Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις (178-235)


ΧΟ. ἀντιψάλμους ᾠδὰς ὕμνον τ᾽
180Ἀσιητᾶν σοι βάρβαρον ἀχὰν
δεσποίνᾳ γ᾽ ἐξαυδάσω,
τὰν ἐν θρήνοισιν μοῦσαν,
νέκυσι μελομέναν, τὰν ἐν μολπαῖς
185Ἅιδας ὑμνεῖ δίχα παιάνων.
οἴμοι, τῶν Ἀτρειδᾶν οἴκων·
ἔρρει φῶς σκήπτρων, οἴμοι,
πατρῴων οἴκων.
ἦν ἐκ τῶν εὐόλβων Ἄργει
190βασιλέων ἀρχά,
μόχθος δ᾽ ἐκ μόχθων ᾄσσει·
δινευούσαις ἵπποισι ‹ῥιφαὶ
Πέλοπος› πταναῖς· ἀλλάξας δ᾽ ἐξ
ἕδρας ἱερὸν ‹ἱερὸν› ὄμμ᾽ αὐγᾶς
195ἅλιος. ἄλλαις δ᾽ ἄλλα προσέβα
χρυσέας ἀρνὸς μελάθροις ὀδύνα,
†φόνος ἐπὶ φόνῳ, ἄχεα ἄχεσιν·†
ἔνθεν τῶν πρόσθεν δμαθέντων
200Τανταλιδᾶν ἐκβαίνει ποινά γ᾽
εἰς οἴκους, σπεύδει δ᾽ ἀσπούδαστ᾽
ἐπὶ σοὶ δαίμων.

ΙΦ. ἐξ ἀρχᾶς μοι δυσδαίμων
δαίμων τᾶς ματρὸς ζώνας
205καὶ νυκτὸς κείνας· ἐξ ἀρχᾶς
λόχιαι στερρὰν παιδείαν
Μοῖραι συντείνουσιν θεαί,
τᾷ μναστευθεῖσᾳ ᾽ξ Ἑλλάνων,
ἃν πρωτόγονον θάλος ἐν θαλάμοις
210Λήδας ἁ τλάμων κούρα
σφάγιον πατρῴᾳ λώβᾳ
καὶ θῦμ᾽ οὐκ εὐγάθητον
ἔτεκεν, ἔτρεφεν, εὐκταίαν·
ἱππείοις ἐν δίφροισι
215ψαμάθων Αὐλίδος ἐπέβασαν
νύμφαιον, οἴμοι, δύσνυμφον
τῷ τᾶς Νηρέως κούρας, αἰαῖ.
νῦν δ᾽ ἀξείνου πόντου ξείνα
δυσχόρτους οἴκους ναίω,
220ἄγαμος ἄτεκνος, ἄπολις ἄφιλος,
οὐ τὰν Ἄργει μέλπουσ᾽ Ἥραν
οὐδ᾽ ἱστοῖς ἐν καλλιφθόγγοις
κερκίδι Παλλάδος Ἀτθίδος εἰκὼ
‹καὶ› Τιτάνων ποικίλλουσ᾽, ἀλλ᾽
225αἱμόρραντον δυσφόρμιγγα
ξείνων †αἱμάσσουσ᾽ ἄταν βωμούς,†
οἰκτράν τ᾽ αἰαζόντων αὐδὰν
οἰκτρόν τ᾽ ἐκβαλλόντων δάκρυον.
καὶ νῦν κείνων μέν μοι λάθα,
230τὸν δ᾽ Ἄργει δμαθέντα κλαίω
σύγγονον, ὃν ἔλιπον ἐπιμαστίδιον,
ἔτι βρέφος, ἔτι νέον, ἔτι θάλος
ἐν χερσὶν ματρὸς πρὸς στέρνοις τ᾽
235Ἄργει σκηπτοῦχον Ὀρέσταν.


ΧΟΡ. Με αντίφωνο σκοπό,
180μ᾽ ασιατικών ύμνων λαλιά βαρβαρική,
σ᾽ εσέ κυρά μου θ᾽ απαντήσω·
θα πω τραγούδι που οι νεκροί αγαπούν,
το μοιρολόι που ο Άδης τραγουδά
κι είν᾽ άμοιαστο με παιάνες.
Η λάμψη του βασιλικού σπιτιού
των Ατρειδών έσβησε, αλί,
του πατρογονικού σπιτιού η αχτίδα·
190των πλούσιων βασιλιάδων του Άργους η εξουσία πάει.
Και ξεπηδούν απανωτές οι συμφορές
απ᾽ τον καιρό που ο Ήλιος,
του φτερωτού γοργού άρματός του αλλάζοντας το δρόμο,
έριξε αλλού το λαμπερό ιερό του βλέμμα.

Κι εξαιτίας του χρυσόμαλλου αρνιού, στο παλάτι
η μια λύπη θρονιάστηκε πάνω στην άλλη,
φόνοι πάνω στους φόνους, καημοί στους καημούς·
200από τότε και το αίμα παλιών απογόνων του Τάνταλου
οι καινούριες γενιές —συμφορά του σπιτιού— το πλερώνουν·
και με λύσσα φριχτή χιμά πάνω σου η μοίρα.

ΙΦΙ. Μαύρη εξαρχής η μοίρα μου,
απ᾽ τον καιρό που λύθηκε
η ζώνη της μητέρας μου·
αποξαρχής οι Μοίρες, θεές
της λεχωνιάς, σκληρά μού σφίγγουν τη ζωή,
εμένα, που πρωτόβγαλτον ανθό
210μες στο παλάτι η δύστυχη της Λήδας κόρη
για σφάγιο στου πατέρα την κακογνωμιά,
για θύμα θλιβερό
με γέννησε, μ᾽ ανάθρεψε ταμένη στο χαμό·
με αμάξι που άτια το ᾽σερναν
με πήγαν στην Αυλίδα την αμμουδερή
για νύφη, μαύρη νύφη οϊμέ, του γιου
της κόρης του Νηρέα.
Τώρα στου πόντου του αφιλόξενου
τ᾽ άγονα μέρη, ξένη, κατοικώ, χωρίς
220άντρα, παιδιά, πατρίδα, φίλους,
απ᾽ την Ελλάδα εξόριστη, λησμονημένη·
δεν τραγουδώ την Ήρα, του Άργους τη θεά,
κι ούτε χτυπώντας
με τη σαΐτα το γλυκόηχον αργαλειό
πλουμίζω τα υφαντά με ζωγραφιές
της Αθηναίας Παλλάδας, των Τιτάνων,
παρά χαράζω την απαίσια αιματοράντιστη
θυσία των ξένων,
που βγάζουν θλιβερές κραυγές
και δάκρυα χύνουν θλιβερά.

Όμως τώρα όλ᾽ αυτά τα ξεχνώ
230και το αδέρφι που πέθανε στο Άργος θρηνώ·
το ᾽χα αφήσει μωρό βυζανιάρικο,
νιο βλαστό τρυφερό
μες στα χέρια, στον κόρφο της μάνας του, αυτόν
που μια μέρα οι Αργείοι θα τον έκαναν
βασιλιά, τον Ορέστη.