Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (164-205)


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
ἔμολον ἀμφὶ παρακτίαν [στρ. α]
165ψάμαθον Αὐλίδος ἐναλίας,
Εὐρίπου διὰ χευμάτων
κέλσασα στενοπόρθμων,
Χαλκίδα πόλιν ἐμὰν προλιποῦσ᾽,
ἀγχιάλων ὑδάτων τροφὸν
170τᾶς κλεινᾶς Ἀρεθούσας,
Ἀχαιῶν στρατιὰν ὡς ἐσιδοίμαν
Ἀχαιῶν τε πλάτας ναυσιπόρους ἡ-
μιθέων, οὓς ἐπὶ Τροίαν
ἐλάταις χιλιόναυσιν
175τὸν ξανθὸν Μενέλαον θ᾽
ἁμέτεροι πόσεις
ἐνέπουσ᾽ Ἀγαμέμνονά τ᾽ εὐπατρίδαν
στέλλειν ἐπὶ τὰν Ἑλέναν, ἀπ᾽
Εὐρώτα δονακοτρόφου
180Πάρις ὁ βουκόλος ἃν ἔλαβε,
δῶρον τᾶς Ἀφροδίτας,
ὅτ᾽ ἐπὶ κρηναίαισι δρόσοις
Ἥρᾳ Παλλάδι τ᾽ ἔριν ἔριν
μορφᾶς Κύπρις ἔσχεν.

πολύθυτον δὲ δι᾽ ἄλσος Ἀρ- [ἀντ. α]
186τέμιδος ἤλυθον ὀρομένα,
φοινίσσουσα παρῇδ᾽ ἐμὰν
αἰσχύνᾳ νεοθαλεῖ,
ἀσπίδος ἔρυμα καὶ κλισίας
190ὁπλοφόρους Δαναῶν θέλουσ᾽
ἵππων τ᾽ ὄχλον ἰδέσθαι.
κατεῖδον δὲ δύ᾽ Αἴαντε συνέδρω,
τὸν Οἰλέως Τελαμῶνός τε γόνον, τὸν
Σαλαμῖνος στέφανον, Πρω-
195τεσίλαόν τ᾽ ἐπὶ θάκοις
πεσσῶν ἡδομένους μορ-
φαῖσι πολυπλόκοις,
Παλαμήδεά θ᾽, ὃν τέκε παῖς ὁ Ποσει-
δᾶνος, Διομήδεά θ᾽ ἡδο-
200ναῖς δίσκου κεχαρημένον,
παρὰ δὲ Μηριόνην, Ἄρεος
ὄζον, θαῦμα βροτοῖσιν,
τὸν ἀπὸ νησαίων τ᾽ ὀρέων
Λαέρτα τόκον, ἅμα δὲ Νι-
205ρῆ, κάλλιστον Ἀχαιῶν.


ΠΑΡΟΔΟΣ


Αφού έφυγε ο γέρος και μπήκε και ο Αγαμέμνονας στη σκηνή του, έρχονται οι Χαλκιδιώτισσες που αποτελούν το Χορό.
ΧΟΡΟΣ
Απ᾽ τον τόπο μου έχω φύγει, απ᾽ τη Χαλκίδα,
βρυσομάνα των νερών της ξακουστής
170της Αρέθουσας, που ρέουν κοντά στη θάλασσα·
μέσ᾽ απ᾽ του Εύριπου το ρέμα
το στενό αφού πέρασα, άραξα
στης Αυλίδας τ᾽ ακρογιάλι,
στου γιαλού την αμμουδιά·
των Αχαιών να δω τ᾽ ασκέρι,
των Αχαιών να δω το στόλο,
των ημίθεων, που με χίλια,
λένε οι άντρες μας, καράβια
τους ξεσήκωσαν και πάνε
να χτυπήσουνε την Τροία
ο Μενέλαος ο ξανθός και ο αδερφός του
ο Αγαμέμνονας, τρανής γενιάς βλαστάρια,
την Ελένη για να πάρουνε ξανά·
από κει που ρέει ο Ευρώτας
180καλαμόζωστος, την είχε αρπάξει ο Πάρης,
ο βοσκός με τα γελάδια·
του τη χάρισε η θεά
η Αφροδίτη, όταν σ᾽ αγώνα μ᾽ άλλες θεές,
την Παλλάδα και την Ήρα, παραβγήκε
για ομορφιά, κοντά σε ολόδροσες πηγές.

Απ᾽ της Άρτεμης το πλούσιο σε θυσίες
άλσος πέρασα τρεχάτη, κι η ντροπή
μού κοκκίνιζε τα μάγουλα πρωτάνθιστη·
190των Δαναών να δω ποθούσα
το στρατό τον ασπιδόφραχτο,
τις σκηνές, γεμάτες όπλα,
και τ᾽ αμάξια τα πολλά.
Και είδα. Κάθονταν αντάμα
οι δυο οι Αίαντες· του Οιλέα,
κι ο άλλος, γιος του Τελαμώνα,
η κορφή της Σαλαμίνας·
και τον Πρωτεσίλαο είδα
και μαζί τον Παλαμήδη,
που ο πατέρας του είναι γιος του Ποσειδώνα,
καθισμένοι σε σκαμνιά να παίζουν πούλια,
με χαρά για τις πολύπλοκες ριξιές·
κι είδα το Διομήδη· εκείνος
200γλένταε ρίχνοντας το δίσκο· και κοντά του
το Μηριόνη, φύτρο του Άρη,
στους ανθρώπους θαυμαστό·
του Λαέρτη είδα το γιο, που απ᾽ του νησιού
ήρθε τα όρη, και μαζί και το Νιρέα,
πρώτο απ᾽ όλους του Αχαιούς στην ομορφιά.