[1.192.1] Των Βαβυλωνίων τη δύναμη και μ᾽ άλλα πολλά σημάδια θα τη φανερώσω, πόσο μεγάλη είναι, κυρίως όμως με το εξής: Ο μέγας βασιλεύς έχει μοιράσει όλη την επικράτειά του σε περιοχές, για να του εξασφαλίζουν, εκτός από το φόρο, τις προμήθειες και γι᾽ αυτόν τον ίδιο και για το στρατό του. Από τους δώδεκα λοιπόν μήνες που έχει ο χρόνος, τους τέσσερις μήνες τον τρέφει η χώρα των Βαβυλωνίων, και τους άλλους οχτώ όλη η υπόλοιπη Ασία μαζί. [1.192.2] Έτσι η χώρα των Ασσυρίων, σ᾽ ό,τι αφορά τον πλούτο της, αντιστοιχεί στο ένα τρίτο όλης της Ασίας. Ακόμη και η άσκηση της εξουσίας σ᾽ αυτήν την χώρα, που οι Πέρσες την ονομάζουν σατραπεία, είναι από όλων των άλλων περιοχών η πιο προσοδοφόρα, εφόσον απόφερνε στον Τριτανταίχμη —που είχε οριστεί από το βασιλιά διοικητής αυτού του νομού—, το γιο του Αρτάβαζου, κάθε μέρα και μια αρτάβη γεμάτη ασήμι [1.192.3] (η αρτάβη είναι περσικό μέτρο, χωρητικότητος ενός αττικού μεδίμνου και επιπλέον τριών αττικών χοινίκων). Είχε ακόμη ο Τριτανταίχμης δικά του άλογα —έξω από εκείνα που χρησιμοποιούσε στον πόλεμο— οκτακόσια αρσενικά επιβήτορες και δεκαέξι χιλιάδες θηλυκές φοράδες· γιατί καθένα αρσενικό από αυτά τα άλογα έσμιγε με είκοσι φοράδες. [1.192.4] Κι όσο για τα ινδικά σκυλιά, τόση πληθώρα από αυτά έτρεφαν, ώστε τέσσερα μεγάλα χωριά του κάμπου δεν πλήρωναν κανέναν άλλο φόρο, είχε όμως οριστεί να προμηθεύουν τις τροφές για τα σκυλιά αυτά. Τέτοια αγαθά είχε στη διάθεσή του ο άρχοντας της Βαβυλώνας. [1.193.1] Πέφτει λίγη βροχή στη χώρα των Ασσυρίων, ίσα που φτάνει για να πιάσει ρίζα το σπαρτό. Καθώς όμως τα σπαρτά ποτίζονται με τα νερά του ποταμού, βγαίνει και δένει ο καρπός. Κι αυτό δε γίνεται όπως στην Αίγυπτο, όπου ανεβαίνει ο ποταμός στα χωράφια, παρά τραβούνε το νερό με το χέρι ή με γεράνια. [1.193.2] Γιατί όλη η χώρα των Βαβυλωνίων, όπως και της Αιγύπτου, κόβεται από κανάλια. Το πιο μεγάλο από αυτά είναι πλωτό, βλέπει προς τη μεριά που ανατέλλει ο ήλιος το χειμώνα, και ξεκινώντας από τον Ευφράτη χύνεται σ᾽ ένα άλλο ποτάμι, τον Τίγρητα, όπου στις όχθες του έχει χτιστεί η πόλη Νίνος. Η χώρα των Βαβυλωνίων είναι κατά πολύ ανώτερη, όσο ξέρουμε, από τις άλλες στην παραγωγή των δημητριακών καρπών. [1.193.3] Γιατί, σ᾽ ό,τι αφορά τα δένδρα, δε γίνεται καν προσπάθεια να καλλιεργηθούν· ούτε η συκιά ούτε το αμπέλι ούτε η ελιά. Όμως για την παραγωγή δημητριακών καρπών τόσο κατάλληλη είναι η γη, ώστε συνήθως το ένα στάχυ δίνει διακόσιους σπόρους, κι όταν το φέρει η χρονιά και ξεπεράσει η γης τον εαυτό της, φτάνει και στους τρακόσιους. Στο ίδιο μέρος το στάχυ ή το κριθάρι φτάνει να έχει φύλλα πλατιά, τέσσερα και πλέον δάχτυλα. [1.193.4] Από ένα σπυρί κεχρί ή σουσάμι, πόσο μεγάλο φυτό ξεπηδά, δε θα το αναφέρω, κι ας το ξέρω, γιατί είμαι βέβαιος πως όσοι δεν πήγαν στη χώρα των Βαβυλωνίων, κι αυτά που είπα για τα σπαρτά