Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

[ΨΕΥΔΟ-ΟΜΗΡΟΣ]

Βατραχομυομαχία (132-167)


Οὕτω μὲν μύες ἦσαν ἔνοπλοι· ὡς δ᾽ ἐνόησαν
βάτραχοι ἐξανέδυσαν ἀφ᾽ ὕδατος, ἐς δ᾽ ἕνα χῶρον
ἐλθόντες βουλὴν ξύναγον πολέμοιο κακοῖο.
135σκεπτομένων δ᾽ αὐτῶν πόθεν ἡ στάσις ἢ τίς ὁ θρύλλος,
κῆρυξ ἐγγύθεν ἦλθε φέρων ῥάβδον μετὰ χερσίν,
Τυρογλύφου υἱὸς μεγαλήτορος Ἐμβασίχυτρος,
ἀγγέλλων πολέμοιο κακὴν φάτιν, εἶπέ τε τοῖα·
Ὦ βάτραχοι, μύες ὔμμιν ἀπειλήσαντες ἔπεμψαν
140εἰπεῖν ὁπλίζεσθαι ἐπὶ πτόλεμόν τε μάχην τε.
εἶδον γὰρ καθ᾽ ὕδωρ Ψιχάρπαγα ὅν περ ἔπεφνεν
ὑμέτερος βασιλεὺς Φυσίγναθος. ἀλλὰ μάχεσθε
οἵ τινες ἐν βατράχοισιν ἀριστῆες γεγάατε.
Ὣς εἰπὼν ἀπέφηνε· λόγος δ᾽ εἰς οὔατα πάντων
145εἰσελθὼν ἐτάραξε φρένας βατράχων ἀγερώχων·
μεμφομένων δ᾽ αὐτῶν Φυσίγναθος εἶπεν ἀναστάς·
Ὦ φίλοι οὐκ ἔκτεινον ἐγὼ μῦν, οὐδὲ κατεῖδον
ὀλλύμενον· πάντως δ᾽ ἐπνίγη παίζων παρὰ λίμνην,
νήξεις τὰς βατράχων μιμούμενος· οἱ δὲ κάκιστοι
150νῦν ἐμὲ μέμφονται τὸν ἀναίτιον· ἀλλ᾽ ἄγε βουλὴν
ζητήσωμεν ὅπως δολίους μύας ἐξολέσωμεν.
τοιγὰρ ἐγὼν ἐρέω ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα.
σώματα κοσμήσαντες ἐν ὅπλοις στῶμεν ἅπαντες
ἄκροις πὰρ χείλεσσιν, ὅπου κατάκρημνος ὁ χῶρος·
155ἡνίκα δ᾽ ὁρμηθέντες ἐφ᾽ ἡμέας ἐξέλθωσι,
δραξάμενοι κορύθων, ὅς τις σχεδὸν ἀντίος ἔλθῃ,
ἐς λίμνην αὐτοὺς σὺν ἐκείναις εὐθὺ βάλωμεν.
οὕτω γὰρ πνίξαντες ἐν ὕδασι τοὺς ἀκολύμβους
στήσομεν εὐθύμως τὸ μυοκτόνον ὧδε τρόπαιον.
160Ὣς εἰπὼν ἀνέπεισε καθοπλίζεσθαι ἅπαντας.
φύλλοις μὲν μαλαχῶν κνήμας ἑὰς ἀμφεκάλυψαν,
θώρηκας δ᾽ εἶχον καλῶν χλοερῶν ἀπὸ σεύτλων,
φύλλα δὲ τῶν κραμβῶν εἰς ἀσπίδας εὖ ἤσκησαν,
ἔγχος δ᾽ ὀξύσχοινος ἑκάστῳ μακρὸς ἀρήρει,
165καί ῥα κέρα κοχλιῶν λεπτῶν ἐκάλυπτε κάρηνα.
φραξάμενοι δ᾽ ἔστησαν ἐπ᾽ ὄχθαις ὑψηλαῖσι
σείοντες λόγχας, θυμοῦ δ᾽ ἔμπλητο ἕκαστος.


