Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἀγαμέμνων (1214-1255)


ΚΑ. ἰοὺ ἰού, ὢ ὢ κακά.
1215 ὑπ᾽ αὖ με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος
στροβεῖ ταράσσων φροιμίοις ‹δυσφροιμίοις›.
ὁρᾶτε τούσδε τοὺς δόμοις ἐφημένους
νέους, ὀνείρων προσφερεῖς μορφώμασιν;
παῖδες θανόντες ὡσπερεὶ πρὸς τῶν φίλων,
1220 χεῖρας κρεῶν πλήθοντες οἰκείας βορᾶς·
σὺν ἐντέροις τε σπλάγχν᾽, ἐποίκτιστον γέμος,
πρέπουσ᾽ ἔχοντες, ὧν πατὴρ ἐγεύσατο.
ἐκ τῶνδε ποινάς φημι βουλεύειν τινά,
λέοντ᾽ ἄναλκιν, ἐν λέχει στρωφώμενον
1225 οἰκουρόν, οἴμοι, τῷ μολόντι δεσπότῃ—
ἐμῷ· φέρειν γὰρ χρὴ τὸ δούλιον ζυγόν·
νεῶν τ᾽ ἄπαρχος Ἰλίου τ᾽ ἀναστάτης
οὐκ οἶδεν οἵα γλῶσσα, μισητῆς κυνὸς
λείξασα κἀκτείνασα φαιδρὸν οὖς δίκην,
1230 ἄτης λαθραίου τεύξεται κακῇ τύχῃ.
τοιάδε τόλμα· θῆλυς ἄρσενος φονεύς·
ἔστιν—τί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος
τύχοιμ᾽ ἄν; ἀμφίσβαιναν, ἢ Σκύλλαν τινὰ
οἰκοῦσαν ἐν πέτραισι, ναυτίλων βλάβην,
1235 † θύουσαν Ἅιδου μητέρ᾽ † ἄσπονδόν τ᾽ Ἄρη
φίλοις πνέουσαν; ὡς δ᾽ ἐπωλολύξατο
παντότολμος, ὥσπερ ἐν μάχης τροπῇ.
δοκεῖ δὲ χαίρειν νοστίμῳ σωτηρίᾳ.
καὶ τῶνδ᾽ ὅμοιον εἴ τι μὴ πείθω· τί γάρ;
1240 τὸ μέλλον ἥξει. καὶ σύ μ᾽ ἐν τάχει παρὼν
ἄγαν γ᾽ ἀληθόμαντιν οἰκτίρας ἐρεῖς.
ΧΟ. τὴν μὲν Θυέστου δαῖτα παιδείων κρεῶν
ξυνῆκα καὶ πέφρικα, καὶ φόβος μ᾽ ἔχει
κλύοντ᾽ ἀληθῶς οὐδὲν ἐξῃκασμένα.
1245 τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἀκούσας ἐκ δρόμου πεσὼν τρέχω.
ΚΑ. Ἀγαμέμνονός σέ φημ᾽ ἐπόψεσθαι μόρον.
ΧΟ. εὔφημον, ὦ τάλαινα, κοίμησον στόμα.
ΚΑ. ἀλλ᾽ οὔτι παιὼν τῷδ᾽ ἐπιστατεῖ λόγῳ.
ΧΟ. οὔκ, εἴπερ ἔσται γ᾽· ἀλλὰ μὴ γένοιτό πως.
1250 ΚΑ. σὺ μὲν κατεύχῃ, τοῖς δ᾽ ἀποκτείνειν μέλει.
ΧΟ. τίνος πρὸς ἀνδρὸς τοῦτ᾽ ἄχος πορσύνεται;
ΚΑ. ἦ κάρτα χρησμῶν παρεκόπης ἐμῶν ἄρα.
ΧΟ. τοῦ γὰρ τελοῦντος οὐ ξυνῆκα μηχανήν.
