ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΠΡΩΤΟΦαίνεται από πέρα να έρχεται ο Ταλθύβιος· τον ακολουθούν δορυφόροι.
Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
230Αλλά νά, απ᾽ των Αργείων το στρατό
ένας κράχτης σιμώνει γοργά κατά δω,
κομιστής καμιάς νέας προσταγής.
Τί να φέρνει; Τί να ᾽χει να πει; Η δωρική
γη μάς έχει πια σκλάβες.
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ
Εκάβη, επίσημη είδηση σας φέρνω.
Είμαι ο Ταλθύβιος· βέβαια θα με ξέρεις·
γιατί πολλές φορές ήρθα στην Τροία
απ᾽ το στρατό σταλμένος των Ελλήνων.
ΕΚΑ. Αυτό ᾽ναι που φοβόμουνα, Τρωαδίτισσες, τόσον καιρό.
240ΤΑΛ. Η κλήρωση έγινε, αν αυτό φοβόσουν.
ΕΚΑ. Αχ αχ, ποιά πόλη θα μας πεις της Θεσσαλίας
ή και της Φθίας ή κάτω κει που ᾽ναι του Κάδμου η χώρα;
ΤΑΛ. Την καθεμιά σας δίνει ο κλήρος σε άλλον.
ΕΚΑ. Σε ποιόν λοιπόν η καθεμιά έχει πέσει;
τύχη καλή σαν ποιά από μας να καρτερεί;
ΤΑΛ. Ξέρω· ένα ένα ρώτα και θα μάθεις.
ΕΚΑ. Ποιός την Κασσάντρα μου λοιπόν, τη δύστυχή μου κόρη,
κληρώθηκε να πάρει;
ΤΑΛ. Ο Αγαμέμνονας· δώρο, όχι με κλήρο.
250ΕΚΑ. Δούλα να πάει σε μια γυναίκα από τη Σπάρτη;
Αλίμονό μου!
ΤΑΛ. Ταίρι κρυφό της κλίνης του, όχι δούλα.
ΕΚΑ. Τί λες; τί λες; του Φοίβου μια παρθένα,
που αγνή ζωή τής όρισε για δώρο ο χρυσομάλλης;
ΤΑΛ. Τρελή στην ένθεη κόρη αγάπη αισθάνθηκε.
ΕΚΑ. Μακριά, μακριά σου, του ναού,
κόρη μου, ρίξε τα κλειδιά
κι απ᾽ το κορμί σου τις ιερές ταινίες που το στολίζουν.
ΤΑΛ. Την παίρνει βασιλιάς· για λίγο το ᾽χεις;
260ΕΚΑ. Κι εκείνη που μου πήρατε τώρα στερνά πού να ᾽ναι;
ΤΑΛ. Θέλεις να πεις την Πολυξένη; Ή άλλη;
ΕΚΑ. Την Πολυξένη, ναι· σε ποιόν τη δίνει ο κλήρος;
ΤΑΛ. Θα υπηρετεί στον τάφο του Αχιλλέα.
ΕΚΑ. Αχ, για υπηρέτρα εγώ λοιπόν τη γέννησα ενός τάφου;
Σαν τί συνήθεια να ᾽ναι αυτή,
τί νόμος των Ελλήνων, είν᾽ αυτός, καλέ μου;
ΤΑΛ. Καλά ᾽ναι ως είναι· καλοτύχιζέ την.
270ΕΚΑ. Σαν τί να λες; Τάχα να ζει;
ΤΑΛ. Έτσι όπως είναι, είν᾽ απ᾽ τα βάσανα έξω.
ΕΚΑ. Και του κονταρομάχου μου Έχτορα τη χήρα,
την άμοιρη Αντρομάχη του, ποιά τύχη την προσμένει;
ΤΑΛ. Ακλήρωτη κι αυτή την ξεχωρίσαν
και στ᾽ Αχιλλέα το γιο την κάμαν δώρο.
ΕΚΑ. Κι εγώ, που χρειάζομαι ραβδί στο γέρικό μου χέρι
στήριγμα τρίτο του κορμιού, σε ποιόν θα πάω για δούλα;
ΤΑΛ. Σε δίνει ο κλήρος σκλάβα του Οδυσσέα.
ΕΚΑ. Το γυμνό κεφάλι
χτύπα το, αχ·
αχ θα σκούξω πάλι·
280σκίσε με τα νύχια
τα δυο μάγουλά σου,
σκίσ᾽ τα, συφορά σου.
Αχ αλίμονό μου,
που με δίνει ο κλήρος
σε άντρα δολερό,
τέρας έξω νόμου
και του δίκιου οχτρό·
με τη δίβουλή του γλώσσα
φέρνει εδώ τα πέρα, κι όσα
είναι δώθε, εκεί τα σέρνει,
κι όπου αγάπη, μίσος σπέρνει.
Κλάψτε με, Τρωαδίτισσες,
290χάθηκα, αχ, η μαύρη·
ο χειρότερος λαχνός
ήρθε εμένα νά βρει
ΚΟΡ. Την τύχη σου, βασίλισσα, την ξέρεις,
μα της δικιάς μου ποιός ο αφέντης θα είναι
Έλληνας ή Αχαιός;
ΤΑΛ. Γρήγορα, δούλοι,
πρέπει να φέρετε έξω την Κασσάντρα,
για να παραδοθεί στο στρατηλάτη,
κι έπειτα να οδηγήσω και στους άλλους
όσες ξεδιαλεχτήκανε για σκλάβες.
Οι δορυφόροι πηγαίνουν κι ανοίγουν τη θύρα μιας καλύβας· μέσα φαίνεται ζωηρή λάμψη· η θύρα ξανακλείνει.
Μπα, τί ᾽ναι η λάμψη αυτή που φέγγει μέσα;
Μην ίσως οι Τρωαδίτισσες, που μάθαν
300πως θα τις στείλουν στο Άργος, στις καλύβες
βάλαν φωτιά και πέφτουν να καούνε;
Σε τέτοιας δυστυχίας ζυγό δε σκύβουν
οι ελεύθεροι εύκολα έτσι το κεφάλι.
Ανοίξτε· αυτές το θέλουν, μα κακό ᾽ναι
για τους Αχαιούς κι ύστερα εγώ θα μπλέξω.
Η θύρα ξανανοίγει και φαίνεται πάλι η λάμψη.
ΕΚΑ. Δε βάζουνε φωτιά, η Κασσάντρα μου είναι,
που κατά δω, μαινάδα, ορμάει τρεχάτη.
|