[3.10.1] Στο λεγόμενο Πηλούσιο στόμιο του Νείλου είχε στρατοπεδεύσει ο Ψαμμήνιτος, ο γιος του Άμαση, και περίμενε τον Καμβύση — [3.10.2] γιατί ο Καμβύσης, όταν εισέβαλε στην Αίγυπτο, δεν τον πρόλαβε ζωντανό τον Άμαση: ο Άμασις πέθανε αφού είχε βασιλεύσει σαράντα τέσσερα χρόνια, που κατά τη διάρκειά τους δεν τον είχε βρει ούτε μια μεγάλη συμφορά. Πέθανε λοιπόν και τον ταρίχευσαν και τον έθαψαν στον τάφο μέσα στο ιερό που ο ίδιος τον είχε οικοδομήσει. [3.10.3] Και όταν ήταν βασιλιάς ο Ψαμμήνιτος, ο γιος του Άμαση, στην Αίγυπτο έγινε ένα από τα μεγαλύτερα θαύματα: έβρεξε στην αιγυπτιακή Θήβα, όπου δεν είχε βρέξει ποτέ πριν ούτε μετά, ώς τα δικά μου χρόνια, καθώς λένε οι ίδιοι οι Θηβαίοι. Γιατί στην απάνω μεριά της Αιγύπτου δεν βρέχει καθόλου· και τότε όμως στη Θήβα απλώς ψιχάλισε. [3.11.1] Διάβηκαν ωστόσο οι Πέρσες την άνυδρη περιοχή και εγκαταστάθηκαν κοντά στους Αιγυπτίους για να δώσουν μάχη, οπότε οι μισθοφόροι του Αιγύπτιου βασιλιά, που ήταν Έλληνες και Κάρες, δυσαρεστημένοι με τον Φάνη που πήγε κι έφερε ξένον στρατό ενάντια στην Αίγυπτο, πιάνουν και του κάνουν την εξής δουλειά: [3.11.2] ο Φάνης είχε αφήσει στην Αίγυπτο τους γιους του, που αυτοί τους οδήγησαν στο στρατόπεδο, και μπροστά στα μάτια του πατέρα τους έστησαν ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα έναν κρατήρα, και ύστερα πηγαίνοντας εκεί ένα ένα τα παιδιά τα έσφαζαν πάνω από τον κρατήρα. [3.11.3] Και όταν τα ξέκαναν όλα τα παιδιά, έριξαν μέσα στον κρατήρα κρασί και νερό, ήπιαν όλοι οι μισθοφόροι απ᾽ αυτό το αίμα, και τότε άρχισε η συμπλοκή. Η μάχη υπήρξε σκληρή, πλήθος μεγάλο οι σκοτωμένοι και από τα δύο στρατόπεδα, και οι Αιγύπτιοι υποχώρησαν. [3.12.1] Λοιπόν, χάρη σε πληροφορίες των ντόπιων είδα ένα πράγμα πολύ παράξενο· δηλαδή, τα κόκαλα των σκοτωμένων σ᾽ αυτή τη μάχη ήταν σκορπισμένα (χώρια κείτονταν των Περσών όπως είχαν χωριστεί από την αρχή, και αλλού των Αιγυπτίων), και των Περσών τα κρανία ήταν τόσο φτενά ώστε αν ήθελε κανείς, χτυπώντας τα και μ᾽ ένα πετραδάκι, μπορούσε να τα τρυπήσει, ενώ των Αιγυπτίων ήταν τόσο γερά ώστε και με μεγάλη πέτρα να τα χτυπούσε κανείς, ζήτημα είναι αν θα έσπαγαν. [3.12.2] Όσο για τον λόγο που συμβαίνει αυτό, μου είπαν ότι είναι ο εξής, και με έπεισαν εύκολα: οι Αιγύπτιοι αρχίζουν αμέσως να ξυρίζουν τα κεφάλια τους, από παιδιά ακόμη, και έτσι το κόκαλο χοντραίνει από τον ήλιο. [3.12.3] Για τον ίδιο λόγο δεν κάνουν και φαλάκρα· πραγματικά, ανάμεσα στους Αιγυπτίους βλέπει κανείς τους λιγότερους φαλακρούς παρ᾽ ό,τι ανάμεσα σε όλους τους άλλους ανθρώπους. [3.12.4] Αυτός λοιπόν είναι ο λόγος που