Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

[ΨΕΥΔΟ-ΟΜΗΡΟΣ]

Βατραχομυομαχία (168-198)


Ζεὺς δὲ θεοὺς καλέσας εἰς οὐρανὸν ἀστερόεντα,
καὶ πολέμου πληθὺν δείξας κρατερούς τε μαχητάς,
170πολλοὺς καὶ μεγάλους ἠδ᾽ ἔγχεα μακρὰ φέροντας,
οἷος Κενταύρων στρατὸς ἔρχεται ἠὲ Γιγάντων,
ἡδὺ γελῶν ἐρέεινε· τίνες βατράχοισιν ἀρωγοὶ
ἢ μυσὶν ἀθανάτων; καὶ Ἀθηναίην προσέειπεν·
Ὦ θύγατερ μυσὶν ἦ ῥα βοηθήσουσα πορεύσῃ;
175καὶ γὰρ σοῦ κατὰ νηὸν ἀεὶ σκιρτῶσιν ἅπαντες
κνίσῃ τερπόμενοι καὶ ἐδέσμασι παντοδαποῖσιν.
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη Κρονίδης· τὸν δὲ προσέειπεν Ἀθήνη·
ὦ πάτερ οὐκ ἄν πώ ποτ᾽ ἐγὼ μυσὶ τειρομένοισιν
ἐλθοίμην ἐπαρωγός, ἐπεὶ κακὰ πολλά μ᾽ ἔοργαν
180στέμματα βλάπτοντες καὶ λύχνους εἵνεκ᾽ ἐλαίου.
τοῦτο δέ μοι λίην ἔδακε φρένας οἷον ἔρεξαν.
πέπλον μου κατέτρωξαν ὃν ἐξύφηνα καμοῦσα
ἐκ ῥοδάνης λεπτῆς καὶ στήμονα μακρὸν ἔνησα,
τρώγλας τ᾽ ἐμποίησαν· ὁ δ᾽ ἠπητής μοι ἐπέστη
185καὶ πράσσει με τόκον· τὸ δὲ ῥίγιον ἀθανάτοισιν.
χρησαμένη γὰρ ἔνησα καὶ οὐκ ἔχω ἀνταποδοῦναι.
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς βατράχοισιν ἀρηγέμεναι βουλήσω.
εἰσὶ γὰρ οὐδ᾽ αὐτοὶ φρένας ἔμπεδοι, ἀλλά με πρῴην
ἐκ πολέμου ἀνιοῦσαν ἐπεὶ λίην ἐκοπώθην,
190ὕπνου δευομένην οὐκ εἴασαν θορυβοῦντες
οὐδ᾽ ὀλίγον καταμῦσαι· ἐγὼ δ᾽ ἄϋπνος κατεκείμην·
τὴν κεφαλὴν ἀλγοῦσαν, ἕως ἐβόησεν ἀλέκτωρ.
ἀλλ᾽ ἄγε παυσώμεσθα θεοὶ τούτοισιν ἀρήγειν,
μή κέ τις ὑμείων τρωθῇ βέλει ὀξυόεντι·
195εἰσὶ γὰρ ἀγχέμαχοι, εἰ καὶ θεὸς ἀντίον ἔλθοι·
πάντες δ᾽ οὐρανόθεν τερπώμεθα δῆριν ὁρῶντες.
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη· καὶ τῇ γε θεοὶ ἐπεπείθοντ᾽ ἄλλοι,
πάντες δ᾽ αὖτ᾽ εἰσῆλθον ἀολλέες εἰς ἕνα χῶρον.


Συνέλευση των θεών

Κι ο Δίας τότε στον αστρόσπαρτο ουρανό τους θεούς συνάζει,
τους έδειξε το πλήθος τ᾽ άρματα, τους μαχητές τους γαύρους,
170πολλούς, ψηλόκορμους, με δόρατα μακριά, θαρρείς ασκέρι
Κενταύρων, που για μάχη κίνησε, θαρρείς στρατός Γιγάντων,
και με γλυκό ρωτάει χαμόγελο: ― Ποιοί θα βοηθήστε τώρα
βατράχια γιά ποντίκια; Κι ύστερα στην Αθηνά γυρίζει:
Τους ποντικούς αλήθεια, κόρη μου, θα τρέξεις να συνδράμεις;
175Όλοι τους στο ναό σου ολόγυρα χοροπηδούν ολοένα,
την κνίσσα οσμίζονται και χαίρονται φαγιά λογιώ λογιώνε.
Έτσι του Κρόνου ο γιος εμίλησε· κι η Αθηνά αποκρίθη.
― Πατέρα, τα ποντίκια αδύνατο ποτέ να τα βοηθήσω,
κι ας κινδυνεύουν, γιατί μου ᾽καναν πολλές ζημιές ώς τώρα,
180καταρημάζοντας τα στέμματα, των λυχναριών το λάδι.
Και πιο πολύ η καρδιά μου σπάραξε για τούτο που σκαρώσαν.
Τον πέπλο μου τον καταρήμαξαν, που γνέθοντας ατή μου
μακρύ στημόνι με λεπτή κλωστή τον ύφανα με κόπο,
κι ολούθε τρύπες μού τον γέμισαν· κι ο μάστορης που μου ήρθε,
185για να τον φκιάσει πήρε διάφορο· γι᾽ αθάνατους φριχτό ᾽ναι,
έγνεσα δανεικά κι αδύνατο τα δανεικά να δώσω.
Μα μήτε τους βατράχους θα ᾽θελα να τρέξω να συνδράμω·
γιατί κι αυτοί είναι κουφιοκέφαλοι· έτσι, προχτές ακόμα,
καθώς γυρνούσα από τον πόλεμο και κατακουρασμένη
190ύπνο ποθούσα, αυτοί δε μ᾽ άφησαν με τα κροάσματά τους
να κλείσω μια στιγμή τα μάτια μου· ξάπλωσα δίχως ύπνο,
με πονοκέφαλο, ώσπου λάλησε κι ο κόκορας. Μα ελάτε
μακριά απ᾽ τον πόλεμο να μείνουμε, να μην τους βοηθάμε,
μήπως λαβώσει και κανέναν σας το σουβλερό κοντάρι.
195Γιατί και με θεό τα βάζουνε, αν έρθει αντίμαχός τους.
Μόνο απ᾽ τον ουρανό ας χαιρόμαστε θωρώντας την αμάχη.
Έτσι είπε· κι άκουσαν τα λόγια της οι αθάνατοι και πάλι
όλοι τους σ᾽ ένα δώμα μπήκανε να κάνουνε σεργιάνι.