πολύ λίγο θα τα πιστέψουν. Δεν χρησιμοποιούν οι Βαβυλώνιοι καθαρό λάδι από ελιές, αλλά το φτιάχνουν από σουσάμι. Όλη την πεδιάδα την έχουν φυτεμένη με φοινικόδενδρα, που τα πιο πολλά τους είναι καρποφόρα, από όπου κάνουν οι Βαβυλώνιοι φαγώσιμα, κρασί και μέλι. [1.193.5] Τα φοινικόδενδρα τα περιποιούνται, όπως αλλού τις συκιές: κοντά στα άλλα παίρνουν από τα φοινικόδενδρα, που οι Έλληνες τα ονομάζουν αρσενικά, τον καρπό τους και τον δένουν γύρω στον καρπό των δένδρων που έχουν τους χουρμάδες, ώστε μπαίνοντας μέσα στον χουρμά η σκνίπα να τον ωριμάζει και να μην αφήνει να πέσει ο καρπός του φοίνικα· τέτοιες σκνίπες έχουν στον καρπό τους τα αρσενικά φοινικόδενδρα, όπως και τα αγριόσυκα. [1.194.1] Και τώρα θα μιλήσω γι᾽ αυτό που θεωρώ σ᾽ αυτή τη χώρα το πιο θαυμαστό πράγμα απ᾽ όλα: Τα πλοία που χρησιμοποιούν αυτοί για να κατέβουν το ποτάμι και να παν στη Βαβυλώνα, συμβαίνει να είναι στρόγγυλα κι όλο από δέρμα. [1.194.2] Στη χώρα δηλαδή των Αρμενίων, που κατοικούν ψηλότερα από τους Ασσυρίους, κάνουν τα στραβόξυλα κόβοντας ξύλα από ιτιά· ύστερα τεντώνουν απέξω ένα γύρω τομάρια και μ᾽ αυτά σκεπάζουν τα ξύλα, όπως το πάτωμα ενός σπιτιού, δίχως ούτε πρύμη να φτιάχνουν αφήνοντας τις δύο πλευρές πιο ανοιχτές, ούτε πρώρα ενώνοντάς τες σε μια μύτη, αλλά τα κάνουν ολοστρόγγυλα σα μιαν ασπίδα. Κι αφού ντύσουν το πλοίο μέσα όλο με καλάμι, το αφήνουν φορτωμένο με εμπορεύματα να ακολουθήσει το ρέμα του ποταμού. Κυρίως κατεβάζουν δοχεία καμωμένα από ξύλο φοινικιάς γεμάτα κρασί. [1.194.3] Το πλοίο διευθύνεται με δύο κουπιά και δύο άνδρες που στέκονται ορθοί, κι όταν ο ένας τραβά το κουπί προς τα μέσα ο άλλος το σπρώχνει προς τα έξω. Τα κάνουν τα πλοία αυτά και πολύ μεγάλα και μικρότερα. Τα πιο μεγάλα χωρούν φορτίο κι ώς πέντε ακόμη χιλιάδες τάλαντα. Σε κάθε πλοίο μπαίνει κι ένας γάιδαρος ζωντανός, στα μεγαλύτερα περισσότεροι. [1.194.4] Όταν λοιπόν πλέοντας φτάσουν κάποτε στη Βαβυλώνα και ξεπουλήσουν το εμπόρεμα, το καλάμι και τα στραβόξυλα τα βγάζουν στο σφυρί, ενώ τα τομάρια τα στοιβάζουν πάνω στους γαϊδάρους τους και ξεκινούν πίσω για τη χώρα των Αρμενίων. [1.194.5] Γιατί το ποτάμι δεν είναι με κανένα τρόπο δυνατό να το ανεβεί κανείς με πλοίο, έτσι που τρέχει ορμητικά. Αυτός είναι ο λόγος που δεν τα κάνουν τα πλοία τους από ξύλο αλλά από τομάρια. Κι όταν τέλος οδηγώντας τα γαϊδούρια τους φτάσουν οι Βαβυλώνιοι πίσω στη χώρα των Αρμενίων, με τον ίδιο τρόπο φτιάχνουν άλλα πλοία. [1.195.1] Τα πλοία τους λοιπόν είναι τέτοια που είπαμε. Όσο για το ντύσιμό τους, φορούν πρώτα ένα λινό χιτώνα, μακρύ ώς τα νύχια· από πάνω βάζουν ένα δεύτερο χιτώνα μάλλινο, και τέλος περιτυλίγονται με μια χλαμύδα κοντή, άσπρη, ενώ στα πόδια τους φορούν σανδάλια εγχώρια, όμοια περίπου με τις εμβάδες των Βοιωτών. Έχουν μακριά μαλλιά που τα συγκρατούν με ταινίες, και αλείφουν όλο τους