Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΙΝΗΣ

Κατὰ Κτησιφῶντος (85-93)


[85] Ὑμεῖς γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πολλὰ καὶ μεγάλα ἠδικημένοι ὑπὸ Μνησάρχου τοῦ Χαλκιδέως, τοῦ Καλλίου καὶ Ταυροσθένους πατρός, οὓς οὗτος νυνὶ μισθὸν λαβὼν Ἀθηναίους εἶναι τολμᾷ γράφειν, καὶ πάλιν ὑπὸ Θεμίσωνος τοῦ Ἐρετριέως, ὃς ἡμῶν εἰρήνης οὔσης Ὠρωπὸν ἀφείλετο, τούτων ἑκόντες ἐπιλαθόμενοι, ἐπειδὴ διέβησαν εἰς Εὔβοιαν Θηβαῖοι καταδουλώσασθαι τὰς πόλεις πειρώμενοι, ἐν πέντε ἡμέραις ἐβοηθήσατε αὐτοῖς καὶ ναυσὶ καὶ πεζῇ δυνάμει, καὶ πρὶν τριάκονθ᾽ ἡμέρας διελθεῖν ὑποσπόνδους Θηβαίους ἀφήκατε, κύριοι τῆς Εὐβοίας γενόμενοι, καὶ τάς τε πόλεις αὐτὰς καὶ τὰς πολιτείας ἀπέδοτε ὀρθῶς καὶ δικαίως τοῖς παρακαταθεμένοις, οὐχ ἡγούμενοι δίκαιον εἶναι τὴν ὀργὴν ἀπομνημονεύειν ἐν τῷ πιστευθῆναι. [86] Καὶ τηλικαῦθ᾽ ὑφ᾽ ὑμῶν εὖ πεπονθότες οἱ Χαλκιδεῖς, οὐ τὰς ὁμοίας ὑμῖν ἀπέδοσαν χάριτας, ἀλλ᾽ ἐπειδὴ διέβητε εἰς Εὔβοιαν Πλουτάρχῳ βοηθήσοντες, τοὺς μὲν πρώτους χρόνους ἀλλ᾽ οὖν προσεποιοῦνθ᾽ ὑμῖν εἶναι φίλοι, ἐπειδὴ δὲ τάχιστα εἰς Ταμύνας παρήλθομεν, καὶ τὸ Κοτύλαιον ὀνομαζόμενον ὅρος ὑπερεβάλομεν, ἐνταῦθα Καλλίας ὁ Χαλκιδεύς, ὃν Δημοσθένης μισθαρνῶν ἐνεκωμίαζεν, [87] ὁρῶν τὸ στρατόπεδον τὸ τῆς πόλεως εἰς δεινὰς δυσχωρίας κατακεκλῃμένον, ὅθεν μὴ νικήσασι μάχην οὐκ ἦν ἀναχώρησις, οὐδὲ βοηθείας ἐλπὶς οὔτ᾽ ἐκ γῆς οὔτ᾽ ἐκ θαλάττης, συναγείρας ἐξ ἁπάσης τῆς Εὐβοίας στρατόπεδον, καὶ παρὰ Φιλίππου δύναμιν προσμεταπεμψάμενος, ὅ τ᾽ ἀδελφὸς αὐτοῦ Ταυροσθένης, ὁ νυνὶ πάντας δεξιούμενος καὶ προσγελῶν, τοὺς Φωκικοὺς ξένους διαβιβάσας, ἦλθον ἐφ᾽ ἡμᾶς ὡς ἀναιρήσοντες. [88] Καὶ εἰ μὴ πρῶτον μὲν θεῶν τις ἔσωσε τὸ στρατόπεδον, ἔπειθ᾽ οἱ στρατιῶται οἱ ὑμέτεροι καὶ οἱ πεζοὶ καὶ οἱ ἱππεῖς ἄνδρες ἐγένοντο ἀγαθοί, καὶ παρὰ τὸν ἱππόδρομον τὸν ἐν Ταμύναις ἐκ παρατάξεως μάχῃ κρατήσαντες