ΣΤΑΣΙΜΟ ΤΡΙΤΟ1060ΧΟΡ. Όλα εσύ λοιπόν τα παραδίνεις τώρα,
Δία, στους Αχαιούς: ναό στο Ίλιο μέσα,
φλόγες προσφορών, βωμό ευωδιές γεμάτο,
αιθερόλαμνα των θυμιαμάτων νέφη,
και την Πέργαμο την άγια, και της Ίδης
τα κισσοΐσκιωτα φαράγγια, δροσισμένα
απ᾽ τα γάργαρα νερά των ποταμιών της,
ως και την κορφή που πρώτη βλέπει ο ήλιος
1070κι είναι των θεών φωτόλουστο λημέρι.
Παν για σένα πια, παν οι θυσίες κι οι ύμνοι,
κι οι λατρευτικές θεών ολονυχτίες,
και τ᾽ αγάλματα τα χρυσοστολισμένα
και τα φρυγικά φεγγαρωτά φοινίκια,
πάντα δώδεκα σε κάθε προσφορά μας.
Δία, πὄχεις ψηλά στον ουρανό το θρόνο,
άραγε όλ᾽ αυτά να σου ᾽ρχονται στη σκέψη,
τώρα που η φωτιά την Τροία μας περιζώνει
1080και σωριάζεται και χάνεται στις φλόγες;
Άντρα μου καλέ κι αγαπημένε αφέντη,
άλουστο έμεινε κι άθαφτο το κορμί σου
κι έτσι εδώ κι εκεί η ψυχή σου τριγυρνάει·
θαλασσόδρομο γοργόφτερο καράβι
θα με πάρει εμέ στ᾽ αλογοβόσκητο Άργος,
πὄχει πέτρινα, ψηλά κυκλώπεια τείχη.
Στις καστρόπορτες, στα δάκρυα βουτηγμένα,
1090τα παιδιά βογγούν και τέτοια ακούς φωνούλα:
«Μοναχή μακριά με παίρνουν από σένα,
μάνα, οι Αχαιοί στο μαύρο τους καράβι
και με τα κουπιά που σκίζουνε το κύμα
θα με φέρουνε στη Σαλαμίνα ή πέρα
στο βουνό του Ισθμού που δυο τον ζώνουν κόρφοι
κι είν᾽ εκεί η μπασιά στου Πέλοπα τη χώρα.»
1100Να ᾽κανε ο θεός, σα θα περνά το Αιγαίο
του Μενέλαου το πλοίο, κι εμένα σκλάβα
πολυδάκρυτη μακριά θα μ᾽ εξορίζει
απ᾽ τον τόπο μου, την ώρα εκείνη, θεέ μου,
που με το χρυσό καθρέφτη της θα παίζει
—κοριτσιών χαρά— του Δία η θυγατέρα,
διπλοτίναχτο να πέσει αστροπελέκι
μεσοπέλαγα στο πλοίο και να το κάψει.
1110Και ποτέ του αυτός να μη σώσει και φτάσει
στη λακωνική πατρίδα, στην Πιτάνη,
και στου πατρικού σπιτιού του το κατώφλι,
και στο ναό της θεάς με τις χάλκινες πύλες,
πίσω αφού γυρνά με μια γυναίκα που ήταν
του Άργους η ντροπή κι η συμφορά της Τροίας.
|