έχουν γερά κεφάλια. Όσο για τους Πέρσες, ο λόγος που έχουν αδύναμα κεφάλια, είναι ο εξής: τα έχουν σκεπασμένα από μικροί με τις τιάρες που φορούν, τα καπέλα από πίλημα. Τα είδα λοιπόν αυτά και έτσι ήταν· είδα όμως και άλλα παρόμοια με τούτα στην Πάπρημη, σ᾽ εκείνους που σκοτώθηκαν μαζί με τον Αχαιμένη, τον γιο του Δαρείου, από τον Ινάρω τον Λίβυο. [3.13.1] Οι Αιγύπτιοι ωστόσο, όταν νικήθηκαν στη μάχη, ρίχτηκαν σε άτακτη φυγή και έφτασαν στη Μέμφιδα· τότε ο Καμβύσης στέλνει προς τα πάνω, από το ποτάμι, ένα πλοίο μυτιληνέικο που κουβαλούσε έναν Πέρση κήρυκα, για να καλέσει τους Αιγυπτίους να έρθουν σε συμφωνία. [3.13.2] Αυτοί όμως, μόλις είδαν το πλοίο να μπαίνει στη Μέμφιδα, όρμησαν μπουλούκι έξω από το τείχος, κατέστρεψαν το πλοίο, και τους άντρες του πληρώματος τους μακέλεψαν και τους πήραν μέσα στο τείχος. [3.13.3] Μετά απ᾽ αυτό οι Αιγύπτιοι πολιορκήθηκαν και με τον καιρό παραδόθηκαν, ενώ οι γείτονές τους Λίβυοι, φοβισμένοι από τα όσα έγιναν στην Αίγυπτο, παραδόθηκαν χωρίς μάχη, δέχτηκαν να πληρώνουν φόρο και έστειλαν δώρα. Το ίδιο και οι Κυρηναίοι και οι Βαρκαίοι, φοβήθηκαν όπως οι Λίβυοι και έπραξαν ανάλογα. [3.13.4] Όσο για τον Καμβύση, τα δώρα που του πήγαν από τους Λίβυους τα δέχτηκε με κάθε ευγένεια, ενώ εκείνα που προέρχονταν από τους Κυρηναίους τα περιφρόνησε, κατά τη γνώμη μου επειδή ήταν λίγα, αφού οι Κυρηναίοι τού έστειλαν πεντακόσιες μνες ασήμι: ο Καμβύσης τις άρπαξε και με τα ίδια του τα χέρια τις σκόρπισε στο στράτευμά του. [3.14.1] Τη δέκατη ημέρα αφότου πήρε το κάστρο της Μέμφιδας, με σκοπό να τον εξευτελίσει και να δοκιμάσει τη γενναιότητά του, ο Καμβύσης έβαλε τον Ψαμμήνιτο, που είχε κάνει βασιλιάς των Αιγυπτίων έξι μήνες, να καθίσει έξω από την πόλη μαζί με μερικούς άλλους Αιγυπτίους, και έκανε το εξής: [3.14.2] έντυσε την κόρη του με ρούχα σκλάβας και την έστειλε με μια στάμνα να φέρει νερό, στέλνοντας μαζί και άλλα κορίτσια, διαλεγμένα από τις κόρες των πιο σημαντικών Αιγυπτίων, ντυμένα και αυτά όμοια όπως και του βασιλιά η κόρη. [3.14.3] Καθώς λοιπόν οι κοπέλες περνούσαν μπροστά από τους πατέρες τους με κλάματα και θρήνους, όλοι οι άλλοι έκλαιγαν κι αυτοί και θρηνούσαν βλέποντας τα κορίτσια τους σ᾽ αυτά τα χάλια, ενώ ο Ψαμμήνιτος είδε ό,τι είδε, κατάλαβε και έσκυψε το κεφάλι. [3.14.4] Πέρασαν ωστόσο τα κορίτσια με τις στάμνες, και ύστερα ο Καμβύσης έστειλε στον Ψαμμήνιτο τον γιο του μαζί με άλλους δυο χιλιάδες Αιγυπτίους της ίδιας ηλικίας, με τους λαιμούς δεμένους με σχοινί και με χαλινάρια στα στόματά τους. [3.14.5] Τους πήγαιναν να τους εκτελέσουν, τιμωρία για τους Μυτιληναίους που είχαν