[6.23.1] Από εκεί ο Αλέξανδρος προχώρησε μέσα στη χώρα των Γαδρωσών από έναν δρόμο δύσκολο που δεν είχε τρόφιμα και ανάμεσα στα άλλα δεν υπήρχε σε πολλά μέρη ούτε νερό για τον στρατό. Ωστόσο αναγκάζονταν να διατρέχουν οι στρατιώτες μεγάλες αποστάσεις κατά τη νύχτα και μάλιστα μακριά από τη θάλασσα, επειδή ο Αλέξανδρος βιαζόταν να φθάσει στην παραθαλάσσια περιοχή, για να δει τα λιμάνια που υπήρχαν και για να προετοιμάσει όσα ήταν βέβαια δυνατό να γίνουν για το ναυτικό κατά τη διέλευσή του, είτε ανοίγοντας πηγάδια είτε ψάχνοντας αν υπήρχε πουθενά αγορά τροφίμων ή αγκυροβόλιο. [6.23.2] Επειδή όμως ήταν τελείως έρημα τα παραθαλάσσια μέρη της χώρας των Γαδρωσών, έστειλε τον Θόαντα, τον γιο του Μανδροδώρου, προς τη θάλασσα με λίγους ιππείς, για να ερευνήσει αν τυχόν υπήρχε κάπου στο μέρος εκείνο κανένα αγκυροβόλιο ή νερό κοντά στη θάλασσα ή τίποτε άλλο από τα αναγκαία. Όταν επέστρεψε, του ανήγγειλε ότι βρήκε μερικούς ψαράδες στην παραλία μέσα σε πνιγερές καλύβες, [6.23.3] τις οποίες είχαν κατασκευάσει συναρμολογώντας τα όστρακα· για στέγη τους είχαν οι καλύβες αυτές κόκαλα ψαριών. Ανέφερε ακόμη ότι οι ψαράδες εκείνοι χρησιμοποιούσαν λίγο νερό που το έβρισκαν σκάβοντας με δυσκολία τα χαλίκια· αλλά το νερό αυτό ήταν εντελώς γλυκό. [6.23.4] Όταν όμως ο Αλέξανδρος έφθασε σε κάποιο τόπο της Γαδρωσίας όπου υπήρχε αφθονότερο σιτάρι, διαμοίρασε στα υποζύγιά του όσο βρήκε, το σφράγισε με τη σφραγίδα του και διέταξε να το μεταφέρουν προς τη θάλασσα. Ενώ όμως προχωρούσε προς τον σταθμό, από τον οποίο απείχε πολύ λίγο η θάλασσα, οι στρατιώτες αγνόησαν το σφράγισμα αλλά και οι ίδιοι οι φρουροί χρησιμοποίησαν το σιτάρι και έδωσαν ένα μέρος από αυτό σε όσους υπέφεραν υπερβολικά από την πείνα. [6.23.5] Πιέζονταν σε τέτοιο βαθμό από την πείνα, ώστε ύστερα από σκέψη αποφάσισαν να λογαριάσουν περισσότερο τον φανερό και επικείμενο θάνατο, παρά τον αβέβαιο και ακόμη μακρινό κίνδυνο από τον βασιλιά. Κατανοώντας την ανάγκη ο Αλέξανδρος συγχώρεσε τους παραβάτες της διαταγής του και έστειλε τον Κρηθέα τον Καλλατιανό που έπλεε εκεί γύρω με τον στόλο να φέρει όσα τρόφιμα μπόρεσε ο ίδιος να συγκεντρώσει από επιδρομές στην περιοχή για τον εφοδιασμό του στρατού. [6.23.6] Διατάχθηκαν επίσης οι ντόπιοι να μεταφέρουν από το εσωτερικό στην παραλία όσο περισσότερο σιτάρι μπορούσαν, αφού το αλέσουν, και χουρμάδες από τα φοινικόδενδρα, καθώς και πρόβατα για να τα αγοράσει ο στρατός. Και έστειλε σε άλλο πάλι τόπο της παραλίας τον Τήλεφο, έναν από τους εταίρους, με μικρή ποσότητα αλεσμένου σιταριού. [6.24.1] Ο