Οι ποντικοί ζωστήκαν τ᾽ άρματα· μα τότε, σαν τους είδαν,
έξω απ᾽ τη λίμνη ευθύς οι βάτραχοι πηδούν, δρομώντας φτάνουν
σε μια απλωσιά και για τον πόλεμο συμβούλιο συγκαλούνε.
135Κι ως στ᾽ αναπάντεχο ξεσήκωμα πασχίζαν άκρη νά βρουν,
ήρθε κοντά τους ένας κήρυκας, ραβδί στο χέρι εκράτει,
του Τυρογλύφτη του τρανόκαρδου το τέκνο, ο Χυτροβούτας
και του πολέμου μαύρο μήνυμα μηνάει μ᾽ αυτά τα λόγια:
― Οι ποντικοί σε σας, ω βάτραχοι, με στείλαν με φοβέρες,
140ζητούν ν᾽ αρματωθείτε, πόλεμος θ᾽ αρχίσει κι άγρια μάχη.
Γιατί είδαν που τον Ψιχουλάρπαγα τον έπνιξε στη λίμνη
ο ρήγας σας ο Φουσκομάγουλος. Εμπρός λοιπόν για μάχη
όσοι αντρειωμένοι μες στους βάτραχους λογιούνται παλικάρια.
Μίλησε ορθά, κοφτά, ξεκάθαρα· κι οι λόγοι του ακουστήκαν
145σ᾽ όλους, κι οι βάτραχοι ταράχτηκε η περήφανη ψυχή τους.
Κατάκριναν το Φουσκομάγουλο, κι αυτός σηκώθη κι είπε:
― Φίλοι μου, εγώ δεν τον θανάτωσα τον ποντικό, κι ούτε είδα
το πώς εχάθη· ατός του πνίγηκε παίζοντας πλάι στη λίμνη
σαν βάτραχος κολύμπι θέλοντας να κάνει· και νά τώρα,
150σ᾽ εμέ τα ρίχνουν, που δεν έφταιξα, οι παμπόνηροι· μα ελάτε,
να βρούμε τρόπο ν᾽ αφανίσουμε τα δολερά ποντίκια.
Λοιπόν εγώ θα πω τη γνώμη μου, σαν πιο σωστό ποιό κρίνω.
Όλοι μας τ᾽ άρματα ν᾽ αρπάξουμε και να παραταχτούμε
στις όχθες δίπλα, εκεί που απότομος κι όλο γκρεμούς ο τόπος.
155Και σαν κινήσουν καταπάνω μας και κάνουν το γιουρούσι,
από τα κράνη τους αδράχνοντας τον κάθε οχτρό, σαν φτάσει
μπροστά μας, ίσια να τους σπρώξουμε μαζί μ᾽ αυτά στη λίμνη.
Εκεί στα σίγουρα τους πνίγουμε, δεν ξέρουν και κολύμπι,
και το ποντικοκτόνο τρόπαιό μας θα στήσουμε, ω χαρά μας!
160Έτσι είπε κι όλους τούς ξεσήκωσε τις πανοπλίες να βάλουν.
Με φύλλα από μολόχες σκέπασαν τα πόδια γύρω γύρω,
θώρακες φόρεσαν απ᾽ όμορφα χλωρά κοκκινογούλια,
με μαστοριά από λαχανόφυλλα συνταίριασαν ασπίδες,
βούρλο μακρύ και μυτερό άρμοσε καθένας τους για δόρυ,
165και με μικρών σαλιάγκων καύκαλα σκεπάσαν τα κεφάλια.
Αρματωμένοι παρατάχτηκαν πλάι στις ψηλές τις όχθες,
κουνώντας τα κοντάρια· γέμισε πολέμου ορμή η ψυχή τους.


