ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Αλί μου! ω ποιά φωτιά χυμίζει και μ᾽ αδράχνει!
Ω πω, πω, πω! λύκειε Απόλλωνα, οϊμένα!
Αυτή, λιόντισσα με δυο πόδια, που κοιμάται
με λύκο, ενώ το αρχοντικό λιοντάρι λείπει,
1260θα με σκοτώσει τη φτωχιά κι ως να ετοιμάζει
φάρμακο, θενα χύσει, μέσα στην οργή της,
και τη δικιά μου πληρωμή κι ενώ ακονίζει
το σπαθί για τον άντρα της, θενα εγκωμιάζει
πως γιατί μ᾽ έφερε μαζί τον εκδικιέται.
Και τί λοιπόν τα θέλω αυτά σα να μ᾽ εμπαίζουν
τα σκήπτρα και τα μαντικά στεφάνια εμπρός μου;
Εσένα πριν του τέλους μου θα σε χαλάσω.
Στην κατάρα! έτσι καταγής νά! πώς πληρώνω·
στολίστε άλλη συμφοράν αντίς για μένα·
Νά! με τα χέρια του ο Απόλλωνας μου βγάζει
1270το μαντικό το φόρεμα κι αφού είδε πρώτα
και μ᾽ όλη αυτή μου τη στολή τα περιγέλια
που φίλοι εχθροί μου κάνανε, βέβαια του κάκου,
κι υπόφερα σα μια ζητιάνα γυρολόγα
να με λεν λιμασμένη, στρίγγλα, ψωμοζήτα—
και τώρα ο μάντης μάντισσα που μ᾽ έχει κάμει
μ᾽ οδήγησε σ᾽ αυτές τις θανάσιμες τύχες!
Κι αντί ο βωμός στο πατρικό παλάτι μέσα,
το κρεατοσάνιδο προσμένει, να το βάψει
κόκκινο το θερμό το γαίμα της σφαγής μου.
Μ᾽ απλέρωτο οι θεοί το αίμα μου δε θ᾽ αφήσουν,
1280γιατ᾽ άλλος πάλι εκδικητής θα ᾽ρθει δικός μας
να πάρει πίσω από τη μάνα που τον γέννα
του πατέρα το γαίμα· κι έρχεται διωγμένος
πλανημένος κι απόξενος αυτής της χώρας,
κορώνα στου σπιτιού τις συφορές να βάλει.
Γιατ᾽ έχει από τους θεούς στεριώσει μέγας όρκος
να εκδικηθεί το πέσιμο νεκρού πατέρα.
Μα γιατί τάχα εδώ παντοτινά να κλαίω,
μια που είδα με τα μάτια μου του Ιλίου την πόλη
να πάθει ό,τι έπαθε, και κείνοι που την πήραν
έτσι με των θεών την κρίση βγαίνουν πέρα;
Πηγαίνω στο γραφτό μου και στο θάνατό μου
1291και χαιρετάω αυτές εδώ του Άδου τις πύλες.
Μόνο άμποτε μια και καλή πληγή να λάβω
που να μπορέσω ασφάδαστη και με χυμένο
το γαίμα ευκολοθάνατη να ξεψυχήσω.
ΧΟΡΟΣ
Ω συ πολύ ταλαίπωρη και πολύ πάλι
σοφή γυναίκα, είπες πολλά κι αν απ᾽ αλήθεια
το θάνατό σου ξέρεις, πώς με τέτοια τόλμη
τραβάς σα βόδι στο βωμό, που θεός το σπρώχτει;
|