ίδιος ο Αλέξανδρος άρχισε να προχωρεί προς την πρωτεύουσα των Γαδρασών· ο τόπος ονομάζεται Πούρα, όπου ακριβώς έφθασε σε εξήντα συνολικά μέρες, αφότου ξεκίνησε από τα Ώρα. Οι περισσότεροι ιστορικοί του Αλεξάνδρου αναφέρουν ότι ούτε όλες μαζί οι ταλαιπωρίες που υπέφερε ο στρατός για χάρη του στην Ασία δεν μπορούν να συγκριθούν με τις κακουχίες που υπέφερε στο μέρος εκείνο. [6.24.2] Αναφέρουν όμως ότι ο Αλέξανδρος πέρασε από αυτόν τον δρόμο όχι επειδή δεν γνώριζε τις δυσκολίες —αυτό το υποστηρίζει μονάχα ο Νέαρχος— αλλά επειδή άκουσε ότι έως τότε κανένας δεν γλίτωσε περνώντας με στρατό από τον δρόμο εκείνο εκτός από τη Σεμίραμη, όταν αποχώρησε από την Ινδία. Αλλά ακόμη και αυτή, έλεγαν οι ντόπιοι, διασώθηκε με είκοσι μόνο άνδρες από όλο τον στρατό της, ενώ ο Κύρος, ο γιος του Καμβύση, διασώθηκε και αυτός με εφτά μόνο άνδρες του. [6.24.3] Γιατί βέβαια και ο Κύρος ήρθε στα μέρη εκείνα σκοπεύοντας να εισβάλει στην Ινδία, αλλά πριν το επιτύχει, έχασε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του, επειδή ο δρόμος αυτός ήταν έρημος και δύσκολος. Αυτά, όταν τα ανήγγειλαν στον Αλέξανδρο, τον παρακίνησαν σε άμιλλα προς τον Κύρο και τη Σεμίραμη. Αναφέρει, λοιπόν, ο Νέαρχος ότι ο Αλέξανδρος πήρε αυτόν τον δρόμο εκτός από αυτούς τους λόγους και για να προμηθεύεται τα απαραίτητα σε κοντινή απόσταση από το ναυτικό του. [6.24.4] Ο διάπυρος, λοιπόν, καύσωνας και η έλλειψη του νερού αφάνισαν ένα μεγάλο μέρος του στρατού του και προπάντων βέβαια τα αχθοφόρα ζώα. Αυτά χάθηκαν εξαιτίας του βάθους και της θερμότητας της άμμου, γιατί ήταν πυρακτωμένη, τα περισσότερα όμως τα αφάνισε η δίψα. Γιατί συναντούσαν ακόμη και ψηλούς λόφους σχηματισμένους από βαθιά άμμο που δεν ήταν συμπαγής, αλλά τέτοια που δεχόταν το πάτημά τους σαν να βάδιζαν επάνω σε πηλό, ή μάλλον σε απάτητο χιόνι. [6.24.5] Και ταλαιπωρούνταν συγχρόνως τα άλογα και τα μουλάρια εξαιτίας των αναβάσεων και καταβάσεων και ακόμη περισσότερο εξαιτίας του ανώμαλου δρόμου με το ασταθές έδαφος. Το ίδιο στενοχωρούσαν τους στρατιώτες οι μεγάλες αποστάσεις μεταξύ των σταθμών, επειδή η έλλειψη νερού που ανευρισκόταν σε ακανόνιστα διαστήματα, τους έκανε να βαδίζουν ανάλογα με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες. [6.24.6] Όταν βέβαια πορεύονταν νύχτα τον δρόμο που έπρεπε να διανύσουν, και έφθαναν στο νερό τα χαράματα, δεν ταλαιπωρούνταν και τόσο πολύ. Αν όμως εξαιτίας του μακρινού δρόμου τούς έπιανε η μέρα ενώ ακόμη βάδιζαν, τότε ταλαιπωρούνταν από τον καύσωνα και συγχρόνως βασανίζονταν από ακατανίκητη δίψα. |