ΕΞΟΔΟΣ ΚΛΥ. (από μέσα)
Για τους θεούς, τη μάνα σας, παιδιά μου,
μη θανατώσετε.
ΧΟΡ. Ακούς κραυγή μέσ᾽ απ᾽ το σπίτι;
ΚΛΥ. Ώωχ, ώωχ!
ΧΟΡ. Κι εγώ σε θρηνώ που σε σφάζουν τα τέκνα σου.
— Μοιράζει το δίκιο ο θεός, όταν έρθει
—η μοιρόγραφτη ώρα. Φριχτά σε χτυπήσανε πάθη,
1170με φριχτές όμως πράξεις κι εσύ
τον άντρα σου χτύπησες, δύστυχη.
— Μα νά τοι, βγαίνουν βουτηγμένοι στο αίμα
της μάνας των, που λίγο πριν σκοτώσαν,
απόδειξη φριχτή των άγριων κραυγών της.
Απ᾽ τη γενιά του Τάνταλου κανένα σπίτι
πιο δύστυχο δεν είναι μήτε υπήρξε.
(Βγαίνουν ο Ορέστης, ο Πυλάδης και η Ηλέκτρα και με το εκκύκλημα τα πτώματα του Αιγίσθου και της Κλυταιμήστρας.)
ΟΡΕ. Ω! Γη και Δία παντεπόπτη των θνητών,
κοιτάχτε αυτά τα φονικά κι ανόσια έργα.
1180Τα δυο κορμιά που κείτονται στο χώμα
απ᾽ το δικό μου το μαχαίρι χτυπημένα,
που ξεπληρώσαν έτσι τα δεινά μου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
ΗΛΕ. Είναι, αδερφέ μου, πολυδάκρυτες
οι συμφορές σου κι είμαι γω η αιτία,
που σαν φωτιά η δυστυχισμένη
πάνω στη μάνα μου έπεσα,
σ᾽ εκείνη που με γέννησε.
ΧΟΡ. Ω! για τη μοίρα, τη δική σου μοίρα, ω! μάνα,
που τόλμησες πράξεις φριχτές
και σε βρήκανε πάθη βαριά και φριχτότερα ακόμη
απ᾽ τα παιδιά σου. Μα δίκαια πλήρωσες
του γονιού τους τον φόνο.
1190ΟΡΕ. Φοίβε, με σκοτεινούς χρησμούς
προφήτεψες το δίκαιο, μα οι πόνοι
είναι ολοφάνεροι που μου ᾽δωσες.
Όρισες να ᾽χω μοίρα ματωμένη
μακριά από την Ελλάδα. Σε ποιάν άλλη
χώρα θα πάω; Ποιός άντρας θεοφοβούμενος,
ποιός φίλος θα γυρίσει ν᾽ αντικρίσει
εμένα που έσφαξα τη μάνα μου;
ΗΛΕ. Ω! συμφορά μου, συμφορά! Κι εγώ σε ποιές
γιορτές θα πάω; Σε ποιούς γάμους; Και ποιός άντρας
1200θα με δεχτεί σε νυφικό κρεβάτι;
ΧΟΡ. Πάλι καθώς φυσά ο αγέρας
άλλαξες πάλι γνώμη.
Δίκαιοι τώρα οι στοχασμοί σου,
μα πριν δεν ήταν, κι έκανες, καλή μου,
κακό στον αδερφό σου, αθέλητά του.
|