το σώμα με μύρα. [1.195.2] Καθένας έχει τη σφραγίδα του, και κρατά μπαστούνι δουλεμένο στο χέρι. Κάθε μπαστούνι έχει στο πάνω μέρος του σκαλισμένο ένα μήλο ή τριαντάφυλλο ή κρίνο ή αετό ή κάτι άλλο· γιατί δε συνηθίζεται να κρατά κανείς μπαστούνι, που να μην έχει το διακριτικό του έμβλημα. Αυτή είναι η περιβολή τους· κι όσο για τα έθιμα που ισχύουν σ᾽ αυτούς, ακούστε παρακάτω ποιά είναι: [1.196.1] Το πιο σοφό, κατά τη γνώμη μας, είναι αυτό, που, όπως μαθαίνω, το έχουν και οι ιλλυρικής καταγωγής Ενετοί· σε κάθε συνοικισμό, μια φορά το χρόνο, γινόταν το εξής: Όταν έφθαναν οι κοπέλες κάθε φορά σε ώρα γάμου, όλες αυτές τις συγκέντρωναν και τις έβαζαν όλες μαζί σ᾽ ένα ορισμένο μέρος, ενώ γύρω τους στέκονταν μαζεμένοι οι άνδρες. [1.196.2] Τότε ένας κήρυκας τις σήκωνε μία προς μία και τις πουλούσε — πρώτα την πιο όμορφη απ᾽ όλες, κι ύστερα, όταν αυτή είχε πουληθεί και είχε πιάσει πολύ χρυσάφι, φώναζε για τη δεύτερη, που έμοιαζε να είναι η ομορφότερη ύστερα από την πρώτη. Τις πουλούσε όμως στους άνδρες με τον όρο να τις παντρευτούν. Όσοι λοιπόν υποψήφιοι γαμπροί από τους Βαβυλώνιους ήσαν πλούσιοι, συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο στην προσφορά και αγόραζαν τις πιο ωραίες· όσοι πάλι υποψήφιοι ήταν από τους ανθρώπους του λαού, ε αυτοί δε νοιάζονταν για ξεχωριστή ομορφιά, και έτσι έπαιρναν τις πιο άσχημες κοπέλες, μαζί όμως και λεφτά. [1.196.3] Γιατί, όταν ο κήρυκας τέλειωνε με τη σειρά πουλώντας τις πιο όμορφες κοπέλες, τότε σήκωνε την πιο άσχημη ή αν καμιά τύχαινε ανάμεσά τους να είναι σακάτισσα, και γι᾽ αυτήν τώρα φώναζε ποιός θα ήθελε να την κάνει γυναίκα του παίρνοντας για αμοιβή ένα ελάχιστο χρηματικό ποσό· κι όποιος δεχόταν τη μικρότερη τιμή, σε κείνον κατακυρωνόταν η κοπέλα. Όσο για τα χρήματα, αυτά μαζεύονταν από τις όμορφες κοπέλες· και με τον τρόπο αυτόν οι όμορφες κοπέλες προίκιζαν τις άσχημες και τις σακάτισσες. Δεν είχε το δικαίωμα ο κάθε πατέρας να παντρέψει την κόρη του με όποιον αυτός ήθελε· κι εκείνος πάλι που αγόραζε μια κοπέλα, δεν μπορούσε να την πάρει σπίτι του δίχως εγγυητή, αλλά όφειλε να βρει πρώτα εγγυητές πως πράγματι θα την παντρευόταν, [1.196.4] και έτσι μονάχα είχε το δικαίωμα να την πάρει σπίτι του. Αν παρόλα αυτά δεν του ταίριαζε για γυναίκα, τότε υπήρχε νόμος που τον υποχρέωνε να επιστρέψει τα λεφτά. Επιτρεπόταν να έρθει και από άλλη συνοικία όποιος ήθελε και να αγοράσει κοπέλα. [1.196.5] Αυτό ήταν το πιο ωραίο τους έθιμο· τώρα όμως δεν ισχύει πια, αλλά πρόσφατα έχουν καθιερώσει οι Βαβυλώνιοι να γίνεται κάτι άλλο [1.