Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΙΝΗΣ

Κατὰ Κτησιφῶντος (236-241)


[236] Ἡδέως δ᾽ ἂν ἔγωγε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἐναντίον ὑμῶν ἀναλογισαίμην πρὸς τὸν γράψαντα τὸ ψήφισμα, διὰ ποίας εὐεργεσίας ἀξιοῖ Δημοσθένην στεφανῶσαι. Εἰ μὲν γὰρ λέξεις, ὅθεν τὴν ἀρχὴν τοῦ ψηφίσματος ἐποιήσω, ὅτι τὰς τάφρους τὰς περὶ τὰ τείχη καλῶς ἐτάφρευσε, θαυμάζω σου. Τοῦ γὰρ ταῦτ᾽ ἐξεργασθῆναι καλῶς τὸ γεγενῆσθαι τούτων αἴτιον μείζω κατηγορίαν ἔχει· οὐ γὰρ περιχαρακώσαντα χρὴ τὰ τείχη, οὐδὲ ταφὰς δημοσίας ἀνελόντα τὸν ὀρθῶς πεπολιτευμένον δωρεὰς αἰτεῖν, ἀλλ᾽ ἀγαθοῦ τινος αἴτιον γεγενημένον τῇ πόλει. [237] Εἰ δὲ ἥξεις ἐπὶ τὸ δεύτερον μέρος τοῦ ψηφίσματος, ἐν ᾧ τετόλμηκας γράφειν ὡς ἔστιν ἀνὴρ ἀγαθός, καὶ διατελεῖ λέγων καὶ πράττων τὰ ἄριστα τῷ δήμῳ τῷ Ἀθηναίων, ἀφελὼν τὴν ἀλαζονείαν καὶ τὸν κόμπον τοῦ ψηφίσματος ἅψαι τῶν ἔργων, ἐπίδειξον ἡμῖν τι λέγεις. Τὰς μὲν γὰρ περὶ τοὺς Ἀμφισσέας καὶ τοὺς Εὐβοέας δωροδοκίας παραλείπω· ὅταν δὲ τῆς πρὸς Θηβαίους συμμαχίας τὰς αἰτίας ἀνατιθῇς Δημοσθένει, τοὺς μὲν ἀγνοοῦντας ἐξαπατᾷς, τοὺς δ᾽ εἰδότας καὶ αἰσθανομένους ὑβρίζεις. Ἀφελὼν γὰρ τὸν καιρὸν καὶ τὴν δόξαν τὴν τούτων, δι᾽ ἣν ἐγένετο ἡ συμμαχία, λανθάνειν οἴει τὸ τῆς πόλεως ἀξίωμα Δημοσθένει περιτιθείς. [238] Ἡλίκον δ᾽ ἐστὶ τὸ ἀλαζόνευμα τοῦτο, ἐγὼ πειράσομαι μεγάλῳ σημείῳ διδάξαι. Ὁ γὰρ τῶν Περσῶν βασιλεὺς οὐ πολλῷ χρόνῳ πρὸ τῆς Ἀλεξάνδρου διαβάσεως εἰς τὴν Ἀσίαν κατέπεμψε τῷ δήμῳ καὶ μάλα ὑβριστικὴν καὶ βάρβαρον ἐπιστολὴν ἐν ᾖ τά τε δὴ ἄλλα καὶ μάλ᾽ ἀπαιδεύτως διελέχθη, καὶ ἐπὶ τελευτῆς ἐνέγραψεν ἐν τῇ ἐπιστολῇ, «ἐγώ» φησιν «ὑμῖν χρυσίον οὐ δώσω· μή με αἰτεῖτε· οὐ γὰρ λήψεσθε.» [239] Οὗτος μέντοι ὁ αὐτὸς ἐγκαταληφθεὶς ὑπὸ τῶν νυνὶ παρόντων αὐτῷ κινδύνων, οὐκ αἰτούντων Ἀθηναίων, αὐτὸς ἑκὼν κατέπεμψε τριακόσια τάλαντα τῷ δήμῳ, ἃ σωφρονῶν οὐκ ἐδέξατο. Ὁ δὲ κομίζων ἦν τὸ χρυσίον καιρὸς καὶ φόβος καὶ χρεία συμμάχων. Τὸ δὲ αὐτὸ τοῦτο καὶ τὴν Θηβαίων συμμαχίαν ἐξειργάσατο. Σὺ δὲ τὸ μὲν τῶν Θηβαίων ὄνομα καὶ τὸ τῆς δυστυχεστάτης συμμαχίας ἐνοχλεῖς ἀεὶ λέγων, τὰ δ᾽ ἑβδομήκοντα τάλαντα ὑποσιωπᾷς, ἃ προλαβὼν τοῦ βασιλικοῦ χρυσίου ἀπεστέρηκας. [240] Οὐ δι᾽ ἔνδειαν χρημάτων ἕνεκα μὲν πέντε ταλάντων οἱ ξένοι Θηβαίοις τὴν ἄκραν οὐ παρέδοσαν; διὰ ἐννέα δὲ τάλαντα ἀργυρίου πάντων Ἀρκάδων ἐξεληλυθότων καὶ τῶν ἡγεμόνων ἑτοίμων ὄντων βοηθεῖν, ἡ πρᾶξις οὐ γεγένηται; σὺ δὲ πλουτεῖς καὶ ταῖς ἡδοναῖς ταῖς σαυτοῦ χορηγεῖς. Καὶ τὸ κεφάλαιον, τὸ μὲν βασιλικὸν χρυσίον παρὰ τούτῳ, οἱ δὲ κίνδυνοι παρ᾽ ὑμῖν.
