Ο Δίας οχ τον ουρανό τον αστροστολισμένον,
κι οχ τις αχτίνες του ηλιού αιώνια φωτισμένον,
τους άλλους κράζει τους θεούς να ιδούν μια τέτοια μάχη,
360που δεύτερή της άλλοτε αδύνατο να λάχει.
Τα δυνατά στρατέματα τους δείχνει, που σαν άλλοι
Κενταύροι παραλλόκοτοι, και Γίγαντες μεγάλοι,
ατάραγοι στον πόλεμο τελείως δε δειλιάζουν,
μόν᾽ το σημάδι καρτεράν, να χτυπηθούν κοιτάζουν·
365και προς εκείνους στρίφοντας, με τρόπον ερωτώντας,
τη γνώμη τους ερεύναγε γλυκά χαμογελώντας,
να μάθει ποιοί τους Ποντικούς βουλιόνταν να βοηθήσουν,
και τα Μπακάκια μοναχά ποιοί ήθελαν ν᾽ αφήσουν.
Γυρίζει και στην Αθηνά, της λέγει· «θυγατέρα,
370σε τούτη την περίσταση, και σ᾽ τούτην την ημέρα,
για να συντρέξεις καν εσύ δεν έχεις στο σκοπό σου
τους Ποντικούς που αδιάκοπα πηδάν μες στο ναό σου,
και τόσο ορέγουνται πολύ την τζίκνα οχ τις θυσίες,
που σου προσφέρουν στους βωμούς του κόσμου οι λατρείες;»
375Στα λόγια τότε του Διός η Αθηνά αποκρίθη·
ανοίγοντας το στόμα της παρόμοια απηλογήθη·
«Να μη βρεθεί, πατέρα μου, το βοηθό μου χέρι
ν᾽ απλώσω εγώ στους Ποντικούς σε ό,τι τους συμφέρει·
γιατί πολλά ειναι τα κακά που ολημερίς μου κάνουν,
380κι απάνω κάτω του ναού το στολισμό μού βάνουν,
χαλνώντας τα στεφάνια μου, συντρίβοντας καντήλια
για ολίγο λάδι οπού ρουφάν, ή λαιμαργάν τα φτίλια.
Μόν᾽ κείνο που μου πίκρανε παράνω την καρδιά μου,
είν᾽ το χρυσόυφαντο πανί, το πλούσιο φόρεμά μου,
385το φόρεμα μου το καλό, το πολυζηλεμένο,
που τό ειχα με τα χέρια μου στον αργαλειό υφασμένο,
κι ώς να το σώσω υπόφερα και σκάνιασες και λύπες,
κι αυτοί μου το παράχωσαν μπαλώματα στις τρύπες.
Μόν᾽ τα Ποντίκια αν δε βοηθώ, μηδέ και τα Μπακάκια
390ακόμα τα συχώρεσα οχ την παλιά μου κάκια.
Τι μια φορά οχ τον πόλεμο περίσσια αποσταμένη,
γυρίζοντας ν᾽ αναπαυτώ σε στρώμα πλαγιωμένη
ολονυκτίς δε μ᾽ άφηκαν μιαν ώρα να σιγήσω
οχ τις μεγάλες τους φωνές το μάτι μου να κλείσω·
395κι απέρασα όσο πὄφεξε οχ τα γουρλιάσματά τους
με πονοκέφαλον βαρύ για την αδιακρισιά τους.
Και κάλλια να καθίσομε εδώ σε ησυχία,
να τους τηράμε από μακριά με τέλεια αδιαφορία·
γιατί παράξιους τους θωρώ, και παραπελπισμένους
400πολεμιστάδες δυνατούς, στρατιώτες αντρειωμένους.
Κι αν μας ανταίσουν βολετό ενάντια μας θυμώσουν,
με τα βαριά κοντάρια τους κακά να μας λαβώσουν.
Για αυτό λοιπόν ας μείνομε στον υψηλό ουρανό μας
τη μάχη ν᾽ αγναντεύομε με δίχως κίντυνό μας».
405Όλοι οι θεοί αφηκράστηκαν της Αθηνάς τα λόγια,
και κυκλικά καθούμενοι στων ουρανών τ᾽ ανώγια,
με περιέργειας προσοχή, και με σκυφτό κεφάλι,
στη γη το βλέμμα εκάρφωσαν σε σιωπή μεγάλη.
|