Οι γυναίκες ξανάρχονται με νεκροστολίσματα.
ΚΟΡ. Νά, λάφυρα τρωαδίτικα οι γυναίκες
κρατούν, για νεκροστόλισμα τα φέρνουν.
ΕΚΑ. Παιδί μου, του πατέρα σου η μητέρα
προσφέρνει αυτά σ᾽ εσένα· όχι γιατί
τους συνομήλικούς σου έχεις νικήσει
1210σε αγώνες ιππικούς ή αγώνες τόξων,
που τους τιμούν με μέτρο οι Τρωαδίτες·
δώρα από βιος δικό σου· μα η Ελένη
σου τ᾽ άρπαξε όλα πια η καταραμένη,
κοντά σ᾽ αυτά και τη ζωή σού πήρε
κι όλο το σπιτικό σου έχει ρημάξει.
ΧΟΡ. Την καρδιά μού ᾽χεις αγγίξει, την καρδιά·
οχ οϊμένα,
που προσμέναμε σ᾽ εσένα
το μεγάλο της πατρίδας βασιλιά.
ΕΚΑ. Με τα λαμπρά τρωικά φορέματα, όσα
θα ταίριαζε στο γάμο σου να βάλεις,
που θα ᾽παιρνες την πρώτη της Ασίας,
1220μ᾽ αυτά στολίζω τώρα το κορμί σου.
Κι ω ασπίδα του Έχτορά μου αγαπημένη,
χίλιων τροπαίων καλλίνικη μητέρα,
δέξου από μένα τούτο το στεφάνι·
στο θάνατο θα πας, κι ας μην πεθαίνεις,
μ᾽ αυτό μας το νεκρό· γιατί σου αξίζει
εσέ τιμή, που δεν αξίζει στα όπλα
του κακού και παμπόνηρου Οδυσσέα.
ΧΟΡ. Μες στον κόρφο της η γη
θα σε κλείσει,
δύστυχο, αχ,
ω πικρών δακρύων η βρύση.
Θρήνησε, κυρούλα, πες…
ΕΚΑ. Συφορά!
ΧΟΡ. μοιρολόι πικρό.
1230ΕΚΑ. Ω καημέ!
ΧΟΡ. Ναι, καημένη.
Χαροκάηκες, αχ, οϊμέ.
ΕΚΑ. Σου δένω τις πληγές, έρμος γιατρός,
που τ᾽ όνομα έχει, μα όχι και τη χάρη·
και κάτω κει θα σε γνοιαστεί ο γονιός σου.
ΧΟΡ. Δίνε με τα χέρια
τη χτυπιά
μια πάνω στην άλλη
σα με δυο κουπιά
στ᾽ άμοιρό σου το κεφάλι.
Μικρή διακοπή· η Εκάβη βυθίζεται σε σκέψη· ύστερ᾽ από λίγο μιλεί κάπως πιο ήρεμα.
ΕΚΑ. Αγαπητές μου…
ΧΟΡ. Είμαστ᾽, Εκάβη, δικές σου,
πες μας τί θέλεις.
1240ΕΚΑ. Δεν είχαν οι θεοί λοιπόν άλλη έγνοια,
παρά μονάχα εμάς να τυραννούν,
ένα ήτανε το μίσος τους, η Τροία,
κι ανώφελα τους κάναμε θυσίες.
Μα τ᾽ όνομά μας, αν συθέμελα έτσι
δε μας βούλιαζε η τύχη, θα χανόταν,
δε θα ᾽γραφαν για μας τραγούδια και ύμνους,
που θα τα λεν γενιές μελλοντικές.
Στους στρατιώτες.
Σύρτε, θάψτε το εσείς στον κρύο του τάφο·
το νεκροστόλισμα έγινε, όσο πρέπει.
Λίγο τούς γνοιάζει τους νεκρούς αν πλούσια
θα τους προσφέρουν δώρα· αυτά ειναι, λέω,
1250των ζωντανών ανόητες ξιπασιές.
Οι στρατιώτες παίρνουν το νεκρό πάνω στην ασπίδα και φεύγουν.
ΚΟΡ. Αχ η δύστυχη μάνα σου,
που μ᾽ εσένα οι τρανές της ζωής της βουλιάξαν ελπίδες.
Σε μακάριζαν που ήσουν βλαστάρι μεγάλης γενιάς,
αχ και μ᾽ άσπλαχνο θάνατο πήγες.
Στο βάθος, πάνω στα τείχη, πηγαινοέρχονται στρατιώτες με αναμμένα δαδιά στα χέρια.
Γιά κοιτάξτε, κοιτάξτε·
ποιοί ειν᾽ αυτοί
που εκεί πάνω στης Τροίας τις σκεπές
αναμμένα στα χέρια τους παίζουν δαδιά;
Κι άλλο τώρα κακό θα χτυπήσει την πόλη.
|