για να μην ταλαιπωρούνται οι κοπέλες και τις κουβαλούν σε ξένους τόπους]: Γιατί αφότου έχασαν την ελευθερία τους και έπεσαν σε δυστυχία μεγάλη και ρήμαξε το σπιτικό τους, όλοι οι άνθρωποι του λαού από φτώχεια εξωθούν τα κορίτσια τους στην πορνεία. [1.197.1] Νά και άλλη μια συνήθεια που έχουν, σοφή και αυτή, όχι όμως όσο η πρώτη: Τους αρρώστους τούς βγάζουν στην πλατεία (γιατί γιατρούς δεν έχουν)· πλησιάζουν λοιπόν τον άρρωστο και τον συμβουλεύουν οι άλλοι για την αρρώστια του, όποιος συνέβη να έπαθε ο ίδιος την αρρώστια αυτή ή παρακολούθησε κάποιον άλλο που είχε κάτι παρόμοιο. Πλησιάζοντας λοιπόν του δίνει συμβουλές και του συστήνει να κάνει όσα έκανε ο ίδιος και γλίτωσε από όμοια αρρώστια, ή τα είδε σε άλλον που γιατρεύτηκε. Δεν επιτρέπεται να προσπεράσει κανένας τον άρρωστο σιωπηλός, πριν τον ρωτήσει τί αρρώστια έχει. [1.198.1] Βάζουν οι Βαβυλώνιοι τους νεκρούς των σε μέλι, και οι θρήνοι τους είναι παρόμοιοι με των Αιγυπτίων. Κάθε φορά που ένας Βαβυλώνιος σμίξει με τη γυναίκα του, ρίχνει θυμίαμα στη φωτιά και καθισμένος πλάι θυμιατίζεται· το ίδιο πράγμα απέναντί του κάνει και η γυναίκα του. Σαν ξημερώσει λούζονται και οι δυο τους· γιατί πριν να λουστούν, δεν πρόκειται να αγγίξουν κανένα σκεύος. Αυτό το ίδιο το έθιμο το έχουν και οι Άραβες. [1.199.1] Και τώρα νά ποιό είναι το χειρότερο έθιμο των Βαβυλωνίων: Κάθε εντόπια γυναίκα πρέπει μια φορά στη ζωή της να μείνει στο ιερό της Αφροδίτης και να σμίξει μ᾽ έναν ξένο άνδρα. Πολλές που το θεωρούν ανάξιό τους να ανακατεύονται με τις άλλες γυναίκες, από υπερηφάνεια για τα πλούτη τους, πάνε με σκεπασμένα αμάξια και στέκονται πλάι στο ιερό, ενώ από πίσω ακολουθεί ολόκληρη συνοδεία από υπηρέτες. [1.199.2] Όμως οι πιο πολλές γυναίκες κάνουν το εξής: Κάθονται στο τέμενος της Αφροδίτης, έχοντας στο κεφάλι τους στεφάνι από λινάρι, μαζί μ᾽ άλλες πολλές γυναίκες· γιατί άλλες έρχονται και άλλες φεύγουν. Διάδρομοι από σχοινιά περνούν προς κάθε κατεύθυνση ανάμεσα από τις γυναίκες, και εκεί κυκλοφορώντας οι ξένοι κάνουν την εκλογή τους. [1.199.3] Μια φορά και καθίσει εκεί κάποια γυναίκα, δε γίνεται να φύγει για το σπίτι της προηγουμένως, προτού ένας ξένος βάλει στα γόνατά της χρήματα και σμίξει μαζί της, έξω από το ιερό. Την ώρα που αφήνει τα λεφτά, πρέπει να πει αυτά τα λόγια μόνο: «Στο όνομα της θεάς Μύλιττας». Μύλιττα ονομάζουν οι Ασσύριοι την Αφροδίτη. [1.199.4] Το ποσό μπορεί να είναι οσοδήποτε· δεν πρόκειται η γυναίκα να το αρνηθεί· δεν έχει αυτό το δικαίωμα· γιατί τα χρήματα αυτά είναι ιερά. Ακολουθεί λοιπόν τον πρώτο που θα της δώσει κάτι, και δεν αποδοκιμάζει κανέναν. Αφού σμίξει μαζί του κι έχοντας εκπληρώσει το χρέος της προς τη θεά, φεύγει πια για το σπίτι της, και στο εξής, ό,τι και να της δώσει κάποιος, δεν μπορεί να την κάνει δική του. [1.199.5] Όσες λοιπόν συμβαίνει να είναι προικισμένες με ομορφιά και παράστημα, γλιτώνουν γρήγορα· όσες όμως ανάμεσά τους είναι άσχημες περιμένουν εκεί πολύν καιρό, έτσι που δεν μπορούν να ξεπληρώσουν το έθιμο. Γι᾽ αυτό συμβαίνει μερικές να κάθονται και τρία και τέσσερα χρόνια. Παρόμοιο έθιμο υπάρχει και σε μερικά μέρη της Κύπρου. |