Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΙΝΗΣ

Κατὰ Κτησιφῶντος (125-131)


[125] Τοῦ δόγματος τούτου ἀποδοθέντος ὑφ᾽ ἡμῶν ἐν τῇ βουλῇ καὶ πάλιν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, καὶ τὰς πράξεις ἡμῶν ἀποδεξαμένου τοῦ δήμου, καὶ τῆς πόλεως ἁπάσης προαιρουμένης εὐσεβεῖν, καὶ Δημοσθένους ὑπὲρ τοῦ μεσεγγυήματος τοῦ ἐξ Ἀμφίσσης ἀντιλέγοντος, καὶ ἐμοῦ φανερῶς ἐναντίον ὑμῶν ἐξελέγχοντος, ἐπειδὴ ἐκ τοῦ φανεροῦ τὴν πόλιν ἅνθρωπος οὐκ ἐδύνατο σφῆλαι, εἰσελθὼν εἰς τὸ βουλευτήριον καὶ μεταστησάμενος τοὺς ἰδιώτας, ἐκφέρεται προβούλευμα εἰς τὴν ἐκκλησίαν, προσλαβὼν τὴν τοῦ γράψαντος ἀπειρίαν· [126] τὸ δ᾽ αὐτὸ τοῦτο καὶ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διεπράξατο ἐπιψηφισθῆναι καὶ γενέσθαι δήμου ψήφισμα, ἐπ᾽ ἀναστάσει τῆς ἐκκλησίας ‹οὔσης›, ἀπεληλυθότος ἐμοῦ, οὐ γὰρ ἄν ποτε ἐπέτρεψα, καὶ τῶν πολλῶν διαφειμένων· οὗ τὸ κεφάλαιόν ἐστι· «τὸν ἱερομνήμονα» φησὶ «τὸν Ἀθηναίων καὶ τοὺς πυλαγόρους τοὺς ἀεὶ πυλαγοροῦντας πορεύεσθαι εἰς Πύλας καὶ εἰς Δελφοὺς ἐν τοῖς τεταγμένοις χρόνοις ὑπὸ τῶν προγόνων», εὐπρεπῶς γε τῷ ὀνόματι, ἀλλὰ τῷ ἔργῳ αἰσχρῶς· κωλύει γὰρ εἰς τὸν σύλλογον τὸν ἐν Πύλαις ἀπαντᾶν, ὃς ἐξ ἀνάγκης πρὸ τοῦ καθήκοντος ἔμελλε χρόνου γίγνεσθαι. [127] Καὶ πάλιν ἐν τῷ αὐτῷ ψηφίσματι πολὺ καὶ σαφέστερον καὶ πικρότερον γράφει, «τὸν ἱερομνήμονα» φησὶ «τὸν Ἀθηναίων καὶ τοὺς πυλαγόρους τοὺς ἀεὶ πυλαγοροῦντας μὴ μετέχειν τοῖς ἐκεῖσε συλλεγομένοις μήτε λόγου μήτε ἔργου μήτε δόγματος μήτε πράξεως μηδεμιᾶς». Τὸ δὲ μὴ μετέχειν τί ἐστι; πότερα τἀληθὲς εἴπω, ἢ τὸ ἥδιστον ἀκοῦσαι; τἀληθὲς ἐρῶ· τὸ γὰρ ἀεὶ πρὸς ἡδονὴν λεγόμενον οὑτωσὶ τὴν πόλιν διατέθηκεν. Οὐκ ἐᾷ μεμνῆσθαι τῶν ὅρκων οὓς ἡμῶν ὤμοσαν οἱ πρόγονοι, οὐδὲ τῆς ἀρᾶς, οὐδὲ τῆς τοῦ θεοῦ μαντείας.