ὑποσπόνδους ἀφεῖσαν τοὺς πολεμίους, ἐκινδύνευσεν ἂν ἡ πόλις αἴσχιστα παθεῖν· οὐ γὰρ τὸ δυστυχῆσαι κατὰ πόλεμον μέγιστόν ἐστι κακόν, ἀλλ᾽ ὅταν τις πρὸς ἀνταγωνιστὰς ἀναξίους αὑτοῦ διακινδυνεύων ἀποτύχῃ, διπλασίαν εἰκὸς εἶναι τὴν συμφοράν. Ἀλλ᾽ ὅμως ὑμεῖς τοιαῦτα πεπονθότες πάλιν διελύσασθε πρὸς αὐτούς. [89] Τυχὼν δὲ παρ᾽ ὑμῶν συγγνώμης Καλλίας ὁ Χαλκιδεύς, μικρὸν διαλιπὼν χρόνον πάλιν ἧκε φερόμενος εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν, Εὐβοϊκὸν μὲν τῷ λόγῳ συνέδριον εἰς Χαλκίδα συνάγων, ἰσχυρὰν δὲ τὴν Εὔβοιαν ἐφ᾽ ὑμᾶς ἔργῳ παρασκευάζων, ἐξαίρετον δ᾽ αὑτῷ τυραννίδα περιποιούμενος. Κἀνταῦθα ἐλπίζων συναγωνιστὴν Φίλιππον λήψεσθαι, ἀπῆλθεν εἰς Μακεδονίαν καὶ περιῄει μετὰ Φιλίππου, καὶ τῶν ἑταίρων εἷς ὠνομάζετο. [90] Ἀδικήσας δὲ Φίλιππον κἀκεῖθεν ἀποδράς, ὑπέβαλεν ἑαυτὸν φέρων Θηβαίοις. Ἐγκαταλιπὼν δὲ κἀκείνους καὶ πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου παρ᾽ ὃν ᾤκει, εἰς μέσον πίπτει τῆς τε Θηβαίων ἔχθρας καὶ τῆς Φιλίππου. Ἀπορῶν δ᾽ ὅ τι χρήσαιτο αὑτῷ, καὶ παραγγελλομένης ἐπ᾽ αὐτὸν ἤδη στρατείας, μίαν ἐλπίδα λοιπὴν κατεῖδε σωτηρίας, ἔνορκον λαβεῖν τὸν Ἀθηναίων δῆμον, σύμμαχον ὀνομασθέντα, βοηθήσειν, εἴ τις ἐπ᾽ αὐτὸν ἴοι· πρόδηλον ἦν ἐσόμενον, εἰ μὴ ὑμεῖς κωλύσετε. [91] Ταῦτα δὲ διανοηθεὶς ἀποστέλλει δεῦρο πρέσβεις Γλαυκέτην καὶ Ἐμπέδωνα καὶ Διόδωρον τὸν δολιχοδρομήσαντα, φέροντας τῷ μὲν δήμῳ κενὰς ἐλπίδας, Δημοσθένει δ᾽ ἀργύριον καὶ τοῖς περὶ τοῦτον. Τρία δ᾽ ἦν ἃ ἅμα ἐξεωνεῖτο, πρῶτον μὲν μὴ διασφαλῆναι τῆς πρὸς ὑμᾶς συμμαχίας· οὐδὲν γὰρ ἦν τὸ μέσον, εἰ μνησθεὶς τῶν προτέρων ἀδικημάτων ὁ δῆμος μὴ προσδέξαιτο τὴν συμμαχίαν, ἀλλ᾽ ὑπῆρχεν αὐτῷ ἢ φεύγειν ἐκ Χαλκίδος, ἢ τεθνάναι ἐγκαταληφθέντι· τηλικαῦται δυνάμεις ἐπ᾽ αὐτὸν ἐπεστράτευον, ἥ τε Φιλίππου καὶ Θηβαίων. Δεύτερον δ᾽ ἧκον οἱ μισθοὶ τῷ γράψαντι τὴν συμμαχίαν ὑπὲρ τοῦ μὴ συνεδρεύειν Ἀθήνησι Χαλκιδέας, τρίτον δὲ ὥστε μὴ τελεῖν συντάξεις. [92] Καὶ τούτων τῶν προαιρέσεων οὐδεμιᾶς ἀπέτυχε Καλλίας, ἀλλ᾽ ὁ μισοτύραννος Δημοσθένης, ὡς αὐτὸς προσποιεῖται, ὅν φησι Κτησιφῶν τὰ βέλτιστα λέγειν, ἀπέδοτο μὲν τοὺς καιροὺς τοὺς τῆς πόλεως, ἔγραψε δ᾽ ἐν τῇ συμμαχίᾳ βοηθεῖν ἡμᾶς Χαλκιδεῦσι, ῥῆμα μόνον ἀντικαταλλαξάμενος ἀντὶ τούτων, εὐφημίας ἕνεκα προσγράψας καὶ Χαλκιδέας βοηθεῖν, ἐάν τις ἴῃ ἐπ᾽ Ἀθηναίους· [93] τὰς δὲ συνεδρίας καὶ τὰς συντάξεις, ἐξ ὧν ἰσχύσειν ὁ πόλεμος ἤμελλεν, ἄρδην ἀπέδοτο, καλλίστοις ὀνόμασιν αἰσχίστας πράξεις γράφων, καὶ τῷ λόγῳ προσβιβάζων ὑμᾶς, τὰς μὲν βοηθείας ὡς δεῖ τὴν πόλιν πρότερον ποιεῖσθαι τοῖς ἀεὶ δεομένοις τῶν Ἑλλήνων, τὰς δὲ συμμαχίας ὑστέρας μετὰ τὰς εὐεργεσίας. Ἵνα δ᾽ εὖ εἰδῆτε ὅτι ἀληθῆ λέγω, λαβέ μοι τὴν Καλλίου γραφὴν καὶ τὴν συμμαχίαν. Ἀνάγνωθι τὸ ψήφισμα.
ΨΗΦΙΣΜΑ


[85] Εσείς λοιπόν, Αθηναίοι, μολονότι έχετε πάθει πολλές και μεγάλες ζημιές από τον Μνήσαρχο τον Χαλκιδέα, τον πατέρα του Καλλία και τον Ταυροσθένη, που ο Δημοσθένης τώρα τολμά να προτείνει, έναντι χρημάτων, να πολιτογραφηθούν Αθηναίοι, αν και έγινε το ίδιο με τον Θεμίσωνα από την Ερέτρια, που σε καιρό ειρήνης μας άρπαξε τον Ωρωπό, αυτά εσείς θελήσατε να τα ξεχάσετε. Έτσι, όταν οι Θηβαίοι πέρασαν στην Εύβοια, προσπαθώντας να υποδουλώσουν τις πόλεις της, εσείς μέσα σε πέντε ημέρες τρέξατε να βοηθήσετε τους Ευβοείς με ναυτικές και χερσαίες δυνάμεις και, πριν περάσουν τριάντα ημέρες, αναγκάσατε τους Θηβαίους να συνθηκολογήσουν και να εκκενώσουν την Εύβοια. Και, όταν γίνατε κύριοι του νησιού, αποδώσατε σ᾽ αυτούς που σας τα εμπιστεύτηκαν την αυτονομία των πόλεων και αποκαταστήσατε τα πολιτεύματά τους· σωστά και δίκαια, επειδή θεωρούσατε πως είναι άδικο να κρατάτε την οργή σας προς τους Ευβοείς, ενώ αυτοί είχαν εμπιστευτεί σε σας τους εαυτούς τους.
