος προσφέρων τὰς χεῖρας τῷ στόματι ἐπέπνει. τοῦ δὲ σατύρου τὴν αἰτίαν ἐρομένου δι᾽ ἣν τοῦτο πράττει, ἔλεγεν, ὅτι θερμαίνει τὰς χεῖρας διὰ τὸ κρύος. ὕστερον δὲ παρατεθείσης αὐτοῖς τραπέζης καὶ προσφαγήματος θερμοῦ σφόδρα ὄντος ὁ ἄνθρωπος ἀναιρούμενος κατὰ μικρὸν τῷ στόματι προσέφερε καὶ ἐφύσα. πυνθανομένου δὲ πάλιν τοῦ σατύρου, τί τοῦτο ποιεῖ, ἔφασκε καταψύχειν τὸ ἔδεσμα, ἐπεὶ λίαν θερμόν ἐστι. κἀκεῖνος ἔφη πρὸς αὐτόν· «ἀλλ᾽ ἀποτάσσομαί σου τῇ φιλίᾳ, ὦ οὗτος, ὅτι ἐκ τοῦ αὐτοῦ στόματος τὸ θερμὸν καὶ τὸ ψυχρὸν ἐξιεῖς».
ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς περιφεύγειν δεῖ τὴν φιλίαν, ὧν ἀμφίβολός ἐστιν ἡ διάθεσις.


31. Ο γκριζομάλλης και οι μαιτρέσες του.
[31.1] Ήταν ένας μεσήλικας, με γκρίζα πια τα μαλλιά του, που είχε δύο ερωμένες: μία νεαρή και μία μεγαλύτερη σε ηλικία. Λοιπόν, η πιο ηλικιωμένη, από την πλευρά της, ντρεπόταν να φαίνεται πως έχει σχέση με νεότερο άντρα. Γι᾽ αυτό, όποτε εκείνος πήγαινε κοντά της, αυτή συνέχεια του ξερίζωνε τις μαύρες τρίχες του. Η πιο νεαρή, αντίθετα, το έφερε βαρέως να έχει έναν γέρο για εραστή της, και συνεπώς του αποσπούσε τις άσπρες τρίχες. Και το αποτέλεσμα: Ο ανθρωπάκος, έτσι καθώς τον μαδούσαν και οι δύο αλληλοδιαδοχικά, κατάντησε να απομείνει φαλακρός.
Έτσι είναι: Σε όλες τις περιστάσεις η ασυμφωνία βλάπτει.

32. Ο φονιάς.
[32.1] Ήταν μια φορά κάποιος που σκότωσε άνθρωπο και τον κυνηγούσαν οι συγγενείς του θύματος. Με τα πολλά, ο καταδιωγμένος κατάφερε να φτάσει στις όχθες του ποταμού Νείλου, εκεί πέρα όμως βρήκε μπροστά του έναν λύκο. Φοβήθηκε, λοιπόν, και αμέσως σκαρφάλωσε σε κάποιο δέντρο, που φύτρωνε πλάι στον ποταμό, για να κρυφτεί μες στη φυλλωσιά. Τότε όμως είδε μια οχιά να κρέμεται ανάμεσα στα κλαδιά, κατευθείαν από πάνω του. Έδωσε λοιπόν έναν πήδο και ρίχτηκε στο ποτάμι. Ε, εκεί μέσα τον περίμενε ο κροκόδειλος και τον έκανε μια χαψιά.
Το δίδαγμα του μύθου: Για τους καταραμένους ανθρώπους κανένα στοιχείο της φύσης δεν έχει ασφάλεια, ούτε η γη, ούτε ο αέρας, ούτε τα νερά.