Ο Δίας οχ τον ουρανό τον αστροστολισμένον,
κι οχ τις αχτίνες του ηλιού αιώνια φωτισμένον,
τους άλλους κράζει τους θεούς να ιδούν μια τέτοια μάχη,
360που δεύτερή της άλλοτε αδύνατο να λάχει.
Τα δυνατά στρατέματα τους δείχνει, που σαν άλλοι
Κενταύροι παραλλόκοτοι, και Γίγαντες μεγάλοι,
ατάραγοι στον πόλεμο τελείως δε δειλιάζουν,
μόν᾽ το σημάδι καρτεράν, να χτυπηθούν κοιτάζουν·
365και προς εκείνους στρίφοντας, με τρόπον ερωτώντας,
τη γνώμη τους ερεύναγε γλυκά χαμογελώντας,
να μάθει ποιοί τους Ποντικούς βουλιόνταν να βοηθήσουν,
και τα Μπακάκια μοναχά ποιοί ήθελαν ν᾽ αφήσουν.
Γυρίζει και στην Αθηνά, της λέγει· «θυγατέρα,
370σε τούτη την περίσταση, και σ᾽ τούτην την ημέρα,
για να συντρέξεις καν εσύ δεν έχεις στο σκοπό σου
τους Ποντικούς που αδιάκοπα πηδάν μες στο ναό σου,
και τόσο ορέγουνται πολύ την τζίκνα οχ τις θυσίες,
που σου προσφέρουν στους βωμούς του κόσμου οι λατρείες;»
375Στα λόγια τότε του Διός η Αθηνά αποκρίθη·
ανοίγοντας το στόμα της παρόμοια απηλογήθη·
«Να μη βρεθεί, πατέρα μου, το βοηθό μου χέρι
ν᾽ απλώσω εγώ στους Ποντικούς σε ό,τι τους συμφέρει·
γιατί πολλά ειναι τα κακά που ολημερίς μου κάνουν,
380κι απάνω κάτω του ναού το στολισμό μού βάνουν,
χαλνώντας τα στεφάνια μου, συντρίβοντας καντήλια
για ολίγο λάδι οπού ρουφάν, ή λαιμαργάν τα φτίλια.
Μόν᾽ κείνο που μου πίκρανε παράνω την καρδιά μου,
είν᾽ το χρυσόυφαντο πανί, το πλούσιο φόρεμά μου,
385το φόρεμα μου το καλό, το πολυζηλεμένο,
που τό ειχα με τα χέρια μου στον αργαλειό υφασμένο,
κι ώς να το σώσω υπόφερα και σκάνιασες και λύπες,
κι αυτοί μου το παράχωσαν μπαλώματα στις τρύπες.
Μόν᾽ τα Ποντίκια αν δε βοηθώ, μηδέ και τα Μπακάκια
390ακόμα τα συχώρεσα οχ την παλιά μου κάκια.
Τι μια φορά οχ τον πόλεμο περίσσια αποσταμένη,
γυρίζοντας ν᾽ αναπαυτώ σε στρώμα πλαγιωμένη
ολονυκτίς δε μ᾽ άφηκαν μιαν ώρα να σιγήσω
οχ τις μεγάλες τους φωνές το μάτι μου να κλείσω·
395κι απέρασα όσο πὄφεξε οχ τα γουρλιάσματά τους
με πονοκέφαλον βαρύ για την αδιακρισιά τους.
Και κάλλια να καθίσομε εδώ σε ησυχία,
να τους τηράμε από μακριά με τέλεια αδιαφορία·
γιατί παράξιους τους θωρώ, και παραπελπισμένους
400πολεμιστάδες δυνατούς, στρατιώτες αντρειωμένους.
Κι αν μας ανταίσουν βολετό ενάντια μας θυμώσουν,
με τα βαριά κοντάρια τους κακά να μας λαβώσουν.
Για αυτό λοιπόν ας μείνομε στον υψηλό ουρανό μας
τη μάχη ν᾽ αγναντεύομε με δίχως κίντυνό μας».
405Όλοι οι θεοί αφηκράστηκαν της Αθηνάς τα λόγια,
και κυκλικά καθούμενοι στων ουρανών τ᾽ ανώγια,
με περιέργειας προσοχή, και με σκυφτό κεφάλι,
στη γη το βλέμμα εκάρφωσαν σε σιωπή μεγάλη.