ΚΑ. καὶ μὴν ἄγαν γ᾽ Ἕλλην᾽ ἐπίσταμαι φάτιν.
1255 ΧΟ. καὶ γὰρ τὰ πυθόκραντα· δυσμαθῆ δ᾽ ὅμως.


ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Αλί μου αλί! ωχ ωχ, κακά!
πάλι ο φριχτός ο πόνος της ορθομαντείας
μ᾽ απαίσιο προνάκρουσμα μ᾽ αναταράζει.
Βλέπετ᾽ εδώ τους νέους αυτούς τους καθισμένους
δίπλ᾽ απ᾽ το σπίτι κι όμοιους με μορφές ονείρων;
θα ᾽λεγες σαν παιδιά πὄχουν δικοί σφαγμένα,
1220με χέρια απ᾽ το φαΐ γιομάτα των σαρκών τους,
μαζί άντερα και σπλάχνα — γιόμισμα τρισάθλιο
φαίνονται να κρατούν που γεύτηκε ο πατέρας!
Γι᾽ αυτά, σου λέω, εκδίκηση μελετά κάποιος
λέοντας δειλός, που στρέφεται μες στα κρεβάτια
και καρτεράει στο σπίτι, οϊμέ, πότε να στρέψει
ο αφέντης — ναι ο αφέντης μου, μια που είμαι σκλάβα.
Κι ο στόλαρχος κι ο χαλαστής της Τροίας δεν ξέρει
τί με της γλώσσας της τα χάδια και τα λόγια
τα πρόσχαρα του μαγειρεύει η μαύρη η σκύλα,
1230σαν την κρυμμένη συμφορά, κακιά του μοίρα!
Τέτοια τολμά! γυναίκα φόνισσα ενός άντρα!
και ποιό όνομα να βρω στο μισητό το τέρας
να του ταιριάζει; αμφίσβαινα ή τάχα Σκύλλα
που μες στους βράχους θρήνος των ναυτών φωλιάζει;
μάνα του Χάρου αλλόφρενη που των δικών της
κρατάει αμάχη ασύβαστη; και ρέκαξε έτσι
σα να ᾽χε εχθρούς η απόκοτη κατατροπώσει
και λέει πως τάχα απ᾽ τη χαρά του γυρισμού του!
Είπα κι αν με πιστεύεις ή όχι, το ίδιο κάνει·
1240θα ᾽ρθει που θά ᾽ρθει και συ μάρτυρας σε λίγο
σωστή πολύ προφήτισσα θενα με κλάψεις.
ΧΟΡΟΣ
Το δείπνο του Θυέστη με παιδιών του σάρκες
το ᾽νιωσα κι ανατρίχιασα· κι έχω ένα φόβο,
γι᾽ αυτά σου που είπες και δε μοιάζουν παραμύθια·
μα τ᾽ άλλα π᾽ άκουσα — βγήκα και πάω απ᾽ το δρόμο!
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Πως του Αγαμέμνονα θα δεις σου λέω το φόνο.
ΧΟΡΟΣ
Φράξε το στόμα σου, άθλια, στον κακό λόγο!
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Γιατρός κανείς δε βρίσκεται γι᾽ αυτό που σου είπα.
ΧΟΡΟΣ
Όχι, αν θα γίνει· μα ο θεός να μην το δώσει.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
1250Καλές είναι οι ευχές, μα εκείνοι μελετούν το φόνο.
ΧΟΡΟΣ
Ποιός είναι ο άντρας, που ετοιμάζει αυτό το κρίμα;
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Έπεσες όξω κι όξω, βλέπω, απ᾽ τους χρησμούς μου.
ΧΟΡΟΣ
Γιατί δεν έχω νιώσει ποιός και πώς θα κάμει.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Κι όμως καλά τη γλώσσα ξέρω των Ελλήνων.
ΧΟΡΟΣ
Κι η Πυθία επίσης· μα ποιός νιώθει τους χρησμούς της;