[128] Ἡμεῖς μὲν οὖν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατεμείναμεν διὰ τοῦτο τὸ ψήφισμα, οἱ δ᾽ ἄλλοι Ἀμφικτύονες συνελέγησαν εἰς Πύλας πλὴν μιᾶς πόλεως, ἧς ἐγὼ οὔτ᾽ ἂν τοὔνομα εἴποιμι, μήθ᾽ αἱ συμφοραὶ παραπλήσιοι γένοιντο αὐτῆς μηδενὶ τῶν Ἑλλήνων. Καὶ συνελθόντες ἐψηφίσαντο ἐπιστρατεύειν ἐπὶ τοὺς Ἀμφισσέας, καὶ στρατηγὸν εἵλοντο Κόττυφον τὸν Φαρσάλιον τὸν τότε τὰς γνώμας ἐπιψηφίζοντα, οὐκ ἐπιδημοῦντος ἐν Μακεδονίᾳ Φιλίππου, ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἐν τῇ Ἑλλάδι παρόντος, ἀλλ᾽ ἐν Σκύθαις οὕτω μακρὰν ἀπόντος· ὃν αὐτίκα μάλα τολμήσει λέγειν Δημοσθένης ὡς ἐγὼ ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας ἐπήγαγον. [129] Καὶ παρελθόντες τῇ πρώτῃ στρατείᾳ καὶ μάλα μετρίως ἐχρήσαντο τοῖς Ἀμφισσεῦσιν· ἀντὶ γὰρ τῶν μεγίστων ἀδικημάτων χρήμασιν αὐτοὺς ἐζημίωσαν, καὶ ταῦτ᾽ ἐν ῥητῷ χρόνῳ προεῖπον τῷ θεῷ καταθεῖναι, καὶ τοὺς μὲν ἐναγεῖς καὶ τῶν πεπραγμένων αἰτίους μετεστήσαντο, τοὺς δὲ δι᾽ εὐσέβειαν φεύγοντας κατήγαγον. Ἐπειδὴ δὲ οὔτε τὰ χρήματα ἐξέτινον τῷ θεῷ, τούς τ᾽ ἐναγεῖς κατήγαγον, καὶ τοὺς εὐσεβεῖς καὶ κατελθόντας διὰ τῶν Ἀμφικτυόνων ἐξέβαλον, οὕτως ἤδη τὴν δευτέραν ἐπὶ τοὺς Ἀμφισσέας στρατείαν ἐποιήσαντο, πολλῷ χρόνῳ ὕστερον, ἐπανεληλυθότος Φιλίππου ἐκ τῆς ἐπὶ τοὺς Σκύθας στρατείας, τῶν μὲν θεῶν τὴν ἡγεμονίαν τῆς εὐσεβείας ἡμῖν παραδεδωκότων, τῆς δὲ Δημοσθένους δωροδοκίας ἐμποδὼν γεγενημένης.
[130] Ἀλλ᾽ οὐ προύλεγον, οὐ προεσήμαινον οἱ θεοὶ φυλάξασθαι, μόνον γε οὐκ ἀνθρώπων φωνὰς προσκτησάμενοι; οὐδεμίαν τοι πώποτε ἔγωγε μᾶλλον πόλιν ἑώρακα ὑπὸ μὲν τῶν θεῶν σῳζομένην, ὑπὸ δὲ τῶν ῥητόρων ἐνίων ἀπολλυμένην. Οὐχ ἱκανὸν ἦν τὸ τοῖς μυστηρίοις φανὲν σημεῖον, ἡ τῶν μυστῶν τελευτή; οὐ περὶ τούτων Ἀμεινιάδης μὲν προύλεγεν εὐλαβεῖσθαι καὶ πέμπειν εἰς Δελφοὺς ἐπερησομένους τὸν θεὸν τι χρὴ πράττειν, Δημοσθένης δὲ ἀντέλεγε φιλιππίζειν τὴν Πυθίαν φάσκων, ἀπαίδευτος ὢν καὶ ἀπολαύων καὶ ἐμπιπλάμενος τῆς δεδομένης ὑφ᾽ ὑμῶν αὐτῷ ἐξουσίας; [131] οὐ τὸ τελευταῖον ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων ὄντων τῶν ἱερῶν ἐξέπεμψε τοὺς στρατιώτας ἐπὶ τὸν πρόδηλον κίνδυνον; καίτοι πρώην γε ἀπετόλμα λέγειν ὅτι παρὰ τοῦτο Φίλιππος οὐκ ἦλθεν ἡμῶν ἐπὶ τὴν χώραν ὅτι οὐκ ἦν αὐτῷ καλὰ τὰ ἱερά. Τίνος οὖν εἶ σὺ ζημίας ἄξιος τυχεῖν, ὦ τῆς Ἑλλάδος ἀλειτήριε; εἰ γὰρ ὁ μὲν κρατῶν οὐκ ἦλθεν εἰς τὴν τῶν κρατουμένων χώραν ὅτι οὐκ ἦν αὐτῷ καλὰ τὰ ἱερά, σὺ δ᾽ οὐδὲν προειδὼς τῶν μελλόντων ἔσεσθαι, πρὶν καλλιερῆσαι τοὺς στρατιώτας ἐξέπεμψας, πότερα στεφανοῦσθαί σε δεῖ ἐπὶ ταῖς τῆς πόλεως ἀτυχίαις, ἢ ὑπερωρίσθαι;