χαθεί στη Μέμφιδα μαζί με το πλοίο — αυτή την απόφαση είχαν βγάλει οι βασιλικοί δικαστές: για τον καθένα να εκτελεστούν δέκα Αιγύπτιοι από τους έγκριτους. [3.14.6] Βλέποντάς τους ωστόσο να περνούν και μαθαίνοντας ότι ο γιος του πήγαινε για θάνατο, και ενώ οι Αιγύπτιοι που κάθονταν κοντά του έκλαιγαν και χτυπιόνταν, ο Ψαμμήνιτος έκανε το ίδιο όπως και με την κόρη του. [3.14.7] Όταν όμως πέρασαν κι αυτοί, μπροστά από τον Ψαμμήνιτο, τον γιο του Άμαση, και από τους Αιγυπτίους που ήταν καθισμένοι έξω από την πόλη, έτυχε να διαβεί ένας από τους συντρόφους του στα γλέντια, άνθρωπος ηλικιωμένος, που είχε χάσει τα πάντα και είχε καταντήσει πάμπτωχος και ζητιάνευε ανάμεσα στο στράτευμα. Μόλις τον είδε ο Ψαμμήνιτος, πάτησε κλάμα δυνατό, φώναξε τον φίλο του με τ᾽ όνομά του και βάλθηκε να χτυπάει το κεφάλι του. [3.14.8] Υπήρχαν φυσικά φρουροί του Ψαμμήνιτου, που πήγαιναν και έλεγαν καταλεπτώς στον Καμβύση τί έκανε εκείνος με την κάθε εμφάνιση. Απόρησε λοιπόν ο Καμβύσης με τα καμώματά του και έστειλε αγγελιαφόρο να τον ρωτήσει λέγοντάς του τα εξής: [3.14.9] «Ψαμμήνιτε, σε ρωτάει ο κύριός μου ο Καμβύσης γιατί όταν είδες την κόρη σου σ᾽ αυτή την κατάντια και τον γιο σου να βαδίζει στο θάνατο, ούτε φώναξες ούτε έκλαψες, ενώ τίμησες τον φτωχό, που όπως έμαθε από άλλους, δεν σου είναι τίποτε;» Αυτά τον ρώτησε εκείνος, και τούτος απάντησε ως εξής: [3.14.10] «Γιε του Κύρου, οι δικές μου συμφορές είναι πολύ μεγάλες ώστε να κλάψω γι᾽ αυτές, ενώ τα όσα έπαθε ο φίλος μου άξιζαν τα δάκρυα, γιατί αυτός, στο κατώφλι των γηρατειών, από πλούσιος και ευτυχισμένος κατάντησε ζητιάνος». Όταν ο αγγελιαφόρος τού μετέφερε αυτά τα λόγια, ο Καμβύσης τα βρήκε σωστά. [3.14.11] Και λένε οι Αιγύπτιοι ότι ο Κροίσος (που έτυχε να έχει ακολουθήσει τον Καμβύση στην Αίγυπτο) δάκρυσε, όπως δάκρυσαν και οι παριστάμενοι Πέρσες, ενώ και ο ίδιος ο Καμβύσης ένιωσε μέσα του κάποιον οίκτο και πρόσταξε αμέσως να γλιτώσουν το παιδί και να μην το εκτελέσουν μαζί με τους άλλους, και τον ίδιο τον Ψαμμήνιτο να τον πάρουν από εκεί, έξω από την πόλη, και να τον οδηγήσουν μπροστά του. [3.15.1] Ωστόσο, αυτοί που πήγαν για τον γιο, δεν τον πρόλαβαν ζωντανό: τον είχαν κόψει πρώτον πρώτον· αλλά τον Ψαμμήνιτο τον πήραν και τον πήγαν κοντά στον Καμβύση, [3.15.2] όπου και ζούσε από εκεί και πέρα χωρίς καθόλου βιαιότητες. Αν ήξερε μάλιστα να κάθεται φρόνιμος, θα έπαιρνε πίσω την Αίγυπτο, θα γινόταν διοικητής της, γιατί οι Πέρσες το έχουν έθιμο να τιμούν τους γιους των βασιλιάδων: ακόμη και αν οι βασιλιάδες κάνουν επανάσταση εναντίον τους, αυτοί μολοντούτο δίνουν πίσω την εξουσία