ΙΦΙ. Ω εσύ, —πώς να σε πω;— ακριβέ, ακριβέ μου
Ορέστη, σ᾽ έχω εδώ, πολύ μακριά από τ᾽ Άργος,
830μακριά από την πατρίδα μας, αγαπημένε!
ΟΡΕ. Κι εσένα εγώ, που σ᾽ έλεαν πεθαμένη.
Και βρέχουνε τα μάτια και των δυο μας
δάκρυα, μαζί με τη χαρά και θρήνοι.
ΙΦΙ. Μωρούλι ακόμα,
μωρούλι τρυφερό, στο σπίτι
στης βάγιας του την αγκαλιά τον είχα αυτόν αφήσει.
Ψυχή μου, λόγια δεν τη λεν την ευτυχία μου, τί να πω;
840Αυτά όλα πια τα ξεπερνούν, και θάματα και λόγια.
ΟΡΕ. Εδώ κι εμπρός οι δυο μας να ευτυχούμε.
ΙΦΙ. Είναι παράξενη η χαρά που νιώθω, αγαπητές μου·
φοβούμαι μην πετάξει
στον ουρανό, και μέσ᾽ από τα χέρια μου τον χάσω·
ω του σπιτιού γωνιά κυκλώπεια, ω
πατρίδα μου, Μυκήνα αγαπημένη,
σ᾽ ευχαριστώ που τη ζωή του ᾽δωσες, που τον ανάθρεψες,
που αυτόν εδώ τον αδερφό μου ανάστησες
φως σωτηρίας του σπιτικού μας.
850ΟΡΕ. Τρανή γενιά μάς έχει δώσει η τύχη,
αδερφή, μα ζωή συφοριασμένη.
ΙΦΙ. Το ᾽νιωσα, η μαύρη, το ᾽νιωσα, όταν έβαλε
με μαύρη σκέψη ο κύρης μου μαχαίρι στο λαιμό μου.
ΟΡΕ. Εκεί σα να σε βλέπω, κι ας μην ήμουν.
ΙΦΙ. Αχ ναι, αδερφέ, όταν δολερά
με πήγαιναν για τη σκηνή, την κλίνη του Αχιλλέα,
για γάμο που δεν ήτανε να γίνει·
860κι ήτανε στο βωμό κοντά δάκρυα και βόγκοι.
Οϊμέ, θυσίας ραντίσματα που γίνανε κει κάτω!
ΟΡΕ. Κι εγώ για του πατέρα κλαίω την τόλμη.
ΙΦΙ. Σκληρός πατέρας μού έλαχε και τύχη μαύρη.
Κι οι συμφορές —έτσι τα φέρνει ένας θεός—
η μια αναβρύζει από την άλλη.
ΟΡΕ. Ναι, αν σκότωνες τον αδερφό σου, δόλια,...
ΙΦΙ. Ω συφορά μου, αποκοτιά φριχτή!
Έργο φριχτό αποκότησα, φριχτό, αδερφέ μου.
870Και, λίγο ακόμα, ανόσιο θα ᾽βρισκες χαμό
και σπαραγμό απ᾽ τα χέρια τα δικά μου.
Αλλά το τέλος τώρα θα είναι ποιό;
Ποιά τύχη πλάι μου θα σταθεί;
Για σε τί πέρασμα να βρω,
μακριά απ᾽ τη χώρ᾽ αυτή, μακριά απ᾽ το σκοτωμό,
για να σε στείλω πίσω στο Άργος,
880πριν, το αίμα σου γυρεύοντας, ζυγώσει το σπαθί;
Δικό σου χρέος, ταλαίπωρη ψυχή,
δικό σου χρέος, αυτό να ψάξεις νά ᾽βρεις.
Άραγε από στεριά κι όχι με πλοίο;
Μα, πεζοπόρος τρέχοντας, θα ᾽σαι κοντά στο θάνατο,
ανάμεσ᾽ από βάρβαρες φυλές ως θα περνάς
και δρόμους κακοτράχαλους.
890Από των μαυρογάλαζων πάλι των βράχων το στενό
δρόμος πολύς να φεύγεις με καράβι.
Άμοιρη εγώ, άμοιρη εγώ.
Αχ, ποιός θεός ή ποιός θνητός ή ποιά
δύναμη ανέλπιστη λοιπόν
πέρασμ᾽ ανέβρετο θα βρει,
θα φανερώσει λυτρωμό
στους δυο που μόνοι απόμειναν απ᾽ τη γενιά του Ατρέα;
|