ΗΛΕ. Γοργά περπάτα, βιάζ᾽ η ώρα·
περπάτα, περπάτα θρηνώντας·
πικρή συμφορά, συμφορά μου.
Γονιός μου ο Αγαμέμνονας και μάνα
η Κλυταιμήστρα η μισητή
η κόρη του Τυνδάρεω,
κι εμένα με φωνάζουν οι πολίτες
δυστυχισμένη Ηλέκτρα.
120Αχ! αχ! οι μαύροι μου πόνοι
κι η πίκρα της ζωής μου.
Πατέρα μου Αγαμέμνονα, που κείτεσαι
σφαγμένος μες στον Άδη,
απ᾽ τη γυναίκα σου κι από τον Αίγισθο.
Εμπρός, τον ίδιο θρήνο ξαναπές τον,
βυθίσου μες στη γλύκα των δακρύων.
Γοργά περπάτα, βιάζ᾽ η ώρα·
περπάτα, περπάτα θρηνώντας·
πικρή συμφορά, συμφορά μου.
130Αχ! δύστυχε αδερφέ μου, σε ποιά σπίτια
και σε ποιά πόλη τριγυρνάς,
την αδερφή σου αφήνοντας
την άμοιρη στους πατρικούς θαλάμους
σε μαύρες συμφορές;
Έλα και λύτρωσέ με, Δία, ω! Δία,
τη δύστυχη απ᾽ τους πόνους,
βόηθα να ξεπληρώσω του γονιού μου
τον ντροπιασμένο φόνο, στο Άργος
τον αδερφό μου από τα ξένα φέρνοντας.
140Πάρε τούτη τη στάμνα απ᾽ το κεφάλι μου,
με βόγκους να θρηνήσω τον γονιό μου
νυχτερινούς και τώρα που χαράζει.
Κραυγή λυπητερή, φωνή του Άδη,
πατέρα μου, σου στέλνω μες στη γης
και θρήνους, που με λιώνουν κάθε μέρα.
Τα μάγουλά μου σκίζω με τα νύχια,
χτυπάω το κουρεμένο μου κεφάλι
για τον χαμό σου.
150Αχ! αχ! το πρόσωπό σου ξέσκιζε·
κι όπως ο κύκνος ο στριγκόλαλος
που κράζει πλάι στην ακροποταμιά
για τον αγαπημένο του γονιό
σε δίχτυα δολερά πιασμένο,
έτσι κι εγώ θρηνώ για σένα,
πατέρα μου δυστυχισμένε,
που το κορμί σου σε στερνό λουτρό το έλουσες
μες σε φριχτού θανάτου το κρεβάτι.
160Αχ! αχ! του τσεκουριού σκληρό
το χτύπημα, πατέρα μου, σκληρή
κι η επιβουλή σαν ήρθες απ᾽ την Τροία.
Και δεν σε δέχτηκε η γυναίκα σου
με στέφανα, παρά στου Αίγισθου το δίκοπο
παράδωσε σπαθί για συμφορά σου,
παίρνοντας άντρα της εκείνον τον πανούργο.
(Έρχεται ο χορός.)
|