[241] Ἄξιον δ᾽ ἐστὶ καὶ τὴν ἀπαιδευσίαν αὐτῶν θεωρῆσαι. Εἰ γὰρ τολμήσει Κτησιφῶν μὲν Δημοσθένην παρακαλεῖν λέξοντα εἰς ὑμᾶς, οὗτος δ᾽ ἀναβὰς ἑαυτὸν ἐγκωμιάσει, βαρύτερον τῶν ἔργων ὧν πεπόνθαμεν τὸ ἀκρόαμα γίγνεται. Ὅπου γὰρ τοὺς μὲν ὄντως ἄνδρας ἀγαθοὺς οἷς πολλὰ καὶ καλὰ σύνισμεν ἔργα, τοὺς καθ᾽ ἑαυτῶν ἐπαίνους ἐὰν λέγωσιν, οὐ φέρομεν· ὅταν δὲ ἄνθρωπος αἰσχύνη τῆς πόλεως γεγονὼς ἑαυτὸν ἐγκωμιάζῃ, τίς ἂν τὰ τοιαῦτα καρτερήσειεν ἀκούων;


[236] Ευχαρίστως θα αναλογιζόμουν, Αθηναίοι, ενώπιόν σας, μαζί με τον εισηγητή του ψηφίσματος, για ποιές ευεργεσίες θεωρεί τον Δημοσθένη άξιο για στεφάνι. Αν επικαλεστείς, Κτησιφώντα, αυτό που πρότεινες στην αρχή του ψηφίσματός σου, ότι καθάρισε τις τάφρους γύρω από τα τείχη, εκπλήσσομαι με σένα. Γιατί το ότι έχει γίνει αίτιος να φτιαχτούν αυτά εμπεριέχει μεγαλύτερη μομφή παρά έπαινο για την καλή δουλειά που τελείωσε. Γιατί ο σωστός πολιτικός δεν πρέπει να ζητά ανταμοιβή για τη διάνοιξη τάφρων γύρω από τα τείχη, πολύ περισσότερο για την καταστροφή δημόσιων τάφων, αλλά για την προσφορά κάποιας καλής υπηρεσίας προς την πόλη. [237] Αν προχωρήσεις στο δεύτερο μέρος του ψηφίσματός σου, στο οποίο έχεις το θράσος και γράφεις ότι ο Δημοσθένης είναι έντιμος πολίτης και συνεχώς επιδιώκει με λόγια και με έργα το καλύτερο για τον αθηναϊκό λαό, αφαίρεσε τον στόμφο και την κομπορρημοσύνη από το ψήφισμα, πιάσε τα έργα και δείξε μας τι εννοείς. Την περίπτωση του χρηματισμού σχετικά με τους Αμφισσείς και τους Ευβοείς τους παραλείπω· όταν όμως αποδίδεις στις ενέργειες του Δημοσθένη τη συμμαχία της πόλης με τη Θήβα, εξαπατάς τους ανίδεους και προσβάλλεις τους γνώστες και όσους έχουν αντίληψη των πραγμάτων. Γιατί, με το να μην αναφέρεις την κρισιμότητα της κατάστασης και τη γνώμη των πολιτών, που συνετέλεσε στη σύναψη της συμμαχίας, νομίζεις πως δεν θα αντιληφθούμε ότι περιβάλλεις τον Δημοσθένη με το κύρος που ανήκει στην πόλη.
