Σε ταύτα ο Φουσκομάγουλος τον Ποντικό θωρώντας
με την μιαν άκρα του ματιού, πικρά χαμογελώντας,
«Θιαμαίνομαι, κυρ Ποντικέ, του λέει, την αφεντιά σου,
130παραμεγάλον έπαινο να κάνεις της κοιλιάς σου.
Μη δα θαρρείς μας άφηκε κι εμάς η πλούσια φύση
σε τόση καταφρόνεσην απ᾽ όλη πλιο τη χτίση;
Μη παντυχαίνεις ακριβή την τύχη τη δική μας
σε όσα μας χρειάζουνται διά την αναπαψή μας·
135κι εμείς πολλά καλά ᾽χομε, αν μας καλοξετάξεις,
και στα νερά και στις στεριές, οπού να τα θιαμάξεις.
Διπλή ζωή, κυρ Ποντικέ, οι Μπακακάδες ζιούμε,
γιατί πηδάμε και στη γης, και στα νερά βουτούμε·
δώρο του Δία χωριστό σ᾽ ολίγα ζώων γένη,
140απ᾽ όσα και αν εσκόρπισε στης γης την οικουμένη.
Κι αν έχεις όρεξη να ιδείς αυτά που σου διηγούμαι,
είν᾽ όφκολο το πάισιμο εκεί που κατοικούμε.
Σε παίρω εγώ στις πλάτες μου, και ακίντυνα διαβαίνεις,
περιδιαβάζεις, ως ποθείς, και πάλε οπίσω βγαίνεις».
145Και λέγοντας του πρόσφερε τη ράχη να καθίσει·
μόν᾽ να βαστιέται όσο μπορεί, του λέει, μην αγλιστρήσει.
Ο Ποντικός, ογλήγορος και μ᾽ αλαφρό ποδάρι
απανωθιό του ερίχτηκε ωσάν το παλληκάρι,
κι οχ το λαιμό του Μπάκακα, κι οχ την πλατιά του μέση
150σφιχτά με τα ποδάρια του κρατιέται να μη πέσει.
Θωρεί πώς τρέχει στου νερού την όψη και μακραίνει
από την άκρα που κινάει, κι όλ᾽ ομπροστά παγαίνει·
θωρεί τις όχτες στα πλευρά οπίσω να γυρίζουν,
και του νερού το πλάτωμα παντούθε ν᾽ αβγατίζουν·
155αλλόκοτα του φαίνουνται αυτά στην όρασή του,
και προξενάν φχαρίστηση πολλή στην αίστησή του.
Πολύ στου Φουσκομάγουλου τις πλέγες αποράει,
πολύ το νοστιμεύεται, και με χαρά γελάει.
Αλλά καθώς αρχίνησε το κύμα να τον βρέχει,
160ο κρύος φόβος παρευτύς στα σωθικά του τρέχει·
ανατζιριάζει ολόβολος, το αίμα του παγώνει,
και κλαίγει αδιαφόρετα, βαριά το μετανιώνει.
Συχνοβαριέται, δέρνεται, και πικραναστενάζει,
και την κοιλιά του Μπάκακα σφιχτά σφιχτά αγκαλιάζει.
165Χτυπάει η καρδιά του αμάθητη, πέφτει άθελα το δάκρυ,
και θέλει νά ηταν βολετό να βρίσκονταν στην άκρη.
Παρακαλεί τον ουρανό να τον απογλυτρώσει,
σε χώμα απάνω να ριχτεί, και σε στεριά να σώσει.
Σέρνεται οπίσω του απλωτή σαν το κουπί η νορά του,
170και μουσκεμένα και βαριά κρεμιούνται τα μαλλιά του·
τηριέται κι απελπίζεται, βυθίζεται σε δείλια,
μοιριολογάει με φωνή και τρομασμένα αχείλια·
«Ο Ταύρος δεν εβάσταξε με τόση αντρειά και θάρρος
του Έρωτα το φόρτωμα κι αγάπης του το βάρος,
175άντα τον πρωτοδέχτηκαν της Κρήτης τότε οι τόποι,
οπού ήφερνε στη ράχη του την όμορφην Ευρώπη,
διαβαίνοντας το πέλαγος οπού χωρίζει πέρα
την Κρήτη από την Αίγυπτο, σε μοναχήν ημέρα,
καθώς εμένα ο Μπάκακας στις πλάτες του ο καημένος
180μες στ᾽ αφρισμένα [κύματα] με φέρει φορτωμένος».
Κι εκεί που τέτοια ήλεγε το φόβο να ξεχάσει,
το καρδιοχτύπι το βαρύ να χαμοησυχάσει,
κι ο Μπάκακας ακλούθαγε να κάνει το ταξίδι,
σιμά τους φανερώνεται και τους ξαφνίζει φίδι,
185που με κεφάλι σηκωτό μες στο νερό αγλιστράει,
και πέρα δώθε πλέοντας το δρόμο του τραβάει.
Ενέκρωσαν τα μέλη τους ευτύς που το δοκιούνται,
και το κακό τους ριζικό με τρόμο συλλογιούνται.
Ο Φουσκομάγουλος μεμιάς φυγής το δρόμο πιάνει,
190βουτάει χωρίς να στοχαστεί ποιόν φίλον πάει και χάνει·
και με το βούτημα έφτακε της λίμνης ώς τον πάτο,
κι απόφυγε το θάνατο από φαρμάκι ακράτο.
Ο Ποντικός απάντεχα κι ανέλπιστα ριμμένος,
απόμεινε ο κακότυχος τ᾽ ανάσκελα απλωμένος·
195του κάκου κλει τα πόδια του, χαμένα αγαναχτάει,
στον πάτο πάει τη μια φορά, την άλλη ανηφοράει·
ελάχτιζε όσο εδύνονταν προς του νερού την όψη,
μόν᾽ την πληγή δεν ημπορεί του χάρου ν᾽ αποκόψει.
Οι τρίχες όσο βρέχουνται, το σώμα του βαραίνει,
200κι ήταν κοντά να νεκρωθεί, που αυτά τα λόγια κρένει·
«Μ᾽ αυτό σου, Φουσκομάγουλε, το κάμωμα, μη ελπίσεις
τον καρδιογνώστην Ουρανό ποτέ σου ν᾽ απατήσεις.
Με πονηριά και με ψευτιά φιλία πρώτα δείχνεις,
κι απέ στα βάθη του νερού μ᾽ οχτροπαθειά με ρίχνεις.
205Δεν ήσουν άξιος να βαλθείς μ᾽ εμένα να μαλώσεις,
σε πάλεμα, σε τρέξιμο, και σε γροθιές να σώσεις.
Μόν᾽ σαν ανάξιος κι άναντρος, με δόλο και με πλάνο,
να με φονέψεις μ᾽ έσυρες στη λίμνην αποπάνω.
Ωστόσο βλέπει ο Ουρανός, το άδικο δε στρέγει,
210και ξεπλερώνει σε καιρόν εκείνον που του φταίγει.
Δε μένεις ατιμώρητος, απαίδευτος δε μνήσκεις,
κι οχ τους αντρείους Ποντικούς ογλήγορα το βρίσκεις».
|