33. Ο καυχησιάρης των πέντε αθλημάτων.
[33.1] Ήταν μια φορά ένας πενταθλητής που οι συμπολίτες του συνέχεια τον χλεύαζαν για τη μαλθακότητά του. Έφυγε λοιπόν ταξίδι, και όταν επέστρεψε ξανά στον τόπο του, μετά από πολύ καιρό, βάλθηκε να αραδιάζει καυχησιές, λέγοντας για πολλά και διάφορα ανδραγαθήματα που επιτέλεσε στη μία ή στην άλλη πόλη. Μεταξύ άλλων διηγούνταν και για τη Ρόδο, όπου έκανε, λέει, τέτοιο ρεκόρ στο πήδημα που κανένας Ολυμπιονίκης δεν μπορούσε να το ισοφαρίσει. Και από πάνω διαβεβαίωνε ότι θα καλέσει μάρτυρες για το κατόρθωμά του όσους ήσαν παρόντες στην περίσταση, αν τύχει να περάσουν ποτέ από τούτα τα μέρη. Ένας από τους παριστάμενους τότε του έκοψε τα πολλά λόγια και του είπε: «Παλληκαρά μου, μην καθυστερούμε. Αν λες αλήθεια, δεν σου χρειάζονται μάρτυρες. Νά εδώ χάμω η Ρόδος — να δούμε τώρα το πήδημα».
Το δίδαγμα του μύθου: Άμα είναι εύκολο να δοκιμάσεις κάτι στην πράξη, τα λόγια είναι περιττά.

34. Ο άνθρωπος που υποσχόταν τα ακατόρθωτα.
[34.1] Ήταν κάποτε ένας φτωχός άνθρωπος, άρρωστος και σε άσχημη κατάσταση. Όταν πια απελπίστηκε εντελώς από τους γιατρούς, τί άλλο να κάνει, βάλθηκε να προσεύχεται στους θεούς. Τους έταζε, που λέτε, να τους θυσιάσει εκατόμβες και να τους αφιερώσει μνημεία, άμα μπορέσει και σηκωθεί από την αρρώστια. Η γυναίκα του βέβαια, που έτυχε να στέκεται εκεί δίπλα, απόρησε: «Καλά βρε, πού θα βρεις πόρους για να τα προσφέρεις όλα αυτά;». Και εκείνος αποκρίθηκε: «Γιατί, μωρή, μπας και έχεις την εντύπωση ότι θα γίνω καλά, ώστε να μου τα γυρεύουν μετά οι θεοί;».
Το δίδαγμα του μύθου: Οι άνθρωποι δίνουν εύκολα μεγάλες υποσχέσεις άμα δεν περιμένουν πως θα τις εκπληρώσουν ποτέ στην πράξη.

35. Ο άνθρωπος και ο σάτυρος.
[35.1] Καθώς λέει η ιστορία, μια φορά κάποιος άνθρωπος σύναψε επίσημα φιλία με έναν σάτυρο. Λοιπόν, όταν ήρθε βαρυχειμωνιά και έκανε κρύο, ο άνθρωπος έφερνε τα χέρια του κοντά στο στόμα και φύσαγε μέσα. Ο σάτυρος τότε τον ρώτησε για ποιόν λόγο το έκανε αυτό, και ο άνθρωπος εξήγησε ότι έτσι ζεσταίνει τα χέρια του από την παγωνιά. Αργότερα, καθίσανε οι δυο τους στο τραπέζι, και τους σερβίρανε φαγητό που έκαιγε υπερβολικά. Ο άνθρωπός μας, λοιπόν, σήκωνε κάθε τόσο μια μπουκιά, την έφερνε κοντά στο στόμα του και τη φυσούσε. Πάλι τον ρώτησε ο σάτυρος γιατί το κάνει αυτό, και ο άνθρωπος απάντησε ότι φυσάει το φαΐ για να κρυώσει, επειδή είναι πολύ καυτό. Πάνω εκεί ο σάτυρος του πέταξε καταπρόσωπο: «Τί λες, άνθρωπέ μου; Δεν την θέλω τη φιλία σου! Ακούς εκεί, από το ίδιο στόμα να βγάζεις και ζέστη και κρύο!».
Έτσι και εμείς πρέπει να αποφεύγουμε την φιλία των ανθρώπων που έχουν διπρόσωπο χαρακτήρα.