Τότε οι Μπακάκοι βλέποντας σε τάξη του πολέμου
ν᾽ αραδιαστούν οι Ποντικοί, και σε ροπήν ανέμου,
το φοβερό τους στάσιμο, και την ετοιμασία,
σε απορία βρέθηκαν και σε απελπισία.
285Πηδάν με βια από τα νερά και σ᾽ ένα μέρος τρέχουν,
και του κακού την αφορμή να ρωτηθούν προσέχουν·
Κι εκεί που διαλογίζουνται βαθιά συλλογισμένοι
από μιαν άκρα ο Κήρυκας των Ποντικών εβγαίνει,
μηνώντας διαλαλίζοντας τη μάχη φανερώνει,
290και τη φωνή για ν᾽ ακουστεί με δύναμη σηκώνει.
«Ω Μπακακάδες, πόλεμον οι Ποντικοί με στέλλουν
να σας κηρύξω σήμερα· κι αυτόν με δίκιο θέλουν.
Γιατί ο Φουσκομάγουλος με πονηριά και δόλο,
καθώς εγίνηκε γνωστό κοινά στον κόσμον όλο,
295στη λίμνη μέσα εφόνεψε τον άκακο Τριμμούδη,
του θρόνου μας το διάδοχο, της νιότης το λουλούδι.
Κι ανίσως έχετε καρδιά, και παλληκάρια αν είστε,
σα σας βαστάει, εδώ είμεστε· ελάτε, πολεμήστε».
Αυτά ν᾽ ακούσουν, τα ᾽χασαν μεμιάς οι Μπακακάδες,
300κι αλαλαγμός αντήχησεν απ᾽ όλες τις αράδες·
βοές μεγάλες έβγαλαν, και δυνατά χουγιάζουν,
και προς το Φουσκομάγουλον ονειδισμούς σωριάζουν·
αυτός πηδώντας πάραυτα στη μέση από το πλήθος
δημηγοράει με πλαστό προσποιημένο ήθος·
305«Άδικα, φίλοι κι εδικοί, μη με κατηγοράτε,
κι αυτά που λεν οι Ποντικοί, καθόλου μη γρικάτε.
Εγώ δεν τον θανάτωσα· ποιός είναι δεν τον ξέρω·
μηδέ τον είδα πουθενά, μηδέ στο νου τον φέρω.
Κι ανίσως είναι αληθινό, πως εδώ μέσα εχάθη,
310του χαλασμού του το κακό ατός του το ᾽χει πάθει.
Θαρρώ να του σκαρφίστηκε την εδική μας φύση
να μιμηθεί μες στα νερά, να ᾽ρθει να κολυμπήσει·
και δίχως πράξη κι άμαθος ελάθεψε κι επνίγη,
και γίνηκε της τρέλας του ανέλπιστο κυνήγι·
315κι απέ σ᾽ εμέ του φόνου του το βάρος απορρίχνουν,
με δίχως κρίση μαρτυριάς για φταίχτη μ᾽ αποδείχνουν.
Βεβαιωθείτε, αδέρφια μου, αυτά δεν είναι δίκια
οπού προβάνουν τολμηρά τα πονηρά Ποντίκια.
Με πλάνον εσοφίστηκαν [παρόμοια να] μηνύσουν,
320κι είν᾽ αφορμές και πρόφασες για να μας πολεμήσουν.
Τί καρτεράμε το λοιπόν μαζί να βουλευτούμε,
με κέρδος μας και διάφορο να τους εναντιωθούμε;
Εγώ σας λέω τη γνώμη μου σ᾽ εκείνο που απεικάζω,
οπού μετρώ ως ωφέλιμο, ως δίκιο λογαριάζω·
325να τραβηχτούμε απ᾽ όλα μας, κοινό να γένει σκόλι,
και δίχως άλλα μέριμνα ν᾽ αρματωθούμεν όλοι·
από μεριά αποσκεπαστή να πάμε δίχως κόπο,
όπου είναι ορθός κατήφορος να πιάκομε τον τόπο·
κατά σειρά μες στους γκρεμούς ανάμερα βαλμένοι,
330ετοιμασμένοι, πρόθυμοι, προειδοποιημένοι,
καθώς ερθούν οι Ποντικοί και προς εμάς κινήσουν,
ή ταχτικά, ή άταχτα απάνω μας ορμήσουν,
εμείς στον τόπο, ασάλευτοι τον πλιο σιμοτινό μας
ν᾽ αδράξομε, όπως δυνηθεί καθένας, τον οχτρό μας,
335και σέροντάς τον βιαστικά απ᾽ όποιο μέρος τύχει
εκεί το συντομότερο την άκρα να πιτύχει
μαζί μ᾽ αυτούς να πέσομε μες στου νερού το βάθος,
κι ολόβολους τους πνίγομε χωρίς κανένα λάθος.
Γιατί να φύγουν δεν μπορούν, κολύμπες δεν ηξέρουν,
340του ανασασμού την έλλειψη αυτοί δεν υποφέρουν».
Τζωπαίνει ο Φουσκομάγουλος αφού γνωμοδοτάει,
και των Μπακάκων ο λαός με κρότο αχολογάει.
Η συμβουλή τούς άρεσε, τον πόλεμο όλοι κράζουν·
τη μάχη στρέγουν όλοι τους, και τ᾽ άρματα συντάζουν.
345Από τα μολοχόφυλλα τις άντζες τους ποδαίνουν,
κι από πλατιά πεντάνευρα τ᾽ αστήθια τους σκεπαίνουν·
τα καμπρολαχανόφυλλα γυροστρογγυλεμένα
για ασπίδες εχρησίμεψαν σ᾽ εκείνων τον καθένα·
κι από μπομπόλων καύκαλα στολίζουν τα κεφάλια
350δεμένα οχ το πηγούνι τους για πλιότερην ασφάλεια·
από τα βούρλα τα στεγνά αυτά τα παλληκάρια
βεργιά μακριά και σουβλερά δανείζουνται κοντάρια.
Και σαν απαρματώθηκαν συμμαζωχτοί πηγαίνουν,
τις όχτες πιάνουν τις ψηλές, το μάλωμ᾽ αναμένουν.
355Καλνάν αγνάντια τον οχτρό με θυμωμένο μάτι,
σιουν τα κοντάρια φοβεροί, κι από καρδιά γιομάτοι.