[86] Μολονότι οι Χαλκιδείς είχαν τόσο πολύ ευεργετηθεί από σας, δεν ανταπέδωσαν σε σας τα ίσα. Αντίθετα, όταν εσείς περάσατε στην Εύβοια για να βοηθήσετε τον Πλούταρχο, τον πρώτο καιρό μόνο προσποιούνταν ότι είναι φίλοι σας. Αλλά αμέσως μόλις φτάσαμε στις Ταμύνες και περάσαμε το βουνό που λέγεται Κοτύλαιο, τότε ο Καλλίας ο Χαλκιδέας, που ο Δημοσθένης τον εγκωμίαζε έναντι μισθού, [87] βλέποντας τον στρατό της πόλης μας παγιδευμένο σε φοβερές κακοτοπιές, από όπου ήταν αδύνατη η διαφυγή αν δεν νικούσε στη μάχη ούτε και υπήρχε ελπίδα βοήθειας ούτε από στεριά ούτε από θάλασσα, συγκέντρωσε στρατό από όλη την Εύβοια και έστειλε και ζήτησε ενισχύσεις και από τον Φίλιππο. Παράλληλα, ο αδερφός του ο Ταυροσθένης, που τώρα δίνει σε όλους ευγενικά το χέρι και είναι όλο χαμόγελα, πέρασε στην Εύβοια τους μισθοφόρους από την Φωκίδα και μας επιτέθηκαν για να μας εξοντώσουν. [88] Και, αν κάποιος θεός πρώτα δεν είχε σώσει τον στρατό και αν στη συνέχεια οι στρατιώτες σας, τόσο οι πεζικάριοι όσο και οι ιππείς, δεν είχαν επιδείξει τόση γενναιότητα, ώστε, νικώντας τους εχθρούς κοντά στον ιππόδρομο στις Ταμύνες σε μάχη εκ παρατάξεως, να τους αφήσουν να φύγουν υπό όρους, θα είχε κινδυνεύσει η πόλη να πάθει τα χειρότερα. Γιατί στον πόλεμο το μεγαλύτερο κακό δεν είναι να ηττηθεί κανείς, αλλά, όταν πάθει αυτό αντιμετωπίζοντας αντιπάλους κατωτέρους του, τότε είναι φυσικό η συμφορά να είναι διπλάσια.
[89] Ωστόσο εσείς, αν και έχετε πάθει τέτοια κακά, πάλι συμφιλιωθήκατε με αυτούς. Ο Καλλίας ο Χαλκιδέας, αφού πέτυχε τη συγγνώμη σας, άφησε να περάσει ένα μικρό χρονικό διάστημα και επέστρεψε πάλι στον κακό του χαρακτήρα· συγκάλεσε φαινομενικά Ευβοϊκό συνέδριο στη Χαλκίδα, ενώ στην πραγματικότητα οργάνωνε την Εύβοια εναντίον σας και προσπαθούσε να κερδίσει για τον εαυτό του τη θέση του τυράννου. Τότε, ελπίζοντας ότι θα έχει συμπαραστάτη τον Φίλιππο, πήγε στη Μακεδονία, έκανε περιοδείες με τον Φίλιππο και συγκαταλεγόταν μεταξύ των εταίρων. [90] Καθώς όμως πήγε να βλάψει και τον Φίλιππο, το έσκασε κρυφά και από εκεί και με τη φόρα που είχε εμπιστεύτηκε τη ζωή του στους Θηβαίους. Εγκατέλειψε όμως και εκείνους και ύστερα από πολιτικές παλινδρομήσεις, περισσότερες από αυτές του Ευρίπου, δίπλα στον οποίο έμενε, βρέθηκε να αντιμετωπίζει ταυτόχρονα την έχθρα Θηβαίων και Φιλίππου. Και, μη γνωρίζοντας ποια θα ήταν η τύχη του, καθώς ετοιμαζόταν εκστρατεία εναντίον του, είδε ολοκάθαρα ότι η μόνη ελπίδα σωτηρίας που του απέμενε ήταν να θεωρηθεί σύμμαχος του λαού των Αθηναίων, ώστε να τον δεσμεύσει με όρκο ότι θα τον βοηθούσε, σε περίπτωση επίθεσης εναντίον του, πράγμα που προφανώς θα συνέβαινε, εάν εσείς δεν το εμποδίζατε.
