ΧΟΡ. Με αντίφωνο σκοπό,
180μ᾽ ασιατικών ύμνων λαλιά βαρβαρική,
σ᾽ εσέ κυρά μου θ᾽ απαντήσω·
θα πω τραγούδι που οι νεκροί αγαπούν,
το μοιρολόι που ο Άδης τραγουδά
κι είν᾽ άμοιαστο με παιάνες.
Η λάμψη του βασιλικού σπιτιού
των Ατρειδών έσβησε, αλί,
του πατρογονικού σπιτιού η αχτίδα·
190των πλούσιων βασιλιάδων του Άργους η εξουσία πάει.
Και ξεπηδούν απανωτές οι συμφορές
απ᾽ τον καιρό που ο Ήλιος,
του φτερωτού γοργού άρματός του αλλάζοντας το δρόμο,
έριξε αλλού το λαμπερό ιερό του βλέμμα.
Κι εξαιτίας του χρυσόμαλλου αρνιού, στο παλάτι
η μια λύπη θρονιάστηκε πάνω στην άλλη,
φόνοι πάνω στους φόνους, καημοί στους καημούς·
200από τότε και το αίμα παλιών απογόνων του Τάνταλου
οι καινούριες γενιές —συμφορά του σπιτιού— το πλερώνουν·
και με λύσσα φριχτή χιμά πάνω σου η μοίρα.
ΙΦΙ. Μαύρη εξαρχής η μοίρα μου,
απ᾽ τον καιρό που λύθηκε
η ζώνη της μητέρας μου·
αποξαρχής οι Μοίρες, θεές
της λεχωνιάς, σκληρά μού σφίγγουν τη ζωή,
εμένα, που πρωτόβγαλτον ανθό
210μες στο παλάτι η δύστυχη της Λήδας κόρη
για σφάγιο στου πατέρα την κακογνωμιά,
για θύμα θλιβερό
με γέννησε, μ᾽ ανάθρεψε ταμένη στο χαμό·
με αμάξι που άτια το ᾽σερναν
με πήγαν στην Αυλίδα την αμμουδερή
για νύφη, μαύρη νύφη οϊμέ, του γιου
της κόρης του Νηρέα.
Τώρα στου πόντου του αφιλόξενου
τ᾽ άγονα μέρη, ξένη, κατοικώ, χωρίς
220άντρα, παιδιά, πατρίδα, φίλους,
απ᾽ την Ελλάδα εξόριστη, λησμονημένη·
δεν τραγουδώ την Ήρα, του Άργους τη θεά,
κι ούτε χτυπώντας
με τη σαΐτα το γλυκόηχον αργαλειό
πλουμίζω τα υφαντά με ζωγραφιές
της Αθηναίας Παλλάδας, των Τιτάνων,
παρά χαράζω την απαίσια αιματοράντιστη
θυσία των ξένων,
που βγάζουν θλιβερές κραυγές
και δάκρυα χύνουν θλιβερά.
Όμως τώρα όλ᾽ αυτά τα ξεχνώ
230και το αδέρφι που πέθανε στο Άργος θρηνώ·
το ᾽χα αφήσει μωρό βυζανιάρικο,
νιο βλαστό τρυφερό
μες στα χέρια, στον κόρφο της μάνας του, αυτόν
που μια μέρα οι Αργείοι θα τον έκαναν
βασιλιά, τον Ορέστη.
|