[238] Πόσο μεγάλη είναι η απάτη αυτή εγώ θα προσπαθήσω να αποδείξω με ατράνταχτο επιχείρημα. Λίγο καιρό πριν περάσει ο Αλέξανδρος στην Ασία, ο βασιλιάς των Περσών έστειλε στην πόλη πολύ προσβλητική και βάρβαρη επιστολή, στην οποία, ανάμεσα στα άλλα που έλεγε με πολύ άξεστο τρόπο κατέληγε: «δεν πρόκειται να σας δώσω χρήματα· μη μου ζητάτε· δεν θα τα πάρετε». [239] Ωστόσο, ο ίδιος αυτός άνθρωπος, εγκλωβισμένος στους σημερινούς κινδύνους που τώρα τον απειλούν, έστειλε με δική του πρωτοβουλία και όχι με αίτηση των Αθηναίων τριακόσια τάλαντα στην πόλη, που συνετά σκέφθηκε και δεν τα αποδέχτηκε. Οι λόγοι που έφεραν τα χρήματα εδώ ήταν η κρισιμότητα, ο φόβος και η ανάγκη για συμμάχους. Οι ίδιοι λόγοι ακριβώς ήταν εκείνοι που συνετέλεσαν στη σύναψη συμμαχίας με τη Θήβα. Συ όμως μας έχεις ζαλίσει, κάνοντας συνεχώς λόγο για τους Θηβαίους και την ατυχέστατη συμμαχία, ενώ αποσιωπάς τα εβδομήντα τάλαντα που πρόλαβες και άρπαξες από τα χρήματα του βασιλιά. [240] Δεν ήταν η έλλειψη χρημάτων, συγκεκριμένα πέντε ταλάντων, που οι μισθοφόροι αρνήθηκαν να παραδώσουν στους Θηβαίους την ακρόπολη; Μήπως για εννιά τάλαντα δεν ματαιώθηκε η επιχείρηση, όταν όλοι οι Αρκάδες είχαν κινητοποιηθεί και οι αρχηγοί τους ήταν έτοιμοι να βοηθήσουν; Εσύ όμως, Δημοσθένη, είσαι πλούσιος και ξοδεύεις για τις απολαύσεις σου. Με δυο λόγια, το χρυσάφι του βασιλιά προοριζόταν για τον Δημοσθένη, οι κίνδυνοι για σας.
[241] Αξίζει όμως να παρατηρήσουμε την ξιπασιά τους. Εάν δηλαδή τολμήσει ο Κτησιφών να καλέσει τον Δημοσθένη να μιλήσει σε σας, και αυτός ανεβεί στο βήμα και αρχίσει να εγκωμιάζει τον εαυτό του, αυτά που θα ακούσουμε θα είναι πιο ενοχλητικά από τα όσα έχουμε πάθει από αυτόν. Γιατί τη στιγμή που δεν ανεχόμαστε να επαινούν τον εαυτό τους οι όντως έντιμοι άνδρες για τους οποίους είμαστε σίγουροι ότι έχουν κάνει πολλά και ωραία κατορθώματα, ποιος θα ανεχόταν να ακούει τέτοιους επαίνους, όταν εγκωμιάζει τον εαυτό του ένας άνθρωπος που υπήρξε ντροπή της πόλης;