στους γιους τους. [3.15.3] Ότι οι Πέρσες το έχουν έθιμο να κάνουν έτσι, θα μπορούσε κανείς να το συμπεράνει και από πολλούς άλλους, αλλά και από τον γιο του Ινάρω, Θαννύρα, που πήρε πίσω την εξουσία που είχε ο πατέρας του, και από τον Παύσιρη, τον γιο του Αμυρταίου, που και αυτός πήρε πίσω την εξουσία του πατέρα του· και μολοντούτο, κανένας ώς τώρα δεν έκανε στους Πέρσες μεγαλύτερο κακό παρ᾽ όσο ο Ινάρως και ο Αμυρταίος. [3.15.4] Αυτή τη φορά όμως ο Ψαμμήνιτος οργάνωσε συνωμοσία, και την πλήρωσε: προσπάθησε να ξεσηκώσει τους Αιγυπτίους, τον έκανε τσακωτό ο Καμβύσης, ο Ψαμμήνιτος ήπιε αίμα ταύρου και πέθανε αμέσως. Έτσι λοιπόν ξόφλησε αυτός. [3.16.1] Όσο για τον Καμβύση, από τη Μέμφιδα πήγε στην πόλη Σάιδα για να κάνει αυτά που ήθελε να κάνει. Δηλαδή, μόλις πάτησε στα ανάκτορα του Άμαση, πρόσταξε να βγάλουν τον νεκρό του Άμαση από τον τάφο, και μόλις η διαταγή του εκτελέστηκε, πρόσταξε να μαστιγώσουν τον νεκρό, να του ξεριζώσουν τις τρίχες, να τον κεντρίσουν και να του κάνουν ένα σωρό άλλους εξευτελισμούς. [3.16.2] Και όταν αυτοί απόστασαν κάνοντάς τα όλα αυτά (δεδομένου ότι ο νεκρός ήταν ταριχευμένος και άντεχε και δεν διαλυόταν), ο Καμβύσης τούς πρόσταξε να τον κάψουν, και η διαταγή του αυτή ήταν ανόσια. Γιατί οι Πέρσες πιστεύουν ότι η φωτιά είναι θεός. [3.16.3] Εξάλλου, την καύση των νεκρών δεν την επιτρέπουν ούτε τούτοι ούτε εκείνοι: οι Πέρσες για τον λόγο που είπαμε, επειδή, λένε, δεν είναι σωστό να τρέφουν τον θεό με πεθαμένον άνθρωπο, ενώ οι Αιγύπτιοι πιστεύουν ότι η φωτιά είναι έμψυχο ζώο και ό,τι αρπάξει, τα καταβροχθίζει. [3.16.4] Και πουθενά στον τόπο τους δεν υπάρχει το έθιμο να δίνουν τον νεκρό στα ζώα: γι᾽ αυτό μάλιστα τον ταριχεύουν, για να μην τον φάνε τα σκουλήκια καθώς θα κείτεται θαμμένος. Έτσι, αυτό που ο Καμβύσης πρόσταξε να γίνει, δεν είναι από τα έθιμα ούτε τούτων ούτε εκείνων. [3.16.5] Οι Αιγύπτιοι ωστόσο λένε ότι εκείνος που τα τράβηξε όλα αυτά, δεν ήταν ο Άμασις αλλά κάποιος άλλος Αιγύπτιος, το ίδιο ανάστημα με τον Άμαση, και αυτόν κακομεταχειρίζονταν οι Πέρσες νομίζοντας ότι κακομεταχειρίζονται τον Άμαση. [3.16.6] Γιατί λένε ότι ο Άμασις είχε πληροφορηθεί από το μαντείο τα όσα έμελλε να πάθει όταν θα ήταν πεθαμένος, και για να αποφύγει αυτά που τον περίμεναν, έθαψε τον άλλον, αυτόν που μαστιγώθηκε, κοντά στην πόρτα του τάφου του, και παράγγειλε στον γιο του να θάψει τον ίδιο όσο γινόταν πιο πολύ στο βάθος του τάφου. [3.16.7] Πάντως, αυτές οι εντολές του Άμαση σχετικά με την ταφή και τον άλλο άνθρωπο δεν μου φαίνεται να δόθηκαν ποτέ, και απλώς οι Αιγύπτιοι τα παραφουσκώνουν όλα αυτά. |