ΟΡΕΣΤΗΣ
Το νου σου! Είναι κανείς στο δρόμο; Κοίτα!
ΠΥΛΑΔΗΣ
Κοιτάω· παντού τα βλέμματά μου ρίχνω.
ΟΡΕ. Πυλάδη, εδώ ο ναός της θεάς λες να ᾽ναι,
70που δα γι᾽ αυτόν ᾽βάλαμε πλώρη απ᾽ τ᾽ Άργος;
ΠΥΛ. Ναι, Ορέστη, λέω· κι εσύ θα συμφωνήσεις.
ΟΡΕ. Κι ο βωμός που τον βρέχει Ελλήνων αίμα;
ΠΥΛ. Ξανθή απ᾽ το αίμα πάνω η πλάκα του είναι.
ΟΡΕ. Και τρόπαια κρεμασμένα στη γρηπίδα;
ΠΥΛ. Ναι, απομεινάρια των σφαγμένων ξένων.
Τα μάτια μας καλά ένα γύρο ας ψάξουν.
ΟΡΕ. Τι δίχτυ πάλι μου ᾽στησε ο χρησμός σου,
ω Φοίβε, αφού, σκοτώνοντας τη μάνα,
του πατέρα μου πήρα πίσω το αίμα,
κι από τις Ερινύες κυνηγημένος,
80μια αυτές μια κείνες, μύριους πήρα δρόμους
κι εξόριστος παράδειρα στα ξένα;
Πήγα σ᾽ εσέ, ρωτώντας με ποιόν τρόπο
θα ᾽βαζα κάποιο τέρμα στη μανία,
που να τρέχω με κένταε, και στους κόπους
που τραβούσα γυρνώντας την Ελλάδα.
Στη χώρα είπες εσύ να ᾽ρθω των Ταύρων,
εδώ που η αδερφή σου η Άρτεμη έχει
βωμό, και το άγαλμά της, που απ᾽ τα ουράνια,
έπεσε, ως λένε, στο ναό, να πάρω
με πονηριά ή αλλιώς, όπως μπορέσω·
κι αφού τελειώσω το επικίνδυνο έργο,
90στων Αθηναίων τη χώρα να το δώσω·
δεν είπες τίποτ᾽ άλλο· αυτά όταν κάμω,
ξανάσαση θα βρω στα βάσανά μου.
Σ᾽ άκουσα κι ήρθα εδώ, σ᾽ άγνωστη χώρα
κι αφιλόξενη. Τώρα εσέ, Πυλάδη,
ρωτώ —είσ᾽ εσύ ο βοηθός μου στο έργο τούτο—·
τί θα κάμουμε; Οι τοίχοι ολόγυρα είναι,
βλέπεις, ψηλοί· να σκαρφαλώσουμε ίσως
στη στέγη; Αυτό μπορεί κρυφά να γίνει;
Ή με λοστούς τις μπρούντζινες αμπάρες
σπώντας... μα ανίδεοι είμαστε για τέτοια.
100Κι αν μας πιάσουν ν᾽ ανοίγουμε την πόρτα
και με δόλο να θέλουμε να μπούμε,
θα μας σκοτώσουν. Πριν το πάθουμε, έλα
πάμε στο πλοίο που εδώ μας έχει φέρει.
ΠΥΛ. Να φύγουμε; Απαράδεχτο· δεν είναι
συνήθεια μας· δεν πρέπει από δειλία
ν᾽ αφήσουμε θεϊκό χρησμό να πέσει·
μα πάμε, απ᾽ το ναό μακριά, σε σπήλιο
δαρμένο απ᾽ του γιαλού το μαύρο κύμα
να κρυφτούμε, πιο πέρ᾽ απ᾽ το καράβι,
μην τύχει και το δει κανείς, και τότε
το πει στο βασιλιά τους και μας πιάσουν·
110και της θαμπής σα φτάσει νύχτας η όψη,
πρέπει ν᾽ αποκοτήσουμε, με κάθε
τρόπο, το ξύλινο άγαλμα από μέσα
απ᾽ το ναό να πάρουμε. Γιά κοίτα
που, ανάμεσ᾽ απ᾽ τα τρίγλυφα, έχει μέρος
να κατεβούμε· τολμηροί στους κόπους
οι αντρείοι, ενώ οι δειλοί είν᾽ ανάξιοι σε όλα.
ΟΡΕ. Δεν περάσαμε αλήθεια τόσο πέλαο,
για να κάμουμε πίσω μπρος στο τέρμα.
Σωστά μιλείς, σ᾽ ακούω· σε μέρος όπου
δε θα μας δούνε πάμε να κρυφτούμε.
120Δε θα ᾽μαι εγώ η αιτία, ο θείος ο λόγος
ανώφελος να πέσει. Τόλμη! Οι νέοι
δε βρίσκουν αφορμές μπρος σε όποιο αγώνα.
|