[125] Όταν λοιπόν, επιστρέφοντας στην Αθήνα, υποβάλαμε την απόφαση αυτή στη Βουλή και εν συνεχεία στην Εκκλησία του Δήμου, ο λαός ενέκρινε τις ενέργειές μας και όλη η πόλη ήταν αποφασισμένη να υπερασπίσει τα δικαιώματα του θεού. Ο Δημοσθένης όμως, που έπαιρνε την αμοιβή από τους Αμφισσείς, εναντιωνόταν, ενώ εγώ προσπαθούσα ενώπιόν σας να τον βγάλω στη φόρα. Και, επειδή ο άνθρωπος δεν μπορούσε να εξαπατήσει την πόλη με φανερές ενέργειες, μπήκε στην αίθουσα της Βουλής και, παρασύροντας τους ανίδεους πολίτες, κατάφερε να παρουσιάσει στη συνέλευση του λαού προβούλευμα, εκμεταλλευόμενος την απειρία αυτού που το πρότεινε. [126] Το ίδιο αυτό προβούλευμα κατάφερε να επικυρωθεί στη συνέλευση του λαού και να γίνει ψήφισμα του Δήμου, τη στιγμή μάλιστα που έληγε η συνέλευση και εγώ είχα ήδη αποχωρήσει —γιατί αν ήμουν παρών δεν θα το είχα επιτρέψει— όπως είχαν κάνει, άλλωστε, και οι περισσότεροι. Το σπουδαιότερο σημείο του ψηφίσματος αυτού είναι ο «Ιερομνήμονας», λέει, «των Αθηναίων και οι εκάστοτε εκλεγόμενοι Πυλαγόρες να πηγαίνουν στις Θερμοπύλες και στους Δελφούς στις ημερομηνίες τις καθορισμένες από τους προγόνους». Φαινομενικά άψογο· στην πράξη όμως αισχρό, επειδή εμποδίζει τη συμμετοχή μας στο συνέδριο των Θερμοπυλών, που κατ᾽ ανάγκη επρόκειτο να γίνει πριν από την κανονική ημερομηνία του τακτικού συνεδρίου. [127] Εξάλλου, στο ίδιο ψήφισμα πρότεινε με πολύ περισσότερη σαφήνεια κάτι πολύ χειρότερο: «ο Ιερομνήμονας των Αθηναίων και οι εκάστοτε εκλεγόμενοι Πυλαγόρες να μην παίρνουν μέρος στα εκεί συνέδρια μήτε σε συζητήσεις μεταξύ των συνέδρων μήτε σε έργο μήτε αποφάσεις μήτε σε καμιάν ενέργεια». Η μη συμμετοχή όμως τι σημαίνει; Ποιο από τα δυο να πω, την αλήθεια ή ό,τι είναι πιο ευχάριστο να ακούσετε; Θα πω την αλήθεια· γιατί το να λέγεται κάθε φορά αυτό που σας ευχαριστεί έχει φέρει την πόλη σ᾽ αυτό το κατάντημα. Η μη συμμετοχή λοιπόν δεν μας επιτρέπει να θυμόμαστε τους όρκους που έδωσαν οι πρόγονοί μας ούτε και την κατάρα ούτε καν τον χρησμό του θεού.