[91] Με αυτά τα σχέδια κατά νου, ο Καλλίας στέλνει εδώ αντιπροσώπους τον Γλαυκέτη, τον Εμπέδωνα και τον Διόδωρο τον δρομέα, φέρνοντας στον λαό κενές ελπίδες, στον Δημοσθένη όμως και στην κλίκα του χρήματα. Τρία πράγματα εξαγόραζε ταυτόχρονα. Πρώτον, να μην αποτύχει να κλείσει συμμαχία με σας. Αν ο αθηναϊκός λαός θυμόταν τα σε βάρος του κατά το παρελθόν αδικήματα και δεν δεχόταν την προτεινόμενη από αυτόν συμμαχία, ένα από τα δύο ήταν σίγουρο γι᾽ αυτόν, ή να φύγει από τη Χαλκίδα ή να εγκλωβιστεί εκεί και να πεθάνει· άλλη επιλογή δεν είχε. Τόσο μεγάλες ήταν οι δυνάμεις τόσο του Φιλίππου όσο και των Θηβαίων, που ετοιμάζονταν να εκστρατεύσουν εναντίον του. Δεύτερον, να μην είναι υποχρεωμένοι οι Χαλκιδείς να παίρνουν μέρος στο συνέδριο στην Αθήνα — είχαν έρθει ήδη τα χρήματα σ᾽ αυτόν που είχε κάνει την πρόταση για τη συμμαχία. Τρίτον, να μην καταβάλλουν τη συνεισφορά στη συμμαχία. [92] Ο Καλλίας δεν απέτυχε σε καμιά από αυτές τις επιλογές του. Αλλά ο Δημοσθένης, ο «μισοτύραννος», όπως ο ίδιος παριστάνει τον εαυτό του, για τον οποίο ο Κτησιφών λέει ότι οι συμβουλές του είναι οι καλύτερες για τον λαό, απεμπόλησε τις ευκαιρίες της πόλης και πρότεινε στο ψήφισμα για τη συμμαχία να βοηθούμε εμείς τους Χαλκιδείς, προσφέροντας ως αντάλλαγμα στην πόλη για τα ευεργετήματα αυτά μόνο λέξεις· πρόσθεσε δηλαδή, για να ηχεί καλά, «και οι Χαλκιδείς να βοηθούν, εάν κάποιος βαδίσει εναντίον των Αθηναίων». [93] Όσο για την υποχρέωση των Χαλκιδέων στα κοινά συνέδρια και για τη συνεισφορά τους, με τις οποίες επρόκειτο να ενισχυθεί ο πόλεμος, τους απάλλαξε εντελώς, προτείνοντας στο ψήφισμα τις χειρότερες πράξεις με τις ωραιότερες λέξεις, ότι δηλαδή πρέπει να προηγείται η παροχή βοήθειας από την πόλη σε όσους από τους Έλληνες την έχουν ανάγκη, ενώ η συμμαχία να είναι η δεύτερη επιλογή της, να ακολουθεί την ευεργεσία. Για να βεβαιωθείτε ότι λέω την αλήθεια, κάνε μου τη χάρη, γραμματέα, πιάσε το γράμμα του Καλλία για τη συμμαχία. Διάβασε το ψήφισμα.
ΨΗΦΙΣΜΑ