[128] Έτσι λοιπόν, Αθηναίοι, εξαιτίας αυτού του ψηφίσματος εμείς δεν αντιπροσωπευτήκαμε, ενώ οι άλλοι Αμφικτίονες συγκεντρώθηκαν στις Θερμοπύλες, εκτός από μια πόλη, της οποίας εγώ ούτε το όνομα δεν θέλω να αναφέρω, και μακάρι να μην βρουν κανέναν από τους Έλληνες συμφορές παρόμοιες με τις δικές της. Συνεδρίασαν λοιπόν και αποφάσισαν να εκστρατεύσουν εναντίον των Αμφισσέων. Στρατηγό εξέλεξαν τον Κόττυφο από τα Φάρσαλα, που τότε ήταν υπεύθυνος για την υποβολή και την έγκριση των ψηφισμάτων. Ο Φίλιππος δεν βρισκόταν στη Μακεδονία ούτε καν στην Ελλάδα, αλλά απουσίαζε στους Σκύθες· τόσο μακριά ήταν. Ωστόσο, θα τολμήσει σε λίγο ο Δημοσθένης να σας πει ότι εγώ τον έστρεψα εναντίον των Ελλήνων. [129] Κατά την πρώτη εκστρατεία που έκαναν εναντίον των Αμφισσέων, τους φέρθηκαν με μεγάλη επιείκεια· γιατί για τα τόσο μεγάλα αδικήματα τους επέβαλαν μόνο χρηματικό πρόστιμο, το οποίο μάλιστα όρισαν να καταβληθεί στον θεό σε ορισμένη προθεσμία. Εξόρισαν τους ιερόσυλους και αίτιους των όσων είχαν γίνει, ενώ όσους είχαν εξοριστεί για την ευσέβειά τους τους επανέφεραν. Επειδή όμως οι Αμφισσείς δεν πλήρωναν το πρόστιμο στον θεό και ακόμη επανέφεραν από την εξορία τους ιερόσυλους και εξόρισαν πάλι τους ευσεβείς και όσους είχαν επανέλθει με ενέργειες των Αμφικτιόνων, κάτω από αυτές τις συνθήκες υποχρεώθηκαν οι Αμφικτίονες να πραγματοποιήσουν τη δεύτερη εκστρατεία εναντίον των Αμφισσέων, πολύν καιρό αργότερα, μετά την επιστροφή του Φιλίππου από την εκστρατεία εναντίον των Σκυθών. Την ηγεμονία όμως των επιχειρήσεων, που οι θεοί είχαν παραχωρήσει σε μας για την ευσέβειά μας δεν την αναλάβαμε, επειδή στάθηκε εμπόδιο η δωροδοκία του Δημοσθένη.
[130] Αλλά μήπως δεν μας το έλεγαν από τα πριν οι θεοί; Μήπως δεν μας το φανέρωναν με σημάδια να προφυλαγόμαστε; Μόνο ανθρώπινη φωνή δεν είχαν αποκτήσει για να μας το πουν. Εγώ τουλάχιστον δεν έχω δει ποτέ ως τη στιγμή αυτή καμιά πόλη να διατηρείται σώα από τους θεούς και να καταστρέφεται από μερικούς πολιτικούς. Δεν ήταν αρκετό το σημάδι που μας φανερώθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια, ο χαμός δηλαδή των μυστών; Μήπως δεν μας προειδοποιούσε ο Αμεινιάδης να δώσουμε προσοχή στα σημάδια αυτά και να στείλουμε ανθρώπους μας στους Δελφούς, για να ρωτήσουν τον θεό τι πρέπει να κάνουμε; Μήπως ο Δημοσθένης δεν ήταν αυτός που αντιδρούσε, ισχυριζόμενος ότι η Πυθία ήταν όργανο του Φιλίππου, ένας αμόρφωτος, που απολαμβάνει και κάνει κατάχρηση της εξουσίας που του έχετε δώσει; [131] Μήπως τώρα τελευταία δεν έστειλε τους στρατιώτες μας σε ολοφάνερο κίνδυνο, αν και οι θυσίες δεν ήταν αποδεκτές και δεν είχαν δείξει καλά σημάδια; Κι όμως, πριν από λίγο τολμούσε να λέει ότι ο Φίλιππος δεν βάδισε εναντίον της χώρας μας, επειδή οι θυσίες του δεν ήταν ευνοϊκές. Ποιά τιμωρία σού αξίζει λοιπόν, κακέ δαίμονα της Ελλάδας; Γιατί, εάν ο νικητής Φίλιππος δεν βάδισε εναντίον της χώρας των ηττημένων, επειδή οι θυσίες του δεν ήταν ευνοϊκές, ενώ εσύ, αν και δεν γνώριζες από πριν τίποτε από όσα επρόκειτο να συμβούν, έστειλες τους στρατιώτες στον πόλεμο πριν οι θυσίες δείξουν καλά σημάδια, ποιό από τα δύο σού πρέπει, να στεφανωθείς για τις ατυχίες της πόλης ή να έχεις ήδη εξοριστεί;